Οταν ένας επιστήμονας εγνωσμένου κύρους αναλαμβάνει το τιμόνι σε έναν καινούργιο θεσμό και όταν από τη θέση αυτή καλείται να «παντρέψει» την εκπαίδευση με την απασχόληση και την αγορά εργασίας τότε ψάχνεις να δεις περί τίνος πρόκειται.
Ο καθηγητής Σπύρος Γεωργάτος, απόφοιτος της Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ολοκλήρωσε τη διδακτορική του διατριβή στο Πανεπιστήμιο Yale. Εργάσθηκε ως μεταδιδάκτορας στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Καλιφόρνια (Caltech) και στο Πανεπιστήμιο Rockefeller, ως διευθυντής ερευνητικής ομάδας (Group leader) στο Ευρωπαϊκό Εργαστήριο Μοριακής Βιολογίας (EMBL) και ως καθηγητής Κυτταρικής Βιολογίας στην Ιατρική Σχολή των Πανεπιστημίων Κρήτης και Ιωαννίνων. Εχει αποσπάσει τιμητικές διακρίσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, με κορυφαία την εκλογή του ως μέλους του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Μοριακής Βιολογίας (ΕΜΒΟ).
Είναι ο άνθρωπος που θα ηγηθεί του νέου ανεξάρτητου θεσμού που δημιούργησε το υπουργείο Παιδείας μετά την κατάργηση του ΕΣΥΠ. «Δεν υπάρχει χώρος και χρόνος για ερασιτεχνισμούς στον τομέα της εκπαίδευσης» δηλώνει.
Σε αυτό το μεγάλο στοίχημα, με δεδομένη μάλιστα την κάκιστη οικονομική συγκυρία που επιβάλλουν οι μνημονιακές δεσμεύσεις, αναφέρεται στην πρώτη του συνέντευξη μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, στο «Βήμα της Κυριακής».


Ποιο είναι το νέο όργανο του οποίου θα ηγηθείτε και ποιος είναι ο σκοπός του;
«Πρόκειται για το Εθνικό Συμβούλιο Εκπαίδευσης και Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού, το οποίο θα αντικαταστήσει το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας. Το νέο όργανο είναι καλύτερα προσαρμοσμένο στα δεδομένα της ελληνικής και της διεθνούς συγκυρίας και φιλοδοξεί να συμβάλει στην αξιοποίηση του εξαιρετικού δυναμικού που διαθέτει η χώρα, διασυνδέοντας την εκπαίδευση με την παραγωγή. Η εισαγωγή του νέου θεσμού έχει μεγαλύτερη σημασία από ό,τι φαίνεται με μια πρώτη ματιά, γιατί σηματοδοτεί μια στροφή: τη στροφή από την ασάφεια ή τους παράλληλους μονολόγους στη «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης» και –δι’ αυτής –στην πολιτική και κοινωνική συναίνεση».


Σε τι διαφέρει από οργανωτική άποψη το νέο Συμβούλιο από το ΕΣΥΠ;
«Το νέο Συμβούλιο έχει επιτελικό προφίλ, σφικτή οργανωτική δομή και μικρό μέγεθος, για να μην κινδυνεύει να γίνει ένα forum αναμέτρησης διισταμένων απόψεων. Δεν περιλαμβάνει κλαδικούς φορείς αλλά μόνο αρχές και εκπροσώπους υπηρεσιών που έχουν σχέση με την υλοποίηση της εκπαιδευτικής πολιτικής και την αγορά εργασίας. Ο στόχος είναι όλα τα μέλη του να αναλάβουν τη μελέτη ενός συγκεκριμένου προβλήματος και να εισηγηθούν λύσεις που θα τις επεξεργαστούμε και θα τις υποβάλουμε στη βάσανο της διαβούλευσης. Το Εθνικό Συμβούλιο Εκπαίδευσης και Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού είναι ένα εργαλείο χάραξης εθνικής πολιτικής, όχι ένα όργανο προσαρμογής της εκπαιδευτικής πολιτικής στις μνημονιακές δεσμεύσεις. Δεσμεύσεις βεβαίως υπάρχουν και δεν μπορούμε να τις αγνοήσουμε. Αλλά σιγά – σιγά θα πρέπει να προετοιμαζόμαστε για την επόμενη ημέρα για να μη βρεθούμε στον ίδιο –ή σε χειρότερο –παρονομαστή».
Από πού χρειάζεται να ξεκινήσει η αναδιάρθρωση του χώρου των ΑΕΙ –ΤΕΙ;
«Το πρώτο βήμα θα πρέπει να είναι η ένταξη των θεματικά συγγενών Τμημάτων ΤΕΙ στα Πανεπιστήμια επί τη βάσει αξιολογικών κριτηρίων και η ταυτόχρονη ίδρυση τμημάτων διετών σπουδών που θα προσφέρουν μια ποιοτική διέξοδο στην κατεύθυνση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και της κατάρτισης. Η «οριζόντια» μετονομασία όλων των ΤΕΙ σε Πανεπιστήμια Εφαρμογών, όπως έχει προταθεί από τη σύνοδο των προέδρων τους, δεν συνεπάγεται αυτόματα την ποιοτική τους αναβάθμιση, ούτε αντιμετωπίζει το πρόβλημα της ετερογένειας και της μεγάλης γεωγραφικής διασποράς τους».
Ποιο είναι το μεγαλύτερο «έλλειμμα» στον χάρτη της ανώτατης εκπαίδευσης;
«Αναμφισβήτητα η υπο-χρηματοδότηση αλλά και η ανορθολογική χρήση των (λίγων) διαθέσιμων πόρων. Πρόβλημα υπήρξε επίσης στον τρόπο εκλογής οργάνων διοίκησης, αλλά ευτυχώς το υπουργείο έχει επεξεργαστεί μέτρα που αντιμετωπίζουν με μετριοπαθή και ώριμο τρόπο αυτό το θέμα. Νομίζω ότι όλες οι πλευρές στην κοινότητα είναι τώρα πιο έτοιμες να αφήσουν κατά μέρος τα δευτερεύοντα και να ασχοληθούν με τα πιο ουσιαστικά. Τα ΤΕΙ μπορεί να έγιναν διά νόμου Ανώτατα Ιδρύματα αλλά όλοι ξέρουμε ότι πολλά πτυχία δεν έχουν αξία στην αγορά εργασίας.
Πολλά στελέχη των Τεχνολογικών Ιδρυμάτων ισχυρίζονται ότι οι απόφοιτοί τους βρίσκονται σε καλύτερο παρονομαστή από τους αποφοίτους των Πανεπιστημίων αλλά δεν είμαι σίγουρος εάν υπάρχει πράγματι κάποια εμπεριστατωμένη συγκριτική μελέτη επ’ αυτού. Αλλωστε το βασικό ερώτημα είναι αν οι απόφοιτοι των ΑΕΙ (Πανεπιστήμια και ΤΕΙ) απασχολούνται σε έργα που έχουν άμεση σχέση με το αντικείμενο των σπουδών τους ή σε άσχετα πεδία και δραστηριότητες. Οι ευρωπαϊκές καταγραφές δείχνουν πάντως εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά απασχόλησης για τους νέους που έχουν τεχνική ή τεχνολογική κατάρτιση».


Μέσα σε ένα δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα πόσο δίκαιο είναι να θεσμοθετούνται απαγορευτικά δίδακτρα για περιζήτητα μεταπτυχιακά προγράμματα;
«Το υπουργείο Παιδείας κάνει τώρα μια πρώτη προσπάθεια να αντιμετωπίσει αυτό ακριβώς το πρόβλημα με τα νέα νομοθετικά μέτρα που έχει εξαγγείλει. Να συμπληρώσω κάτι: η εκπαίδευση, προπτυχιακή και μεταπτυχιακή, δεν προσφέρεται για επιδοματική πολιτική, ούτε και θα μπορούσε ποτέ από μόνη της να γεφυρώσει τις μεγάλες κοινωνικές ανισότητες και να άρει τις αδικίες που χαρακτηρίζουν την εποχή μας. Αλλος είναι ο ρόλος της: να διαμορφώσει σύμμετρα και ολοκληρωμένα τη συνείδηση των νέων και να μεταφέρει τη γνώση στις επόμενες γενιές με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Το ακαδημαϊκό στοιχείο είναι επομένως πρωτεύον στις μεταπτυχιακές σπουδές. Με την αυτονόητη βέβαια επεξήγηση ότι κανείς δεν πρέπει να αποκλείεται από τα μεταπτυχιακά για οικονομικούς λόγους. Αυτό δεν είναι μόνο το πολιτικά σωστό αλλά και το ακαδημαϊκά επιβεβλημένο».

Συνεργασία των ΑΕΙ –ΤΕΙ με ιδρύματα εξωτερικού για μεταπτυχιακά. Ποια θα ήταν η πρότασή σας;
«Πρόκειται για ζήτημα που έχει στρατηγική σημασία, εν όψει της ανάγκης να γίνουμε πιο εξωστρεφείς και ακόμα πιο ποιοτικοί στη μεταπτυχιακή μας εκπαίδευση. Μια ιδέα που έχει προταθεί στον διάλογο που έχουμε ως ελληνική αντιπροσωπεία με το Ευρωπαϊκό Εργαστήριο Μοριακής Βιολογίας είναι η εξής: ο διεθνής οργανισμός ιδρύει μαζί με έναν «κόμβο» ελληνικών φορέων (επιλεγμένα Τμήματα Πανεπιστημίων ή Ερευνητικά Ινστιτούτα που ειδικεύονται στη Μοριακή Βιολογία ή συναφείς κλάδους) ένα πρότυπο πρόγραμμα διδακτορικών σπουδών. Οι υποψήφιοι διδάκτορες συν-επιλέγονται, συν-επιβλέπονται και εκπονούν τη διατριβή τους εν μέρει στο εξωτερικό και εν μέρει στην Ελλάδα, παίρνοντας στο τέλος έναν αξιοζήλευτο τίτλο. Προφανώς, το σύστημα αυτό δεν υποκαθιστά τα συμβατικά προγράμματα που υπάρχουν τώρα στα διάφορα ΑΕΙ. Αν μου επιτρέπεται μια αναλογία, θα έλεγα ότι πρόκειται για κάτι ανάλογο με τα πρότυπα δημόσια σχολεία που είναι, κατά τη γνώμη μου, ένας πολύ χρήσιμος θεσμός».


Από τη θητεία σας στην Επιτροπή Εθνικού Διαλόγου για την Παιδεία και στον χώρο της έρευνας τι αποκομίσατε. Ποια είναι τα μεγαλύτερα εμπόδια που συναντήσατε;
«Θα είμαι απόλυτα ειλικρινής. Τα εμπόδια που θα αντιμετωπίσει ο οποιοσδήποτε εμπλακεί σε μια μεταρρυθμιστική προσπάθεια στην Ελλάδα είναι δύο: η συντεχνιακή νοοτροπία και οι πελατειακές σχέσεις. Το πιο απογοητευτικό είναι να βλέπεις την ιδιοτέλεια… αυτοπροσώπως να επενδύεται τον μανδύα της «πολιτικής σοφίας» ή της «μεταρρυθμιστικής καθαρότητας». Ας μη σταθούμε όμως σε αυτά. Υπήρχαν και υπάρχουν στελέχη της εκπαιδευτικής και της ερευνητικής κοινότητας που έχουν ένα περίσσευμα ακαδημαϊκότητας και νιώθουν πραγματική αγάπη για τους νέους. Είναι καθήκον της Πολιτείας και των κοινωνικών φορέων να φέρουν αυτούς τους ανιδιοτελείς και σφαιρικά μορφωμένους ανθρώπους στο προσκήνιο αντί για κάποιους άλλους που σφετερίζονται συστηματικά τους αγώνες τους».
Τι χρειάζεται μια μεταρρύθμιση για να πετύχει;
«Κατ’ αρχήν, μεταρρύθμιση δεν είναι η απλή εκφώνηση μιας καλής ιδέας ή μιας αγαθής πρόθεσης αλλά ένα επεξεργασμένο και υλοποιήσιμο σχέδιο με αντίκτυπο στην κοινωνία. Εννοείται θετικό, προοδευτικό αντίκτυπο. Επίσης, για να είναι πραγματική, μια τέτοια αλλαγή χρειάζεται εκτός από τη θεσμική και κοινωνική νομιμοποίηση. Και το λέω αυτό γιατί μια μεταρρύθμιση ή θα είναι κοινωνικά νομιμοποιημένη και πραγματική ή δεν πρόκειται να υπάρξει».

***
Διόρθωση

Εκ παραδρομής σε ένα σημείο της συνέντευξης του κ. Γεωργάτου τα ΤΕΙ δεν αναφέρονται ως ΑΕΙ, όπως ο ίδιος είχε ρητά είχε αναφέρει, αλλά αντιδιαστέλλονται με τα ΑΕΙ ως εάν σε αυτά να ανήκουν μόνο τα Πανεπιστήμια. Ο νόμος κατατάσσει τόσο τα Πανεπιστήμια όσο και τα ΤΕΙ στα ανώτατατα εκαπιδευτικά ιδρύματα αλλά εκ παραδρομής δεμ αποδόθηκε επακριβώς.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ