Πολλοί αναλυτές, δικαίως σε πολλές περιπτώσεις, έχουν κατηγορήσει την Ευρωπαϊκή Ενωση ως έναν οργανισμό που είναι αποκομμένος από τη διεθνοπολιτική πραγματικότητα και από τις ευρωπαϊκές κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις. Αλλοι, εύστοχα, έχουν επισημάνει πολλές φορές ότι η γιγαντιαία γραφειοκρατία των Βρυξελλών καταδικάζει την Ενωση σε καθυστερημένες πολιτικές αποφάσεις (βλ. για παράδειγμα το ελληνικό ζήτημα 2009-2010), καθώς και σε έναν θεσμικό συντηρητισμό που καθιστά άνευρο το ενωσιακό εγχείρημα.
Και όμως, η πανηγυρική Σύνοδος της ΕΕ στη Ρώμη φύσηξε νέο αέρα στα ταλαιπωρημένα από τη φθαρτότητα των καιρών πανιά της Ενωσης. Δεν χρησιμοποιώ τη λέξη «αισιοδοξία» γιατί σε καμία των περιπτώσεων οι καιροί, σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, δεν συνάδουν με «φωτεινά χρώματα». Αλλά σίγουρα οι αποφάσεις ήταν εντυπωσιακές και δείχνουν ότι οι Βρυξέλλες δεν έχουν απολέσει την ικανότητα να πράττουν ορθολογικά, έστω κι αν σε πολλές των περιπτώσεων αυτή η διαδικασία δεν είναι ευχάριστη σε κοινωνικό επίπεδο.
Η Σύνοδος της Ρώμης ουσιαστικά απέδωσε ένα διακριτό de jure αποτύπωμα στη μορφοποίηση της Ευρώπης των πολλαπλών ταχυτήτων, με αρκετούς να μιλούν για το τέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης όπως τη γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Οι αναλύσεις αυτές σφάλλουν ως προς ένα κομβικό γεγονός. Δεν αναλύουν ορθά το μέγεθος του επηρεασμού που επέφερε στην Ευρωπαϊκή Ενωση η ελληνική κρίση, η κρίση του Προσφυγικού και ο τρόπος που τα κράτη του Βίζενγκραντ και η Αυστρία επέλεξαν να δράσουν ως προς αυτή, αλλά και το ίδιο το Brexit που αποτελεί την κορύφωση της δραματοποίησης των ευρωπαϊκών πολιτικών υποθέσεων αλλά και τον θρίαμβο των λαϊκιστών. Ηχεί ως αντίλαλος εντός του πλατωνικού σπηλαίου των αυταπατών αλλά η ΕΕ δεν είναι ίδια πλέον εξαιτίας των δραματικών εξελίξεων που έλαβαν χώρα στο εσωτερικό της Ευρώπης από το 2009 και μετά. Επομένως, οι αποφάσεις που κλήθηκε να λάβει η Ενωση για τον εαυτό της θα ήταν είτε ριζοσπαστικές που θα της επέτρεπαν να συνεχίσει να υπάρχει, ή παθητικές που δεν θα άλλαζαν στο παραμικρό την οργανωτική ευσυνειδησία αυτής και θα την οδηγούσαν σε έναν σίγουρο θάνατο. Ευτυχώς για τον δυτικό κόσμο επελέγη ο πρώτος δρόμος, απόδειξη ότι η Ενωση είναι ζωντανή.
Είναι γεγονός ότι η Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων θα λειτουργήσει αρνητικά για την Ελλάδα σε πρώτο χρόνο, αφού η χώρα μας εξαιτίας των δομικών της αδυναμιών που αφορούν το οικονομικό και παραγωγικό της μοντέλο αλλά και την αρτηριοσκληρωτική διάρθρωση της δημόσιας διοίκησής της, όπως επίσης και τον ισχνό και πεπερασμένο τεχνολογικά ιδιωτικό τομέα, θα τοποθετηθεί εκ των πραγμάτων στην τελευταία ταχύτητα μαζί με τα άλλα βαλκανικά περιφερειακά κράτη της Ρνωσης. Μάλιστα, τολμώ να πω ότι θα βρεθούμε πολύ πιο κάτω και από τη Βουλγαρία αλλά και τη Ρουμανία, αφού όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης –και κυρίως η περίοδος μετά το 2015 –έχουν εξαντλήσει τα τελευταία αποθέματα οικονομικο-κοινωνικής συνοχής που διέθετε ο τόπος, με τους Ελληνες να βρίσκονται εμπρός στο κατώφλι μιας ανθρωπιστικής κρίσης ανάλογης με αυτή που γνώρισε ο τόπος το 1922. Οπως επίσης είναι γεγονός ότι αυτή η περιθωριοποίηση της χώρας επηρεάζει εξόχως αρνητικά το ελληνικό status quo, αφού πλέον η Ελλάδα δεν θα ανήκει στον πυρήνα της Ενωσης αλλά στον τελευταίο κύκλο αυτής. Αλλά, με την απόφαση της Ρώμης απομακρύνεται οριστικά η καταστροφική προοπτική του Grexit. Επίσης, ενισχύεται ο τρόπος λειτουργίας της Ενωσης περιορίζοντας τη φθορά που έχει ήδη δεχθεί ο οικονομικός μηχανισμός της Ευρώπης σε περιφερειακό επίπεδο, «σφραγίζοντας» τα μέρη του πλοίου που η διαρροή υδάτων τα καθιστά επικίνδυνα για όλους τους υπολοίπους. Ο δυτικός κόσμος χρειάζεται μια ισχυρή Ευρώπη ως πυλώνας υποστήριξης και ρεαλιστικής εφαρμογής των διατλαντικών σχέσεων. Αν καταρρεύσει η Ευρώπη υπό το βάρος του λαϊκισμού και των πιέσεων που δέχεται τόσο από το εσωτερικό της όσο και από το εξωτερικό της, τότε οι συνέπειες θα είναι τραγικές για όλους.
Η απόφαση της Ρώμης αποτελεί την τελευταία πράξη του δράματος του ελληνικού προβλήματος. Το πολιτικό όραμα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και του Κώστα Σημίτη για την οικοδόμηση μιας ισχυρής Ελλάδας στον πυρήνα των ευρωπαϊκών θεσμών δυστυχώς παρασύρεται από τις ατροφικές δομές του ελληνικού οικοδομήματος αλλά και εξαιτίας της αδυναμίας του πολιτικού κόσμου και της κοινωνίας να κατανοήσουν ότι στη διεθνή πολιτική αργά ή γρήγορα ο μύθος του Αισώπου με τον ανέμελο τζίτζικα απαιτεί την επώδυνη πληρωμή του.
Μέσα σε όλα αυτά όμως υπάρχει και η θετικά ρεαλιστική προοπτική. Η απόφαση της Ρώμης επιτρέπει την κινητικότητα των κρατών από ταχύτητα σε ταχύτητα ανάλογα με τις επιδόσεις της. Ως Ελληνες έχουμε λοιπόν έναν νέο στόχο, να δουλέψουμε σκληρά, έξυπνα και αποδοτικά ώστε να παραδώσουμε στα παιδιά μας την Ελλάδα σε καλύτερη ταχύτητα –γιατί όχι και στην πρώτη. Αυτή είναι η νέα Μεγάλη Ιδέα, απαλλαγμένη από οποιαδήποτε ανεδαφικό μαξιμαλισμό. Αρκεί να σοβαρευτούμε ως κοινωνία, να κατανοήσουμε ότι ο λαϊκισμός προσφέρει μια στιγμιαία ευφορία και ένα διαρκές τραύμα που μπορεί να αποβεί θανάσιμο για τον τόπο και να κατανοήσουμε ότι η απόφαση της Ρώμης μάς δίνει τη δυνατότητα ή της ολικής επιστροφής μας στα ευρωπαϊκά δεδομένα με πολλή προσπάθεια, κόπο αλλά και δημιουργικότητα ή τον οριστικό ενταφιασμό μας στο βαλκανικό τέλμα. Επιστροφή ή οριστικό τέλος; Το δίλημμα είναι εμπρός σε όλους μας και είναι λυτρωτικό ότι μας δίνεται η ευκαιρία, στον κάθε ένα ξεχωριστά ως αυθύπαρκτες μονάδες, να πούμε το μεγάλο Ναι ή το απογυμνωμένο Οχι. Αλλωστε, ως λαός λειτουργούσαμε πάντοτε καλύτερα όταν είχαμε έναν μεγάλο στόχο να «πιάσουμε».
Ο κ. Σπύρος Ν. Λίτσας είναι αναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ