Ηδιάσημη ρήση «όποιος ανοίγει ένα σχολείο κλείνει μια φυλακή» ίσως να ίσχυε την εποχή του Βίκτωρος Ουγκό, στην ταραγμένη Γαλλία του 1848. Σε μεταγενέστερες εποχές, όμως, ο συσχετισμός δεν παραμένει τόσο αισιόδοξος. Στην Ελλάδα μάλιστα, ιδίως στις μέρες μας, η προοπτική να μειωθούν οι φυλακές χάρη στην ανέγερση σχολείων μοιάζει εντελώς άτοπη. Ούτε η στοιχειώδης αλλά ούτε η μέση εκπαίδευση καθιστούν αδιανόητη την εκλογική απήχηση μαύρων ή κόκκινων ολοκληρωτισμών, που φτάνει το 20% ενός «δημοκρατικού» υποτίθεται πληθυσμού, ενώ στην ανώτατη εκπαίδευση συμβαίνει να σκοτώνονται οι υποψήφιοι για να εισέλθουν αξιοκρατικά, και έπειτα μαθητεύουν στην αγυρτεία για να πάρουν πτυχίο.
Δωρεάν καταλήψεις, βανδαλισμοί, μετατροπή του πανεπιστημιακού ασύλου σε ευκαιρία συναλλαγών με έναν υπόκοσμο που όταν δεν εμπορεύεται ναρκωτικά οργανώνει πάρτι σε χώρους διδασκαλίας, προπηλακισμοί «αντιδραστικών» διδασκόντων και δεσμοί με «προοδευτικούς» που προβιβάζουν αθρόα και τους πιο ανίκανους φοιτητές, προσηλυτίζοντάς τους σε σκοτεινές συλλογικότητες, συνιστούν τρέχοντα φαινόμενα της ακαδημαϊκής ζωής στη χώρα μας. Σε τέτοιον βαθμό, που να αναρωτιέται κανείς εάν τείνει να ισχύσει στα σχολεία μας ό,τι και στις φυλακές. Να κινδυνεύουν, δηλαδή, οι εισαγόμενοι στα μεν ή στις δε να βγουν με μεγαλύτερη ροπή στην παραβατικότητα από την όποια διέθεταν μπαίνοντας.
Για τις φυλακές φαίνεται να έχει βρεθεί μια παράδοξη λύση. Ακόμη και οι βαριά καταδικασμένοι απελευθερώνονται μόλις εκτίσουν μικρό μέρος της ποινής, ώστε να αποφευχθεί ο περαιτέρω εθισμός τους στα κακουργήματα από τον στενό συγχρωτισμό με άλλους, χειρότερους βαρυποινίτες. Σε αυτό το πνεύμα, λύση για τα σχολεία θα μπορούσε να αποτελεί το να στέλνονται όλα τα παιδιά στο εξωτερικό, να κλείσουν εκεί έναν κύκλο σπουδών από το δημοτικό ως το πανεπιστήμιο, και έπειτα να επιστρέφουν εδώ να εργαστούν, αντί να κάνουν εδώ σπουδές και να μεταναστεύουν στη συνέχεια. Ακόμη κι αν η επιστημονική επάρκεια που θα αποκτούν δεν υπερβαίνει την όποια θα αποκτούσαν εδώ, εφόσον σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες θα παίρνουν εγκαίρως αγωγή δημοκρατικού πολίτη, θα βδελύσσονται, μετά, κάθε συμμετοχή σε χρυσαυγίτικα πογκρόμ ή σε ρουβικωνικές επιδρομές.
Οπως οι καταδικασμένοι που αποφυλακίζονται πρόωρα, ώστε να μην τελειοποιηθούν στην αδικοπραγία, έτσι και τα παιδιά που θα αποφύγουν το κλίμα του ελληνικού σχολείου θα διασώζονται από το μίσος προς την αντίθετη άποψη. Από ό,τι, δηλαδή, κυριαρχεί στην ελληνική κοινωνία, όπου στέκει αδιανόητο για οποιαδήποτε ομάδα να δεχτεί πως οι απόψεις της μπορεί να περιέχουν υψηλό βαθμό σφαλμάτων και άρα να προθυμοποιείται να τις ξαναδεί, ανά πάσα στιγμή, υπό το φως απόψεων που υποστηρίζουν άλλες ομάδες. Η κοινωνία των μαχαιροβγαλτών, την οποία εισηγείται η Χρυσή Αυγή λ.χ., ή η «κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής», την οποία διεκδικεί η κομμουνιστική Αριστερά, δεν επιδέχονται καμιά συμβίωση με αντιφρονούντες. Και αν αυτές είναι οι πιο χαρακτηριστικές ακρότητες, υπάρχουν πολλές ακόμη, λιγότερο καταφανείς αλλά όχι λιγότερο πολεμοχαρείς.
Δικαίως ή αδίκως, προσάπτουμε πολλά στους λοιπούς Ευρωπαίους –την υπέρ το δέον νομιμοφροσύνη των Γερμανών, την υπεροψία των Γάλλων, την τσιγκουνιά των Ολλανδών, την ψυχρότητα των Αγγλων, κ.ο.κ. Στις χώρες τους, όμως, οι οπαδοί του Χίτλερ ή εκείνοι του Στάλιν δεν υπερβαίνουν πλέον το 1%. Οι πολίτες τους έχουν εμπεδώσει πως όποιο κόμμα και αν επικρατεί κατά καιρούς, οφείλει να συμβιώνει με όλα τα άλλα ή και να συνεργάζεται μαζί τους. Πολιτικός αρχηγός που να δηλώνει σε προεκλογική καμπάνια «ή θα τους τελειώσουμε ή θα μας τελειώσουν» δεν υπήρξε στην Ευρώπη μετά τον πόλεμο. Το κράτος δεν θεωρείται λάφυρο του νικητή, εκεί, ούτε υπάρχουν σε δημόσιους τηλεοπτικούς σταθμούς εκπομπές ενημέρωσης στις οποίες μαζεύονται πέντε-έξι δημοσιογράφοι ποικίλων πολιτικών προελεύσεων για να διαμορφώσουν, σε μια «αίθουσα σύνταξης» κατά κάποιον τρόπο, ένα υβρίδιο που καθημερινά εκθειάζει την κυβέρνηση, στηλιτεύοντας όσους την αντιπολιτεύονται. Και θα ήταν αδιανόητο, εκεί, να χαρακτηρίσει ένας πρωθυπουργός, μιλώντας στη νεολαία του κόμματός του, «αγωνιστή όλων των δημοκρατών του κόσμου» κάποιον που έδωσε τη ζωή του για να φέρει τη δικτατορία του προλεταριάτου.
Οχι πως ο αλληλοσεβασμός των απόψεων εγκαταστάθηκε εύκολα στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Πήρε πάνω από 330 χρόνια στους Γάλλους λ.χ., μετά τη νύχτα του αγίου Βαρθολομαίου, να δεχθούν την απόλυτη θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους, και δυο παγκόσμιους πολέμους στους Γερμανούς, για να εμπεδώσουν ότι δεν υφίστανται φυλετικές ιεραρχίες ανώτερων και κατώτερων λαών. Κατάφεραν όμως έκτοτε, όλοι αυτοί, να κατανοήσουν πως το να συμβιβάζεσαι με τον όποιο αντίπαλό σου, υποχωρώντας ως προς τα περί κοινωνίας ιδανικά σου, είναι απείρως προτιμότερο από το να επιχειρείς να τα επιβάλλεις ασκώντας βία. Οχι τυχαία, στα σχολεία των άλλων ευρωπαϊκών χωρών διαπρέπουν μαθήματα και διαγωνισμοί ευγλωττίας, όπου μαθητές ή φοιτητές ασκούνται στο να αναπτύσσουν επιχειρήματα και να πείθουν ένα μεικτό ακροατήριο. Εδώ, σε σχολικά διαλείμματα δημοτικού ή γυμνασίου και σε φοιτητικές γενικές συνελεύσεις, η τάση είναι να πλακώσεις στο ξύλο όποιον «σου τη βγαίνει».
Στις συνθήκες των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, ο αριθμός των σχολείων διατηρεί κάποιαν ελπίδα να ανταγωνίζεται τον αριθμό των φυλακών. Αντίθετα, όταν στις εδώ σχολικές καταλήψεις κυριαρχεί το «ή εμείς ή αυτοί», όπως στους εντός φυλακής ανταγωνισμούς συμμοριών κρατουμένων, περισσότερο συγκλίνουν παρά αλληλοαναιρούνται φυλακές και σχολεία. Αλίμονο.
Ο κ. Πέτρος Μαρτινίδης είναι καθηγητής στο ΑΠΘ και συγγραφέας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ