«Τα βασικά επεισόδια του Εμφυλίου Πολέμου στην Ελλάδα, τόσο τα Δεκεμβριανά του 1944 όσο και η στρατιωτική αναμέτρηση του 1946-49, συνδέονται –έμμεσα, έστω –με τις εξελίξεις στην Πολωνία και με τις εκεί επιδιώξεις του Στάλιν και της Σοβιετικής Ενωσης». Αυτή ήταν η κατάληξη του κειμένου μου με τίτλο «Πολωνέζες και τσάμικα», στις «Εποχές» της 19ης Μαρτίου. Προσέθετα, μάλιστα, την ευχή να μακροημερεύσει το «Βήμα», παρά τα γνωστά προβλήματα που αντιμετωπίζει, ώστε να μπορέσω να επανέλθω. Το «Βήμα» δείχνει, λοιπόν, προς το παρόν να «μακροημερεύει», ή εν πάση περιπτώσει αποδεικνύεται «πολύ σκληρό για να πεθάνει». Τόσο το καλύτερο για όλους: εργαζομένους εκεί, γραφιάδες, και κυρίως αναγνώστες.
Ας ξαναπιάσω, λοιπόν, το νήμα με τα «τσάμικα». Με άλλα λόγια, ας επανέλθω στα γεγονότα που σημάδεψαν την πρώτη μεταπολεμική πενταετία στη χώρα μας. Οι αποτιμήσεις των Δεκεμβριανών και του Εμφυλίου δεν παύουν να πολλαπλασιάζονται, παρά την κατά καιρούς εξαγγελλόμενη λήθη και «εθνική συμφιλίωση», δείχνοντας έτσι ότι το τραύμα που έχει αφήσει η περίοδος 1946-49 παραμένει πολύ βαθύ. Ανεξαρτήτως ιδεολογικής ή πολιτικής οπτικής γωνίας, όλες –ή σχεδόν όλες –οι αποτιμήσεις για τα Δεκεμβριανά δείχνουν να συμπίπτουν/συγκλίνουν σε ένα σημείο: ο Στάλιν όχι μόνο δεν βοήθησε το ΚΚΕ να καταλάβει την εξουσία τον Δεκέμβριο του 1944, αλλά και αποδοκίμασε εν πολλοίς την απόφαση της ηγεσίας του να επιχειρήσει ένοπλη αναμέτρηση με τη νόμιμη κυβέρνηση της χώρας, και με τους Βρετανούς κατ’ επέκταση.
Ασφαλώς όλοι γνωρίζουμε τη διαβόητη «συμφωνία των ποσοστών» μεταξύ Τσόρτσιλ και Στάλιν τον Οκτώβριο του 1944, με βάση την οποία η Ελλάδα θα ανήκε στη σφαίρα επιρροής της Μεγάλης Βρετανίας. Προφανώς ο Στάλιν δεν είχε σκοπό να αθετήσει τη συμφωνία, και μάλιστα τόσο σύντομα, πολλώ μάλλον αφού εν τω μεταξύ φρόντιζε επιμελώς να κατοχυρώσει τα «αντισταθμιστικά οφέλη του» σε άλλες χώρες (Βουλγαρία, Ρουμανία, κ.ά.). Επίσης προφανώς, δεν έδωσε εντολή ο Στάλιν στο ΚΚΕ να καταλάβει την εξουσία. Αλλωστε, αν ήταν στις προθέσεις του να εντάξει την Ελλάδα με δυναμικά μέσα στο κομμουνιστικό στρατόπεδο, δεν θα είχε προηγουμένως «παραγγείλει» στο ΚΚΕ να υπογράψει τις συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας. Ισως, όμως, δεν είχε αντίρρηση να «αξιοποιήσει», κατά τρόπο που να συμβάλλει στην προώθηση των σχεδίων του, την αναμφισβήτητη μετακατοχική ισχύ του ΚΚΕ, αλλά και τη ρευστή κατάσταση που επικρατούσε στη χώρα μας (σχεδόν διαλυμένος κρατικός μηχανισμός, υπεροπλία του ΕΛΑΣ, κ.λπ.). Αλλωστε, υπάρχουν και μελετητές των γεγονότων του 1944 –όχι πολλοί, αλλά υπάρχουν –που έχουν υποστηρίξει ότι ο Ιωαννίδης και ο Σιάντος, όχι μόνο δεν θα οδηγούσαν ποτέ σε ένοπλη σύγκρουση το κόμμα τους, αλλά ούτε τη μύτη τους δεν θα φυσούσαν αν δεν είχαν την (έμμεση, διά της σιωπής έστω) συναίνεση του Στάλιν.
Εκεί κάπου έρχεται στο προσκήνιο και η σχέση των γεγονότων στην Ελλάδα με εκείνα στην Πολωνία, εκεί κάπου οι Πολωνέζες ανακατεύονται με τα τσάμικα. Με άλλα λόγια, οι ένοπλες συγκρούσεις στην Αθήνα θα μπορούσαν να είναι «αξιοποιήσιμες» από τον Στάλιν, προκειμένου να παζαρέψει τη μη υποστήριξή του στον μαχόμενο ΕΛΑΣ με αντίστοιχη μη υποστήριξη εκ μέρους των Δυτικών στο πολωνικό κίνημα αντίστασης, το οποίο, παρά το στραπάτσο της Εξέγερσης της Βαρσοβίας τον Αύγουστο του 1944, παρέμενε αξιόμαχο, και βέβαια πιστό στην εξόριστη πολωνική κυβέρνηση του Λονδίνου.
Οι «αντιπερισπασμοί» και οι υπολογισμοί, τα «αντισταθμιστικά οφέλη» και οι σκέψεις για «αξιοποίηση», είχαν προφανώς υψηλό κόστος για την Ελλάδα γενικά, αλλά και για το κραταιό τότε ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα ειδικότερα. Αλίμονο, όμως, αν ο «ηγέτης του παγκόσμιου προλεταριάτου» άφηνε να επηρεαστούν οι αποφάσεις του και οι κινήσεις του από τέτοιου είδους «μικροαστικούς συναισθηματισμούς». Πάνω απ’ όλα έβαζε, ως γνωστόν, τα συμφέροντα του «επαναστατικού κινήματος», τα οποία βέβαια ενσάρκωνε η «μεγάλη σοβιετική πατρίδα». Απέναντι σε έναν τόσο «μεγάλο», τόσο «ιερό» σκοπό, πόσο μέτραγαν μερικές χιλιάδες έλληνες κομμουνιστές; Με πιο σύγχρονους όρους, θα μπορούσαμε να πούμε ότι όλοι εκείνοι που το ΚΚΕ τούς έριξε σε μια περιπέτεια χωρίς προοπτική και χωρίς λογική τον Δεκέμβριο του 1944 θεωρούνταν «αναλώσιμοι» για το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα.
Λίγο-πολύ το ίδιο μοτίβο θα το ξανασυναντήσουμε και στην ένοπλη κομμουνιστική εξέγερση του 1946-49. Αυτό που έκαιγε τον Στάλιν ήταν να σιγουρέψει τον μεταπολεμικό έλεγχο των όμορων προς τη Σοβιετική Ενωση χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, και κυρίως της Πολωνίας. Η Πολωνία ήταν ο προαιώνιος εχθρός, η Πολωνία ήταν ο απειλητικός γείτονας κατά τον μεσοπόλεμο, η Πολωνία ήταν (ο) κρίσιμος κρίκος της μεταπολεμικής σοβιετικής κυριαρχίας στην Κεντρική και στην Ανατολική Ευρώπη. Εκεί λοιπόν, στην Πολωνία, τα πράγματα ήταν ακόμη λίγο ζόρικα για τον Στάλιν. Οι Πολωνοί εξακολουθούσαν να αντιδρούν. Στα δάση εξακολουθούσε να υπάρχει την ίδια εκείνη περίοδο (1946-49) αντάρτικο κατά της κατ’ ουσίαν κατοχής της χώρας από τον Κόκκινο Στρατό. Και πάλι «συμψηφιστικά» και «αντισταθμιστικά» λοιπόν, ίσως ο Στάλιν να μην είχε αντίρρηση να υπάρχει ένα ενοχλητικό, για τους Βρετανούς αρχικά και για τους Αμερικανούς εν συνεχεία, αντάρτικο στα βουνά της Ελλάδας, το οποίο να μπορεί να το «αξιοποιεί» κατά το δοκούν για διαπραγματευτικούς λόγους.
Να, λοιπόν, ποιοι «χόρεψαν» τα ματοβαμμένα «τσάμικα» και ποιοι τα έβλεπαν απλώς σαν μία ακόμα κίνηση στα γεωπολιτικά (επενδυμένα, βέβαια, με ιδεολογικό μανδύα) παίγνιά τους. Για τον Στάλιν και το καθεστώς του τι σημασία είχε η ζωή μερικών χιλιάδων Ελλήνων, κομμουνιστών και μη; Κατά τη δεκαετία του 1930, δεν είχε διστάσει να εξοντώσει, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο (εκκαθαρίσεις, γκουλάγκ, λιμοί, κ.ά.), περίπου 5.000.000 σοβιετικούς πολίτες, εκατοντάδες χιλιάδες μέλη του Κόμματος, ακόμα και όλη την παλιά φρουρά των Μπολσεβίκων. Για τον Ιωαννίδη και τον Μπαρτζώτα, για τον Γούσια και τον Βλαντά, ή μήπως για τους «μοναρχοφασίστες» (sic) του αντίπαλου στρατοπέδου, θα καθόταν να σκάσει;
Τι τραγωδία! «Βάσκανος μοίρα», που έλεγαν και οι παλαιότεροι, έφερε έτσι τα πράγματα ώστε τα όνειρα εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων για έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο να τα διαχειρίζεται ένας μηχανισμός που συνέθλιβε με τον πιο κυνικό τρόπο έννοιες όπως άνθηση της προσωπικότητας και αυτοκαθορισμός, ένα καθεστώς που θα κατέληγε σταδιακά να εκπροσωπεί τα power politics στην πιο ωμή και απροκάλυπτη εκδοχή τους.
Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ