Χρησιμοποιούμε καθημερινά μετωνυμίες, μεταφορές, συνεκδοχές ή ευφημισμούς. Λέμε «η Αθήνα», εννοώντας η ελληνική κυβέρνηση, «οι Βρυξέλλες», εννοώντας οι θεσμοί της Ευρωπαϊκής Ενωσης, «αλεπού», εννοώντας παμπόνηρος, «Ιούδας», εννοώντας προδότης, «κεραμίδι», εννοώντας σπίτι, «Ευμενίδες», εννοώντας Ερινύες. Χάρη σε τέτοια σχήματα ο λόγος αποκτά ζωντάνια και, ανάλογα με τη δοσολογία ή τις περιστάσεις, ποιητική χροιά. Συμβαίνει όμως, πολύ συχνά, να χανόμαστε σε αυτά τα σχήματα.
Οταν οι κουκουλοφόροι μαντράχαλοι του «Ρουβίκωνα» ορμούν να δείρουν υπαλλήλους εταιρειών και να κάνουν γυαλιά-καρφιά τα γραφεία τους, ακριβώς όπως οι μαντράχαλοι της Χρυσής Αυγής έδερναν μετανάστες και έκαναν γυαλιά-καρφιά τους πάγκους τους, πώς μπορεί να εκλαμβάνεται ως «αριστερός ακτιβισμός» το ένα, ως «φασιστική συμπεριφορά» το άλλο; Περί κανονικής, κανονικότατης, αλητείας πρόκειται, και στις δύο περιπτώσεις. Η «παρεμπόδιση των δημοπρασιών», την οποία επικαλούνται οι μεν, είναι τόσο έγκυρη όσο και η «καθαρότητα της φυλής», την οποία επικαλούνται οι δε. Ομοίως, όταν ένα πλουσιόπαιδο παίρνει τη «Ferrari» του (ακόμη μία μετωνυμία) και προκαλεί θανατηφόρο δυστύχημα, ακριβώς όπως το παιδί ενός φτωχού βιοπαλαιστή παίρνει το μηχανάκι του και προκαλεί άλλο θανατηφόρο, γιατί το πρώτο πρέπει να θεωρείται «δυστύχημα με ταξικό πρόσημο», ενώ το άλλο να συνιστά απότοκο κακής συγκυρίας και να τιμωρείται, ενδεχομένως, με χαμηλότερη ποινή; Περί της ίδιας εγκληματικής φιλεπιδειξίας πρόκειται, και καμιά μετωνυμία δεν διαφοροποιεί τη μία από την άλλη περίπτωση.
Σε ανάλογο πλαίσιο, αν κάποιος δηλώνει ότι: «κακώς ο ΣΥΡΙΖΑ βιάστηκε να έρθει στην εξουσία, έπρεπε να περιμένει να κλείσουν τις διαπραγματεύσεις οι άλλοι και να κερδίσει τις εκλογές το 2016», η δήλωσή του μπορεί να χαρακτηριστεί ως σκέψη «αργοπορημένης ωριμότητας», ως «ύστερη σοφία» ή ως κάτι ανάλογο. Αν όμως τη δήλωση την κάνει, αυτολεξεί, συριζαίος ευρωβουλευτής που απολαμβάνει τα προνόμια του αξιώματός του έχοντας συμβάλει σε όλη την έξαψη του 2014 –εκείνη που απέρριπτε ως Πρόεδρο Δημοκρατίας «ακόμη και τον ίδιο τον Θεό», ώστε να έρθει πάραυτα το κόμμα του στην εξουσία -, νομίζω πως η «ύστερη σοφία» συνιστά έναν ευφημισμό της θρασύτητας.
Ομοίως, αν άλλος συριζαίος βουλευτής επιπλήττει ως κακόπιστους όποιους κρίνουν ότι «όταν τα μέτρα του Μνημονίου τα εφαρμόζει η ΝΔ είναι εντάξει, ενώ όταν τα εφαρμόζει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι απαράδεκτα», διατυπώνει μια στρεψόδικη συνεκδοχή –με τον μερικώς ορθό συλλογισμό να περνά ως συνολικά ορθός. Δεδομένου ότι το κόμμα του ήρθε στην εξουσία ως ριζοσπαστικά αριστερό, διακηρύσσοντας Urbi et Orbi πως δεν θα κάνει ό,τι οι προηγούμενοι, το να καταλήγει στα ίδια καθιστά την αριστεροσύνη του μετωνυμία της αχρειότητας.
Αρχίζει να σκέπτεται κανείς μήπως αυτές οι σχέσεις δεν είναι συγκυριακά μετωνυμικές, αλλά υπάρχει κάποια βαθύτερη συνάφεια που τις τροφοδοτεί. Ηδη τον Μάρτιο του 1917, στην Πετρούπολη, οι εξεγερμένοι κατά του Τσάρου άνοιξαν τις φυλακές και απελευθέρωσαν τους πολιτικούς όσο και τους ποινικούς κρατουμένους. Το ενδιαφέρον είναι ότι οι απελευθερωμένοι πολιτικοί κρατούμενοι επέστρεψαν στις όποιες πολιτικές παρατάξεις τους, ενώ οι ποινικοί έσπευσαν μαζικά να ενταχθούν στις πιο ακραίες εκδοχές της Αριστεράς και να υποστηρίξουν το σύνθημα του Λένιν: «πλιατσικολογήστε τους πλιατσικολόγους». Ο βουλευτής που απέδωσε «ταξικό πρόσημο» στο πρόσφατο δυστύχημα με τη «Ferrari», συμπλήρωσε τη δήλωσή του λέγοντας: «Εγώ δεν θα μπορούσα να αγοράσω τόσο ακριβό αυτοκίνητο». Νομίζω πως αυτό το συμπληρωματικό σχόλιο αποκαλύπτει ότι ελάχιστα άλλαξαν από το 1917, με μια ορισμένη Αριστερά να εξακολουθεί να εμπνέεται από τον φθόνο του πλούτου περισσότερο, παρά από την αγάπη του δίκιου και της ελευθερίας.
Ετσι ή αλλιώς, η διάκριση «Αριστεράς – Δεξιάς» ξεκινά με μια μετωνυμία –με τη διάταξη των εκπροσώπων του γαλλικού λαού στη «Συνέλευση» του 1789. Τότε, πράγματι, αριστερά συνέβη να κάτσουν οι υπέρμαχοι της προόδου, της ισότητας και της αλληλεγγύης, δεξιά εκείνοι του συντηρητισμού, του αυταρχισμού και της εθνικής ταυτότητας. Υπήρχαν όμως οι αξίες της ελευθερίας, της αξιοκρατίας, της δικαιοσύνης και της δημιουργικής εργασίας, τις οποίες συμμερίζονταν, σε διαβαθμίσεις έστω, άτομα και των δύο πλευρών. Αλλά, έκτοτε, ο ενδιάμεσος χώρος παραγράφεται σε κάθε οξεία σύγκρουση των άλλων δύο, με τους υποστηρικτές του να πλήττονται αμφίπλευρα –από τις γκιλοτίνες του Ροβεσπιέρου μέχρι τις εξορίες της χουντικής Ελλάδας και τις κατακρημνίσεις αντιφρονούντων από ελικόπτερα, στην Αργεντινή του ’80.
Στην Ελλάδα, όπου προτιμάμε τους αγώνες για μια δίκαιη κοινωνία από την ίδια την επίτευξή της, οι οξείες συγκρούσεις που παραγράφουν τις κοινά αποδεκτές αξίες δεν αμβλύνονται ποτέ. Οι μετωνυμίες, έτσι, επικρατούν σε βάρος κάθε διαυγούς κυριολεξίας. Στην «Αριστερά», η έμφαση στην ισότητα επικαλύπτει την ισοπέδωση, η καταγγελία του κλοπιμαίου πλούτου επικαλύπτει την καταγγελία κάθε πλούτου (ακόμη και του πνευματικού, ως ανοίκειου καρπού οικονομικής ευμάρειας) και στο ταξικό μίσος το «ταξικό» δικαιώνει το γνήσιο μίσος, τον φθόνο και την προσδοκία απαλλοτριώσεων.
Καιρός να αντιληφθούμε πως η ανιδιοτέλεια, η στράτευση στην υποστήριξη φτωχών και αδικημένων, η πίστη στην αλληλεγγύη των λαών και μια διαρκής αγάπη προς την ευρυμάθεια, εντάσσονται μόνο στις μετωνυμίες της αριστεροσύνης –τις συνδεόμενες με ξερονήσια κι ελέγχους κοινωνικών φρονημάτων στη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Στις μετωνυμίες της αριστεροσύνης εντάσσονται όμως, εξίσου, και η στρεψοδικία, η θρασύτητα ή η αχρειότητα. Ισως να οφείλουμε ευγνωμοσύνη στον ΣΥΡΙΖΑ, για το ότι μας αποκάλυψε και αυτή την πλευρά.
Ο κ. Πέτρος Μαρτινίδης είναι καθηγητής στο ΑΠΘ και συγγραφέας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ