Σε προηγούμενο άρθρο προσπαθήσαμε να δώσουμε την εσωτερική διάσταση της έννοιας «ουτοπία», όπως μπορεί να τη ζει σήμερα ένας πολίτης της χώρας μας. Η ουτοπία ομορφαίνει τη ζωή. Αμβλύνει τη σκληρή πραγματικότητα. Οταν αξιοποιείται από ανθρώπους με χάρισμα μπορεί να μεταβληθεί σε έργο τέχνης, καμιά φορά σε αριστούργημα. Υπάρχουν όμως και ανθρώπινες δραστηριότητες, όπου η εμφάνισή της και η συχνή χρήση της αναιρεί την ουσία. Ενας τέτοιος χώρος είναι και η οικονομική ανάλυση. Η προσφυγή στην ουτοπία, όταν μιλάμε για οικονομικά δεδομένα, μπορεί να οδηγήσει σε τελείως λανθασμένα συμπεράσματα και να γίνει η αιτία για την εφαρμογή πολιτικών που κάνουν εκατομμύρια ανθρώπους να υποφέρουν.
Πριν από καιρό, η κυβέρνηση ανακοίνωσε θριαμβευτικά την ύπαρξη πρωτογενών πλεονασμάτων από την τρέχουσα διαχείριση του προϋπολογισμού του έτους 2016, τα οποία ξεπερνούσαν κατά πολύ τον προβλεπόμενο μνημονιακό στόχο και δημαγωγώντας ξεδιάντροπα, έσπευσε να προαναγγείλει ότι τα πλεονάσματα αυτά θα διατεθούν για την ανακούφιση όσων υποφέρουν περισσότερο από τις μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις.
Λυπάμαι αν κάποιους απογοητεύσω, αλλά αυτή η προαναγγελία έχει πιθανότητα να συμβεί λίγο μεγαλύτερη από την υπόσχεση ότι μερικά θύματα της σημερινής περιοριστικής πολιτικής θα κερδίσουν οπωσδήποτε ένα μεγάλο ποσό ενός από τα υφιστάμενα λαχεία, με τη διαφορά όμως ότι στην αγορά λαχείου (optio spei) ο αγοραστής ήξερε τις συγκεκριμένες πιθανότητες της κλήρωσης. Ενώ στη σημερινή πρακτική της κυβέρνησης το απίθανο και ενδεχόμενο γεγονός εμφανίζεται ως βέβαιο.
Το πλεόνασμα απλώς δεν υπάρχει. Σχηματίστηκε με κάποιον τρόπο συγκεντρώνοντας Ταμεία που έχασαν την αυτοτέλειά τους και στηρίζεται στην εξαπάτηση της ενδιαφερόμενης κοινής γνώμης.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, ενώ τα εισοδήματα των μισθωτών, που αποτελούν την κύρια δύναμη των καταναλωτών, μειώθηκαν και καταγράφονται λογιστικά, η τρέχουσα ζήτηση, όπως εκτιμήθηκε με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα, αυξήθηκε τουλάχιστον κατά 2%. Αυτό το εκ πρώτης όψεως παράδοξο οφείλεται σε ένα συνηθισμένο και προχωρημένο σύμπτωμα κρίσης. Τα λογιστικά μεγέθη δεν αντιστοιχούν στην πραγματική οικονομία. Αφενός διευρύνεται η ήδη εξαιρετικά αναπτυγμένη στη χώρα μας μαύρη οικονομία. Αποκρύπτονται δηλαδή συστηματικά λογιστικά μεγέθη που μπορούν να οδηγήσουν στην αύξηση της φοροδοτικής ικανότητας του συναλλασσομένου. Φαίνεται όμως ότι, από ένα σημείο και πέρα, σημειώνεται μια ακόμη πιο επικίνδυνη τάση να ανταλλάσσουν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις προϊόντα έναντι προϊόντων χωρίς να περνούν από τον χρηματικό υπολογισμό τους. Ιδιαίτερα στην ύπαιθρο φαίνεται ότι αυτό συμβαίνει σε μεγάλη έκταση.
Οι παλιότεροι από εμάς έχουν τραγικές αναμνήσεις από τη γενίκευση ενός τέτοιου συστήματος στην Κατοχή και τα αμέσως επόμενα χρόνια. Χρειάστηκε μεγάλη προσπάθεια και πολλές θυσίες για να επανέλθει το χρήμα και να λειτουργήσει φυσιολογικά η αγορά. Αν τα παλικάρια της κυβέρνησης ΤσιπρΑΝΕΛ το κατάφεραν αυτό, δηλαδή την υποβάθμιση της ελληνικής οικονομίας, που παραμένει, παρ’ όλα όσα συμβαίνουν, μια από τις 30 πιο αναπτυγμένες οικονομίες του κόσμου, τότε πραγματικά πρέπει, νομίζω, κάθε διεστραμμένος εγκέφαλος να τους απονείμει ευαρέσκεια. Ισως, μάλιστα, βαθιά μέσα στον συγκεχυμένο νοητό κόσμο τους, όπου συνωθούνται οι ξεπερασμένες οικονομικές, μαρξιστικές θεωρίες του 19ου αιώνα και σύγχρονες αντιλήψεις, να έχουν την αίσθηση ότι κάνουν ένα βήμα προς την κατάργηση του κράτους. Βέβαια ο Μαρξ και ο συνεργάτης του Ενγκελς έβλεπαν την κατάργηση του κράτους ως επιστέγασμα μιας θριαμβευτικής πορείας εκλογικευμένης ανάπτυξης. Σήμερα οι ΤσιπρΑΝΕΛ εφηύραν τον ελληνικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό, που είναι η γενίκευση της βαρβαρότητας και η κατάργηση της αγοράς.
Η δυσπραγία των ανθρώπων δεν τους ενδιαφέρει. Κάπου κατέκτησαν το δικαίωμα να εφαρμόσουν τη δικιά τους ουτοπία σε ου τόπον. Ας τους θυμίσουμε, όσο το δυνατόν πιο γρήγορα, ότι ο ου τόπος αυτός λέγεται Ελλάδα και είμαστε και εμείς εκεί.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ