Συμπληρώνεται ένας χρόνος από την ημέρα που μας άφησες, αγαπημένε φίλε. Θυμάμαι τις ζωγραφιές από την τελευταία σου έκθεση, τις εντυπώσεις που είχες προοικονομήσει, ανεπαισθήτως για τους τρίτους, με σχολαστική όμως εκ μέρους σου περίσκεψη.
Τραχιά, στεγνή, αιχμηρή, από κατσάβραχο που αυθαδιάζει στον ουρανό και ερωτικά τυλίγεται με τη θάλασσα, η ζωγραφική που μας έδειξες το καλοκαίρι του 2015 στο ίδρυμα Θεοχαράκη. Δικαιώνει απόλυτα την προκλητική προμετωπίδα του καταλόγου – Επιμένω να ζωγραφίζω. Κληροδοσία ενός πείσματος που από νεαρό παιδί κανοναρχεί την ανάγκη σου την ακατεύναστη να αποδώσεις τον πλούσιο κραδασμό του ποιητή με τα φτωχά υλικά του ζωγράφου.
Ζόρικη δουλειά που ακόμα δεν την έχεις εξαντλήσει, καθώς τίποτε στη ζωγραφική σου δεν επαναλαμβάνεται αφού αποτελεί σταθερά γέννημα και διακλάδωση, διάχυση και εξέλιξη αυτού που προηγήθηκε, προλογική υπόσχεση αυτού που επίκειται.
Η δουλειά της ψυχής και των χεριών σου, αντίθετα με ό,τι θα ήταν λογικό και δικαιολογημένο να συμβαίνει, είναι ακόμα σε εξέλιξη. Το δείχνουν αυτό τα περισσότερα έργα που ξεχώρισα ως σπουδή του στεγνού, αυστηρού χρωματικού κανόνα που επιβάλλεις και αποδίδει ποιητική τραχύτητα στην έκφρασή σου. Είναι μέσα από αυτή την επιμονή που συνεχίζεις να δουλεύεις το λευκό και το μαύρο με τα εξαίσια μελάνια, αντικλασική απόκριση ενός κλασικού στη διαρκή υμνολογία των θαυμαστών περί «χρωματιστή ζωγράφου».
Τα σχήματα λιτότητας με τα οποία έχεις αντικαταστήσει την εξίσωση όγκος=χρώμα πάνε βαθύτερα από την ευφρόσυνη, ακαταμάχητα φωνακλάδικη επιφάνεια του χαρακτήρα σου. Οδηγούν αυτόν που στέκεται μπροστά τους στο βαθύτερο συστατικό της ψυχής και του νου σου: την ποιητική έφεση. Εύστοχα το συλλαμβάνει η Δημουλά με το σιμωνίδειο σπάραγμα που παραθέτει στο κείμενό της.
Ετσι, συνειδητά ή ασύνειδα, δεν είναι μονάχα χρονολογική η σήμανση, κάτω από τον τίτλο της έκθεσης, «Ζωγραφική 2010-2014». Είναι ταυτόχρονα συμβολική, με τον δικό σου τρόπο, του πάσχοντος τόπου, του τι περνάει η Ελλάδα σε αυτή τη σκληρή στον ατομικό και στον συλλογικό μας βίο πενταετία.
Υπάρχουν, Τέτση μου, δυο λογιών καλλιτέχνες-ποιητές: εκείνοι που τα έχουν πει όλα και εκείνοι που ακόμα έχουν να πουν, να μετατρέψουν την άχαρη ουσία στον στοιχειωμένο λόγο της εικόνας. Σε αυτή την άκρη στέκει ο Τέτσης σοβαρός, λάμπει ακέραιος και αρτιωμένος.
Στις 5 Μαρτίου 2016 ο κύκλος της βιολογικής σου υπόστασης έκλεισε. Ο άλλος, ο πνευματικός, της άυλης μα και συνάμα τόσο σωματικής σου αισιοδοξίας, θα τυλίγει πάντα τωρινούς και μελλούμενους θεατές της τέχνης σου σαν «του κόσμου διάφανο μαγνάδι».


Ο κ. Αντώνης Κωτίδης είναι καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ