Θα μπορέσει τελικά η Ελλάδα να σταθεί, να (παρα)μείνει στην Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ);
Το εφιαλτικό ερώτημα ξαναπροβάλλει αμείλικτο. Ολο και περισσότεροι Ευρωπαίοι φθάνουν στο συμπέρασμα ότι το μέλλον της Ελλάδας στην ΕΕ είναι εντελώς αβέβαιο ή ακόμη και προδιαγεγραμμένο: η χώρα θα αναγκασθεί αργά ή γρήγορα να αποχωρήσει από την ευρωζώνη και εάν βεβαίως συμβεί αυτό είναι σχεδόν αναπόφευκτο ότι θα αναγκασθεί να εγκαταλείψει και την Ευρωπαϊκή Ενωση συνολικά. Διαφορετικά δεν γίνεται. Το συμπέρασμα ότι, αντίθετα με τις άλλες χώρες που μπήκαν και βγήκαν από πρόγραμμα/μνημόνιο (Πορτογαλία, Ιρλανδία, Κύπρος), η Ελλάδα συνιστά μια «ξεχωριστή, ειδική περίπτωση» εμπεδώνεται όλο και περισσότερο. Το διατυπώνουν πλέον ανοικτά και ανεπιφύλακτα σχεδόν οι πάντες. Ανάμεσά τους και ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ –ESM) Κλάους Ρέγκλινγκ, ο οποίος κάπως απελπισμένα επαναλαμβάνει σε κάθε ευκαιρία ότι «η Ελλάδα είναι ειδική περίπτωση καθώς πουθενά η κλίμακα των προβλημάτων δεν είναι τόσο μεγάλη». Το χειρότερο είναι ότι η Ελλάδα εμφανίζεται όχι απλώς να είναι «ειδική περίπτωση» αλλά κυρίως «αθεράπευτη περίπτωση», χώρα που δεν θέλει δηλαδή να αλλάξει, να ξεπεράσει τις παθογένειες, τις αδυναμίες, τις αγκυλώσεις της ιδιαιτερότητάς της, της εξαιρετικότητάς της και να προσεγγίσει έναν βαθμό ευρωπαϊκής κανονικότητας.
Είτε κανείς ανιχνεύει το μακροπολιτικό επίπεδο (δεύτερη αξιολόγηση προγράμματος διάσωσης, διαχείριση προσφυγικού/μεταναστευτικού ζητήματος, ιδιωτικοποιήσεις) είτε το μικροπολιτικό (πρόταση για την εκπλήρωση του… Τάματος του Εθνους χρονολογούμενου από το 1829, αντίδραση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου στην πρόταση της Gucci κ.λπ.) το συμπέρασμα είναι το ίδιο για έναν εξωτερικό παρατηρητή. Η χώρα δεν θέλει να αλλάξει. Ζει στον εσωτερικό της εσώκλειστο μικρόκοσμο. Βλέπει σταθερά στο παρελθόν. Αδυνατεί να κοιτάξει το μέλλον. Και δεν θέλει να αλλάξει γιατί οι πολύχρωμες τοξικές δυνάμεις του εθνολαϊκισμού και της υπανάπτυξης καταγράφουν πολύπλευρη επικράτηση στο πολιτικό σύστημα και διαδικασία της χώρας (με πρώτη και σημαντικότερη την παρουσία των ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ στην κυβέρνηση) ενώ οι δυνάμεις της μεταρρύθμισης, του εκσυγχρονισμού, του ευρωπαϊκού προσανατολισμού βρίσκονται κατακερματισμένες στο πολιτικό περιθώριο της αναποτελεσματικότητας. Με άλλα λόγια, το πρόβλημα της χώρας είναι βαθύτατα πολιτικό. Κάτι που σημαίνει ότι οι δυνάμεις του εθνολαϊκισμού και της υπανάπτυξης κάθε απόχρωσης θα πρέπει να ηττηθούν για να ανακτήσει η χώρα την προοπτική τής εξόδου από την κρίση, την ιδιαιτερότητα και να επιστρέψει σε μια ευρωπαϊκή, εκσυγχρονιστική κανονικότητα.
Αλλά αυτό προϋποθέτει, πρώτα και πάνω απ’ όλα, ότι η Ελλάδα παραμένει στην ευρωζώνη και κατ’ επέκταση στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Εάν αυτό δεν διασφαλισθεί τότε οποιαδήποτε συζήτηση για το μέλλον της χώρας δεν έχει νόημα. Εξοδος από την ευρωζώνη/ΕΕ σημαίνει ολική καταστροφή και επιστροφή σε πρωτόγνωρες συνθήκες πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής υπανάπτυξης. Και δυστυχώς οι κυβερνητικοί χειρισμοί σχετικά με την υλοποίηση του προγράμματος διάσωσης επανέφεραν το Grexit (έξοδος από την ευρωζώνη) ως μια (έσχατη;) επιλογή για την επίλυση του ελληνικού προβλήματος. Το Grexit προβάλλει ως μια ακραία μεν πλην υπαρκτή επιλογή, ανεξάρτητα από το τι προβλέπουν οι Συνθήκες. Οι Συνθήκες, ως γνωστόν, δεν προβλέπουν ούτε την εθελούσια έξοδο/αποχώρηση ούτε την αποβολή/εκδίωξη χώρας-μέλους από την ευρωζώνη. Η Συνθήκη της Λισαβόνας επιτρέπει την εθελούσια έξοδο από την Ευρωπαϊκή Ενωση συνολικά (περίπτωση Brexit). Ωστόσο το θέμα της αποχώρησης/αποβολής της Ελλάδας από την ευρωζώνη δεν είναι νομικό. Είναι πολιτικό. Και παραμένει ως μια ακραία επιλογή εάν μια χώρα παραμένει μια «αθεράπευτη περίπτωση» (incurable case) για το σύστημα. Δεν αποτελεί βεβαίως την πρώτη επιθυμητή επιλογή καθώς η αποχώρηση/εκδίωξη θα σηματοδοτούσε, στα μάτια των πολιτών τουλάχιστον, την έναρξη μιας διαδικασίας εξασθένησης της ευρωζώνης.
Το επιχείρημα ότι όταν στο παρελθόν τέθηκε το θέμα της εξόδου/Grexit οι ιθύνοντες της ΕΕ (και κυρίως η κυρία Ανγκελα Μέρκελ) συνειδητοποίησαν ότι οι συνέπειες για την ευρωζώνη συνολικά θα ήταν απρόβλεπτες και ως εκ τούτου το κεφάλαιο αυτό έκλεισε άπαξ και διά παντός, δεν ευσταθεί. Στο παρελθόν η ευρωζώνη δεν ήταν πράγματι και τόσο καλά προετοιμασμένη να απορροφήσει τους κραδασμούς από την αποχώρηση/εκδίωξη χώρας-μέλους. Σήμερα όμως είναι σε απείρως καλύτερη θέση για κάτι τέτοιο. Στο παρελθόν ο ευρωπαϊκός τραπεζικός τομέας ήταν ιδιαίτερα ευάλωτος και σε κάποιο βαθμό «στο έλεος του ελληνικού χρέους». Τώρα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Το ελληνικό χρέος έχει φύγει από τις τράπεζες/ιδιωτικό τομέα. Εχει περάσει σε θεσμούς (ESM) και κράτη. Επιπλέον έχει προχωρήσει σε σημαντικό βαθμό η τραπεζική ένωση (ενιαίες διαδικασίες επίβλεψης, εκκαθάρισης των τραπεζών κ.λπ.). Παράλληλα η Ενωση έχει αναπτύξει άλλους, πρόσθετους μηχανισμούς, θεσμικά μέσα και διαδικασίες για την προστασία της ευρωζώνης (από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας ως το πακέτο κανονισμών six/two pack κ.ά.). Επιπρόσθετα μια κρίση στην Ελλάδα δεν κρίνεται πλέον ότι είναι «μεταδοτική» (contagious). Αλλες χώρες δεν κινδυνεύουν από την ελληνική περίπτωση. Κινδυνεύουν για ενδογενείς λόγους ενδεχομένως (Γαλλία, Ιταλία). Με άλλα λόγια, η Ελλάδα δεν αντιπροσωπεύει πλέον συστημικό κίνδυνο.
Από την άλλη μεριά, νέοι δυνητικοί κίνδυνοι διαφαίνονται στον ορίζοντα για τη χώρα ενώ παραμένει ειδική περίπτωση, όπως οι προωθούμενες ιδέες για μια νέα διαστρωμάτωση της Ενωσης σε μορφές «διαφοροποιημένης ενοποίησης» (differentiated integration – «Ενωση πολλών ταχυτήτων», Core Europe, κ.λπ.).
Το καταληκτικό συμπέρασμα: η Ελλάδα χρειάζεται αλλαγή πλεύσης, στρατηγικής για να μην «επιστρέψει» από την Ευρώπη στα Βαλκάνια. Χρειάζεται αλλαγή κυβέρνησης. Το σημερινό κυβερνητικό σχήμα και δυνάμεις που το στηρίζουν διέπονται από βαθύτατο, τοξικό αντι-ευρωπαϊσμό που μοιραίως οδηγεί τη χώρα εκτός Ευρώπης.
Ο κ. Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ