Μνήμη Δ.Ν. Μαρωνίτη
Θησαυρισμένη στο μισόφωτο των προεφηβικών ημερών, για χρόνια η εφημερίδα ακουμπούσε σε διάφορα σημεία του σπιτιού αλλάζοντας χέρια: ο πατέρας τη διάβαζε κάθε μέρα από μέσα του και τις Κυριακές εις επήκοον της γιαγιάς η οποία σχολίαζε με ζήλο αυτά που άκουγε. Η μάνα μου της έριχνε διαγώνιες αναγνώσεις, κυρίως την Κυριακή, όταν είχε ανάπαυλα από τη λάτρα ολονών μας. Eνα κομμάτι του τοπίου «εν οίκω», αντικείμενο χωρίς χρήση, όπως και αρκετά άλλα, ήταν για μένα κάτι που ανήκε μόνο στους μεγάλους. Δεν θυμάμαι πότε την πρωτοπήρα στα χέρια μου, πρέπει να ήταν στις αρχές του γυμνασίου, ούτε μου έρχεται στον νου κάποιο συγκεκριμένο σημείο της που να το προτιμώ από τα άλλα –απλώς, μια και ζούσαμε μαζί τόσα χρόνια, άρχισα κι εγώ να τη διαβάζω.
Διαπίστωσα αυτά που είναι κοινός τόπος στην ιστορία του ελληνικού Τύπου: μια εφημερίδα με δημοκρατικές αρχές, που υπηρετούσε την ενημέρωση με επαγγελματισμό δυσεύρετα υψηλής στάθμης στην ποιότητα του ρεπορτάζ και των πολιτικών αναλύσεων. Ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτο ήταν ότι η εφημερίδα δημοσίευε άρθρα και επιφυλλίδες σημαντικών ανθρώπων, κείμενα που οι συντάκτες τους δεν ήταν δημοσιογράφοι αλλά πνευματικοί ταγοί της χώρας. Με τη σοφία τους, τα κείμενά τους γεφύρωναν το χάσμα ανάμεσα σε εκείνους που είχαν το προνόμιο να τους ακούν στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα και στον πολύ κόσμο. Ο λόγος του Βενέζη, του Τερζάκη, του Κ.Θ. Δημαρά, του Παπανούτσου, του Πολίτη, του Σαββίδη, του Μαρωνίτη και τόσων άλλων γινόταν εξακολουθητικά πάνδημος με τη δημοσίευσή του στην εφημερίδα με τη μεγαλύτερη κυκλοφορία στη χώρα επί δεκαετίες. Με τον καιρό, «ανεπαισθήτως» που λέει κι ο ποιητής, η εφημερίδα τρύπωσε στην προσωπική μου καθημερινότητα σαν ένα έντυπο σοβαρό και αξιοσέβαστο. Εννοείται ότι δεν ήταν η μόνη εφημερίδα που διάβαζα καθημερινά, ήταν όμως η μόνη που μοιραζόμουν με τον πατέρα. Από τότε που μας άφησε, η εφημερίδα του συνέχισε να έρχεται καθημερινά στο σπίτι και, ναι, ήταν και εξακολουθεί να είναι ένας δεσμός συνέχειας με εκείνον.
Ποτέ, ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα δεν είχα φανταστεί ότι μια μέρα θα έβλεπα δικό μου κείμενο στην εφημερίδα αυτή, κοντεύουν είκοσι χρόνια τώρα. Οχι μονάχα επειδή θα έδινε ικανοποίηση, είμαι σίγουρος, στον πατέρα αν ζούσε, όσο και για έναν άλλο λόγο: μην ξέροντας σε ποιον να απευθυνθώ, ζήτησα από το τηλεφωνικό κέντρο το όνομα του υπευθύνου, το έστειλα χωρίς κάποιος να με συστήσει και εμβρόντητος αλλά και περήφανος το είδα δημοσιευμένο την επόμενη Κυριακή. Από τότε, τα πρώτα βήματα στο «Βήμα», χωρίς να πάψουν να είναι κυρίως αναγνωστικά, πήραν και μια άλλη υπόσταση, τιμητική.
Ο κ. Αντώνης Κωτίδης είναι καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ