Εδώ και πολλά χρόνια, κοντεύουν οκτώ, παράγοντες του υπουργείου Εξωτερικών επιδιώκουν την αποδόμηση του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας ως ερευνητικού ιδρύματος και τη μετατροπή του σε «πολιτιστικό κέντρο». Παρόμοιες μεθοδεύσεις αποτελούν περιοδικές εξάρσεις μιας κατάστασης που έχει σχεδόν την ηλικία του Ινστιτούτου (65 χρόνια) και ταλάνισαν τους κατά καιρούς διευθυντές του, όλοι διαπρεπείς επιστήμονες με διεθνώς καταξιωμένο έργο. Η πρώην διευθύντρια Χρύσα Μαλτέζου, ομότιμη καθηγήτρια του ΕΚΠΑ και τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, δεν θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση αυτού του θλιβερού κανόνα.
Από την ίδρυσή του το Ινστιτούτο είναι η τρέχουσα ορατή, επιστημονικά παραγωγική και εθνικά αποδοτική έκφραση μιας ιστορικής παράδοσης αιώνων: της ελληνικής κοινότητας της Βενετίας. Η οποία, έως σήμερα, εξακολουθεί να είναι κάτοχος σημαντικής ακίνητης περιουσίας που τροφοδοτεί το Ινστιτούτο στα εννέα δέκατα (90%) του προϋπολογισμού του. Το υπόλοιπο 10% εισφέρεται από το υπουργείο Εξωτερικών. Το Ινστιτούτο διοικείται από τριμελή διαχειριστική επιτροπή με δύο οργανικά μέλη, τον πρόεδρο της ελληνικής κοινότητας, τον διευθυντή και ένα ex officio (τον εκάστοτε πρόξενο της Ελλάδας στη Βενετία) το οποίο και προεδρεύει.
Για όσους γνωρίζουν την παθογένεια των θεσμών που ασκούν ερευνητικό και εκπαιδευτικό έργο υπό εποπτεία
μηχανισμών άσχετων με αυτό τα παραπάνω στοιχεία αρκούν για να κουνήσουν με θλιμμένη κατανόηση το κεφάλι τους. Για τους υπόλοιπους μπορεί κανείς να εξειδικεύσει κάπως το πράγμα.
Ανέκαθεν ο γραφειοκρατικός μηχανισμός δυσφορεί όταν έχει να κάνει με πρόσωπα που επιλέγονται σε θέσεις ευθύνης εκτός υπηρεσιακής ιεραρχίας. Για το υπουργείο Εξωτερικών, το Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας (όπως είναι ο πλήρης τίτλος του) είναι μια τέτοια περίπτωση. Οι διευθυντές του, ακαδημαϊκοί με προσόντα και φήμη, διέθεταν το κύρος και τη δυνατότητα να προωθούν τους στόχους του μοναδικού ελληνικού επιστημονικού κέντρου στο διεθνές ακαδημαϊκό στερέωμα. Μολοντούτο δεν υπήρξε διευθυντής του Ινστιτούτου που να μη χρειάστηκε να παλέψει για την απρόσκοπτη άσκηση των καθηκόντων του –που είναι κυρίως η υποστήριξη, μέσω της βιβλιοθήκης και του αρχείου, των ερευνητικών δραστηριοτήτων στα πεδία της ιστορίας, της αρχαιολογίας και της τέχνης των βυζαντινών και μεταβυζαντινών χρόνων.
Είναι πασίγνωστο στη διεθνή επιστημονική κοινότητα ότι η συμβολή της Χρύσας Μαλτέζου υπήρξε τεράστια στη συντήρηση και την ανάδειξη της συλλογής των εικόνων (από τις σημαντικότερες εκτός Ελλάδος), τη στερέωση, αναστήλωση και συντήρηση των μνημειακών του κτιρίων (ναός του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων, Φλαγγίνειο Μέγαρο) με χορηγίες που η ίδια εξασφάλισε από τα Ιδρύματα Ωνάση και Νιάρχου. Επιπλέον συντηρήθηκε και η ακίνητη περιουσία του Ινστιτούτου που η εκμίσθωσή της αποφέρει τα εννέα δέκατα των εσόδων του. Στη δεκατετραετή θητεία της, πέρα από την προσωπική επίβλεψη των διδακτορικών διατριβών υποτρόφων, εκδόθηκαν δεκάδες επιστημονικές μονογραφίες, συλλογικοί τόμοι, ετήσιο διεθνούς φήμης επιστημονικό περιοδικό. Υπό την άμεση επίβλεψή της πραγματοποιήθηκε ταξινόμηση, καταλογογράφηση και ψηφιοποίηση όλου του αρχειακού υλικού και των κειμηλίων. Και μόνον, κοντά σε όλα αυτά, η έκδοση, με συγγραφέα την ίδια, του ογκώδους Οδηγού του Αρχείου, πολύτιμης πυξίδας για τους ερευνητές αλλά και οι ετήσιες αναλυτικές Εκθέσεις Πεπραγμένων και Λογοδοσίας είναι καθρέπτης μιας χρηστής, αυστηρής και υποδειγματικά λειτουργικής διοίκησης. Και αν όσα αναφέρθηκαν παραπάνω διαπιστώνονται ευχερώς από τον καθένα, υπάρχει επιπλέον η καθημερινή, αδιάκοπη φροντίδα και δράση της, όπως μαρτυρείται στο κείμενο διαμαρτυρίας που υπέγραψαν οι ίδιοι οι υπότροφοι του Ινστιτούτου στην παρέμβασή τους και επιγράφεται («Τι συμβαίνει στη Βενετία: η άποψη δεκάδων υποτρόφων και ερευνητών του Ελληνικού Ινστιτούτου με αφορμή τα αρνητικά πορίσματα ελέγχου που διενήργησε το υπουργείο Εξωτερικών», Το Βήμα, 20/11/2016).
Το Ινστιτούτο είναι η στέγη των υποτρόφων του, υποψηφίων διδακτόρων, οι οποίοι επιλέγονται με αυστηρές εξετάσεις από την Ακαδημία Αθηνών, ως επιστημονικά εποπτεύουσα αρχή. Παράλληλα η ακαδημαϊκή και ερευνητική κοινότητα της Ελλάδας και του εξωτερικού βρίσκει πάντοτε ανοιχτές τις πόρτες της βιβλιοθήκης, του αρχείου και των εγκαταστάσεων του Ινστιτούτου για μελέτη και έρευνα. Εδώ και πολλά χρόνια είχα την ευκαιρία να μελετήσω θέματα της αρμοδιότητάς μου και να γνωρίσω τρεις διευθυντές του. Είχα τη δυνατότητα να διαπιστώσω το πάθος τους για τον θεσμό που υπηρετούσαν. Και να αντιληφθώ ότι δεν είχαν να παλέψουν μόνο με την πραγματικότητα των προβλημάτων αλλά και με τα προβλήματα της (υπηρεσιακής) πραγματικότητας.
Η αφοσίωση της Χρύσας Μαλτέζου στην προκοπή του Ινστιτούτου έχει επανειλημμένως τιμηθεί με διακρίσεις, εθνικές και διεθνείς, δεν έχει επομένως ανάγκη συνηγορίας. Αλλά με το Ινστιτούτο υπό τη διεύθυνσή της επί 14 χρόνια (1998-2012) να έχει φθάσει στο απόγειο του κύρους του διεθνώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι την προσφορά του θεματοφύλακα ενός από τα έσχατα τιμαλφή του ελληνισμού κανείς δεν μπορεί να απαξιώσει, αντίθετα αξίζει να επαίρεται γι’ αυτήν.
Ο κ. Αντώνης Κωτίδης είναι καθηγητής στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ