Η απορία είναι απλή. Υπήρξε ηγέτης άλλης δημοκρατικής ευρωπαϊκής χώρας που έτρεξε στην Αβάνα να συμμετάσχει στο πένθος για τον Κάστρο;
Ούτε μισός. Μόνος ο δικός μας σηκώθηκε ανάμεσα στους Μαδούρους και στους Ορτέγκες να φωνάζει με άκομψη ελληνο-ισπανική οικειότητα «αντίο, Κομαντάντε» –λες και πολέμησαν μαζί στη Σιέρα Μαέστρα!
Το είδαμε λοιπόν κι αυτό. Φυσικά δεν μπορώ να γνωρίζω ποια είναι η ειδική σχέση ενός παιδιού από τους Αμπελόκηπους με την Κούβα.
Ο Αλέξης Τσίπρας όμως βάφτισε τον γιο του Ερνέστο (να του ζήσει…) κι ύστερα έσπευσε στο ξόδι του Κομαντάντε να διακηρύξει ότι και η Ελλάδα έχει «δυνάστες». Προφανώς εννοεί εκείνους που του έδωσαν δανεικά για να πετάξει στην Αβάνα.
Ο Εγγονόπουλος (που μέχρι Μπολιβάρ μπόρεσε να φτάσει…) ίσως αναρωτιόταν «στρατηγέ, τι ζητούσες στη Λάρισα, συ ένας Υδραίος;».
Συνολικά έχω την αίσθηση ότι η συζήτηση που συνόδευσε τον Πρωθυπουργό στην Κούβα ήταν άστοχη και αβασάνιστη.
Προσπερνώ το κόστος και τη σκοπιμότητα του ταξιδιού. Προσπερνώ την αντιδικία για τον Κάστρο –αν ήταν δικτάτορας, επαναστάτης ή και τα δύο. Προσπερνώ την αποτίμηση της κουβανέζικης επανάστασης.
Τα προσπερνώ διότι στις ευρωπαϊκές δημοκρατικές κοινωνίες που ζούμε όλα αυτά έχουν λυθεί εδώ και δεκαετίες ακόμη και στο επίπεδο του φαντασιώδους. Δεν έχουν σχέση μαζί μας.
Ειδικότερα στην Ελλάδα η ταυτότητα, οι αξίες, οι συντεταγμένες και οι προσανατολισμοί της χώρας έχουν κριθεί τελεσίδικα σε δύο διαφορετικές στιγμές: το 1949 με τη νίκη στον Εμφύλιο και το 1974 με την αποκατάσταση της δημοκρατίας.
Εξ όσων μπορώ να αντιληφθώ άλλωστε, κανένας δεν αμφισβητεί σοβαρά και επί της ουσίας τη διπλή αυτή ετυμηγορία. Θα το είχαμε ακούσει.
Ως εκ τούτου, θεωρούμε δεδομένο ότι ο «κόσμος του Κάστρο» και ο δικός μας κόσμος δεν τέμνονται πουθενά –όποια γνώμη κι αν διατηρεί ο καθένας για τον έναν ή τον άλλο… Ούτε ο Κολοκοτρώνης μάς ενώνει, ούτε ο Μάρκος Μπότσαρης, ούτε «του Διακογιάννη η φωνή».
Αλλοι εμείς, άλλοι εκείνοι, κι αυτό δεν χρειάζεται να αναλυθεί, ούτε να εξηγηθεί. Προκύπτει αυτονόητα από την ιδιοσύσταση και την ιδιοσυγκρασία του κάθε κόσμου.
Από πού κι ως πού λοιπόν γίναμε η μοναδική δημοκρατική ευρωπαϊκή χώρα που εκπροσωπείται σε ανώτατο επίπεδο στην κηδεία ενός ανθρώπου με τον οποίο δεν μας συνδέει τίποτε και στη φιέστα ενός καθεστώτος με το οποίο ούτε έχουμε, ούτε θέλουμε να μοιραστούμε κάτι;
Ποια ανάγκη και ποιος υπολογισμός μάς οδήγησαν εκεί;
Είναι αλήθεια πως όταν ακούω την αντιπρόεδρο της Κοινοβουλευτικής Ομάδας Φιλίας Ελλάδας – Κούβας Νίνα Κασιμάτη να δηλώνει ότι «η Ιστορία έχει ήδη δικαιώσει τον Φιντέλ Κάστρο» μπορώ να υποθέσω απλώς ότι διαθέτει το ακαταλόγιστο.
Κυρίως όταν η ίδια έχει επίσης δηλώσει ότι «ο Γιώργος Παπανδρέου είναι ο ηγέτης που με την ιστορική μνήμη, την ιδεολογική δομή κι αισθητική, την αποφασιστικότητα και ειλικρινή συλλογική θεώρηση μπορεί να επαναφέρει το ΠαΣοΚ στον τόπο των γνήσιων σοσιαλιστικών στόχων»!
Αναρωτιέμαι όμως τι μπορεί να σημαίνει αυτή η «Κοινοβουλευτική Ομάδα Ελλάδας – Κούβας». Εντάξει, εμείς έχουμε Κοινοβούλιο, εξ ου και η Κασιμάτη. Η Κούβα όμως τι αντίστοιχο έχει; Και πώς το απέκτησε;
Η διαφορά είναι ουσιώδης. Διότι αν ο Κάστρο «στέκεται στη σωστή πλευρά της Ιστορίας», όπως δηλώνει ο ευρωβουλευτής Παπαδημούλης, τότε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από το οποίο αμείβεται ο Παπαδημούλης στέκεται στη λάθος. Και τα δύο μαζί στη σωστή δεν γίνεται.
Αναρωτιέμαι όμως μήπως η αναζήτηση μιας ερμηνείας ή απλώς κάποιας λογικής είναι τελικά περιττή.
Θυμήθηκα ότι «Ο άνθρωπός μας στην Αβάνα» είναι ένα βιβλίο του Γκρέιαμ Γκριν στο οποίο ένας απατεώνας υποδύεται τον κατάσκοπο στην Αβάνα του Μπατίστα. Φυσικά στο τέλος μπλέκει άσχημα.
Και υπέθεσα ότι κάτι τέτοια παθαίνουν συνήθως όσοι απατεώνες υποδύονται τον κατάσκοπο –ή τον επαναστάτη.
Ιδιο λάθος;
Σε προσωπικό επίπεδο, ο Κ. Ζουράρις είναι ένας μάλλον συμπαθητικός άνθρωπος.
Σε προσωπικό επίπεδο, ο Κ. Ζουράρις είναι ένας μάλλον συμπαθητικός άνθρωπος.
Επί δεκαετίες έδινε τη μάχη της σπουδαιότητας και διεκδικούσε σημασία μέσα από παραδοξολογίες, καυχησιές, προκλήσεις, κομπασμούς, ενίοτε κι εξυπνάδες.
Εως εδώ κανένα πρόβλημα. Ο καθένας ήταν ελεύθερος να τον αξιολογήσει, να θυμώσει ή να διασκεδάσει μαζί του.
Το πράγμα μπάταρε όταν ο Καμμένος και ο Τσίπρας έκαναν κάτι το οποίο ουδείς άλλος είχε διανοηθεί στα 77 χρόνια του βίου του. Τον έβαλαν στην κυβέρνηση.
Δεν γνωρίζω γιατί το έκαναν. Αντιλαμβάνομαι όμως γιατί δεν είχε συμβεί έως τώρα.
Κακό του κεφαλιού τους; Ενδεχομένως. Ελπίζω απλώς να μην παρασυρθεί στο ίδιο λάθος και η αντιπολίτευση.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ