Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης: «Ζούμε μια από τα ίδια, με τον χειρότερο τρόπο»

Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης ωρίμασε μέσα από το θέατρο, ίσως γιατί κάνει όλο και πιο πολύ θέατρο.

Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης ωρίμασε μέσα από το θέατρο, ίσως γιατί κάνει όλο και πιο πολύ θέατρο. Απερίσπαστος και συγκεντρωμένος στον στόχο του, κέρδισε με τα χρόνια τη δική του θέση στον χώρο. Οχι αυτήν του ηθοποιού, που την απέκτησε άμα τη εμφανίσει, αλλά την άλλη, εκείνη της ευρύτερης καλλιτεχνικής προσωπικότητας, που συμμετέχει στη διαμόρφωση της εποχής. Ισως γιατί εκτός από ηθοποιός και σκηνοθέτης είναι ένας άνθρωπος που διαβάζει, ενημερώνεται και του αρέσει πολύ να κουβεντιάζει.
Τέσσερις παραστάσεις σε μία σεζόν, δύο καινούργιες και δύο επαναλήψεις. Γιατί;
«Δεν είναι τέσσερις αλλά δύο. Οι άλλες δύο είναι περσινές που λόγω επιτυχίας συνεχίζονται. Προέκυψε. Νομίζω ότι σε σχέση με τις παραστάσεις που έφτιαξα, είτε συμμετείχα είτε όχι, κάτι θετικό συνέβη και στον κόσμο αλλά και στους συναδέλφους μου. Κι αυτό το τελευταίο είναι που με χαροποιεί πολύ. Ανθρωποι με τους οποίους γνωριζόμασταν με σχέση ηθοποιού προς ηθοποιό μού διατύπωσαν το ενδιαφέρον τους να δουλέψουμε μαζί σε δική μου σκηνοθεσία. Το να έχεις μια πρώτη παραδοχή από το σινάφι σου είναι για μένα πολύ πολύτιμο».
Σας κέρδισε η σκηνοθεσία;
«Με ενδιαφέρει και με ευχαριστεί πολύ να φτιάχνω ένα σύμπαν. Εχω 25 χρόνια στο θέατρο. Αισθάνομαι καινούργιος στη σκηνοθεσία και πιστεύω ότι μπορεί να σε πάει ως το τέλος της ζωής σου».
Δεν φοβάστε την υπερέκθεση, την έλλειψη έμπνευσης;
«Από τη μια μπορεί να λες ότι υπάρχει μια υπερέκθεση, αλλά από την άλλη θα ήθελα ο θεατής, προϊόντος του χρόνου, να μπορεί να πει ότι μια παράσταση που περιέχει το όνομά μου θα είναι μια παράσταση αξιώσεων και όχι κακοφτιαγμένη. Την υπερέκθεση και την έμπνευση θα τις φοβόμουν αν έκανα πράγματα που δεν με αφορούν. Αλλά δεν κάνω τίποτε με το οποίο δεν έχω σχέση περιεχομένου. Αν και βιοπορίζομαι από αυτή τη δουλειά, δεν το κάνω για οικονομικούς λόγους. Δεν κάνω τίποτε με το ζόρι».
Με τις «Κορυφές» στην τηλεόραση σας βγήκε ένα απωθημένο δημοσιογραφίας;
«Δεν το αντιμετώπισα ως δημοσιογράφος αλλά ως συζητητής. Μίλησα με ανθρώπους που με ενδιέφερε προσωπικά να μιλήσω. Ηξερα τα θέματα. Ηταν πολύ σημαντικό αυτό, γιατί έκανα στην τηλεόραση αυτό που με ενδιαφέρει να κάνω στη ζωή μου: να κάθομαι με ανθρώπους και να μιλάμε».
Τι θα ανεβάσετε του χρόνου στο Αθηνών;
«Τα έργα με απασχολούν συνέχεια και επί μακρόν. Με γεμίζει αγωνία και άγχος το να πω μια ιστορία, με φοβίζει ότι πρέπει να επιλέξω ξανά. Θεωρώ δε τη σκηνοθεσία ύψιστη εμπλοκή –αν και η μεγαλύτερη είναι η συγγραφή και κάποτε θα ήθελα να το τολμήσω. Του χρόνου θα ακολουθήσω πάλι τη μύτη του, κι όπου με πάει».
Στη συγκεκριμένη συγκυρία θα θέλατε να ασχοληθείτε με την πολιτική;
«Πάντα με ενδιαφέρει η πολιτική και ταυτοχρόνως γνωρίζω ότι είμαι εντελώς ακατάλληλος. Ευτυχώς το κατάλαβα πολύ γρήγορα. Θα με τρώγαν με τα κρεμμυδάκια ή θα γινόμουν ένας άλλος άνθρωπος. Δεν ξέρω αν θα ήμουν πολύ καλός στο να λύσω στο Ασφαλιστικό, γιατί αυτό χρειάζεται ικανούς τεχνοκράτες. Ποια είναι η ικανότητά μου; Να είμαι ψύχραιμος και συναινετικός, να έχω μια καθαρή ματιά στα πράγματα. Ισως και το να μπορώ να μεταδώσω κάτι που πιστεύω με έναν τρόπο που να γίνεται συναισθηματικά πιο εύκολα αποδεκτός από ένα τμήμα ανθρώπων. Ολα αυτά είναι χρήσιμα, αφού έχεις γίνει πρωθυπουργός (γελάει…) και έχεις τους κατάλληλους ανθρώπους γύρω σου. Αλλά για να φτάσεις σε αυτό το σημείο, από ό,τι έχω δει στην ελληνική σκηνή, πρέπει να κολυμπήσεις στη λάσπη σαν τα γουρούνια… Μόνο που στα γουρούνια αρέσει η λάσπη».
Ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να γίνεται πολιτικός;
«Με εξαίρεση τη Μελίνα Μερκούρη, δεν είναι τυχαίο ότι όσοι δημιουργικοί άνθρωποι των τεχνών μπήκαν στην πολιτική, ενώ είχαν ζωή εκτός πολιτικής, είδαν και απόειδαν κι έφυγαν. Προσωπικά δεν πιστεύω στην πολιτική χωρίς επαγγελματίες πολιτικούς. Το να είσαι βουλευτής σημαίνει ότι δουλεύεις πολύ. Ωστόσο ένα μέρος του φαντασιακού μου κρατά όλο αυτό στις άκρες των δαχτύλων μου».
Ποιο θεωρείτε το αρνητικό χαρακτηριστικό της εποχής μας;
«Το ένα είναι μια αίσθηση που έχω ότι αρχίζει να συνηθίζει κανείς τη διάλυση, ότι συνηθίζουμε την κατάσταση που ζούμε, σαν να είναι το κανονικό. Αλλά δεν είναι. Το άλλο είναι ότι αισθάνομαι πως κοντεύουμε να φτάσουμε στο γεγονός ότι η οικονομική δυσπραγία μοιάζει να είναι το μικρότερο από τα προβλήματά μας. Γιατί λύσεις υπάρχουν. Τα πέρασαν οι παππούδες και οι προπαππούδες μας… Το άλλο, ότι είναι όλα υπό διάλυση και ότι οτιδήποτε μοιάζει θεσμικό πολύ εύκολα μπορεί να διαλυθεί, αυτό είναι επικίνδυνο. Και δεν το λέω με την αίσθηση ότι πριν ζούσαμε σε μια απόλυτα θεσμική καθαρότητα και εγκυρότητα. Απλώς η συμπύκνωση που ζούμε τον τελευταίο ενάμιση χρόνο δεν έχει ξαναγίνει».
Αναφέρεστε σε κρίση θεσμών;
«Συμβαίνουν πρωτοφανή πράγματα. Εχω μια αίσθηση διάλυσης και μια προσπάθεια ίδρυσης καθεστώτος. Ακόμα κι εγώ που είμαι φύση καλοπροαίρετη έλεγα τον Ιανουάριο του ’15 «μακάρι να κάνω λάθος». Εχω πολλούς ευγενικούς φίλους που είναι υπέρ και ήλπιζα ότι εκείνοι έβλεπαν κάτι που εγώ δεν μπορούσα να δω. Αυτή τη στιγμή δεν το βλέπω πια αυτό. Αισθάνομαι ότι ζούμε μια από τα ίδια, με τον χειρότερο τρόπο».
Μιλάτε για τη διαπλοκή;
«Κοιτάξτε, ο επιχειρηματίας είναι φυσικό, όχι θεμιτό, να θέλει να εμπλακεί. Χρειάζεται όμως και τον κρατικό λειτουργό, ανώτερο ή κατώτερο. Το θέμα λοιπόν είναι να θωρακίσεις το κράτος σου με τέτοιον τρόπο ώστε να μην υπάρχει διαπλοκή. Να θωρακίσεις τους θεσμούς σου ώστε να μην πραγματοποιηθεί αυτό το ταγκό. Κι αυτό δεν το έκανε καμία κυβέρνηση –και προφανώς δεν το κάνει ούτε αυτή».
Πιστεύετε ότι η αντιπολίτευση αρθρώνει ολοκληρωμένο λόγο;
«Δυστυχώς, όχι. Ούτε η μείζων ούτε η ελάσσων. Αυτό που θα ήθελα να δω από το λεγόμενο «δημοκρατικό τόξο» είναι να διατυπώσει μια καθαρή φωνή ενός άλλου λόγου. Να πουν ότι είμαστε άλλοι, όχι μόνο από αυτούς αλλά και από αυτό που νομίζατε εσείς ότι ήμασταν προηγουμένως. Υπάρχουν δύο ισχυρές ομάδες στην κοινωνία, εξαπλωμένες σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και γούστα. Η μεν καταλαβαίνει τι πρέπει να αλλάξει, ενώ η άλλη, που τη συναντάς παντού –επιχειρηματίες, δημόσιοι και ιδιωτικοί υπάλληλοι, ΣΥΡΙΖΑ, ΠαΣοΚ, Νέα Δημοκρατία -, δεν θέλει να αλλάξει τίποτε. Το ένα εκσυγχρονιστικό, που θέλει να συνταχθεί με έναν σκληρό ευρωπαϊκό πυρήνα, όσα προβλήματα και αν υπάρχουν, εκεί και το άλλο απομονωτικό, φοβικό, που τείνει να γίνει αντιδιαφωτιστικό. Και τα δύο έχουν απλώσει τα πλοκάμια τους παντού. Αρα δεν είναι πολύ εύκολο πράγμα η καθαρή γραμμή αντιπολίτευσης. Προσωπικά θα ήλπιζα μια ομάδα ανθρώπων να μπορέσει να το εκφράσει αυτό πεντακάθαρα».
Ηλικιακά είστε ανάμεσα στον Αλέξη Τσίπρα και στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Η γενιά σας κυβερνά.
«Η νεότερη γενιά δεν είναι ένα ρεύμα που θα ανοίξεις τα παράθυρα και θα μπει. Γίνεται πολύ αργά. Είναι δύσκολο να τους μετακινήσεις. Διακινδυνεύω να πω –και θα το κάνω με ονόματα –ότι έχω μια πίστη, μια εντύπωση, μια ελπίδα, πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης, προσωπικά και όχι λόγω ονόματος, γιατί τον ξέρω από τότε που ήταν 16 χρόνων, είναι μια σοβαρή, ακέραιη περίπτωση ανθρώπου. Το τι θα κάνει τώρα ως αντιπολίτευση ή τι αν βγει πρωθυπουργός δεν το ξέρω. Και θέλω να προσθέσω κάτι: Κανείς δεν γίνεται καλός πρωθυπουργός λόγω των πτυχίων του. Χρειάζεται μια σειρά πραγμάτων. Αλλά σας παρακαλώ πολύ, μην ξανακούσω άνθρωπο να λέει ότι με το να τελειώσεις το Χάρβαρντ με summa cum laude (μέγιστο έπαινο) δεν έγινε και τίποτε… Μην τρελαθούμε τελείως σ’ αυτή τη χώρα».
Και πιστεύετε ότι αρκεί;
«Οχι. Μπορεί να μην παίξει καν ρόλο στην πορεία σου. Αλλά σημαίνει ότι κάποιος έχει κάτσει κι έχει διαβάσει πολύ. Πέρα από τις γνώσεις, έχει μάθει να δουλεύει, να χρησιμοποιεί το μυαλό του. Είμαι πολύ αυστηρός σε αυτό. Σαν να πάρει κανείς Οσκαρ ή Νομπέλ και να πούμε «ε, και τι έγινε;». Κάτι έγινε. Θυμάμαι με ευγνωμοσύνη τους δασκάλους μου που με μετακίνησαν στο πώς να σκέφτομα, και δεν με χάιδεψαν στην ευκολία που είχα να τα περνάω όλα απλά. Γι’ αυτό όποιον δείτε να έχει πάρει το summa cum laude στο Χάρβαρντ να του βγάλετε το καπέλο. Γι’ αυτό και μόνο».
Πώς βλέπετε τη συζήτηση για την Κεντροαριστερά;
«Κοιτάξτε, η Κεντροαριστερά σήμερα είναι ένας ωραίος φαντασιωτικός χώρος. Είναι λίγο σαν να καίγεται το σπίτι κι εκείνη να ασχολείται με το αν θα αλλάξουμε την τραπεζαρία. Προσωπικά κάπου εκεί θα με έβλεπα, σε μια φιλελεύθερη Κεντροαριστερά, όρος όχι οξύμωρος αλλά πραγματικός».
Ποια είναι η σχέση σας με την Αριστερά;
«Είμαι από σπίτι βενιζελικό, με μπαμπά σοσιαλιστή κεντροαριστερό, που πέταξε τη σκούφια του όταν βγήκε το ΠαΣοΚ το ’81, και μαμά πάντα ΚΚΕ εσωτερικού, καλλιεργημένη και σπουδασμένη. Ημουν μέρος μιας αστικής οικογένειας, αλλά οι προσλαμβάνουσές μου ήταν η φυσαρμόνικα του Λεωνίδα Κύρκου στα φεστιβάλ του Ρήγα Φεραίου. Εκεί με πήγαινε η μαμά μου. Για πάρα πολλά χρόνια προσπαθούσα να καταλάβω τι σημαίνει χριστιανός, γιατί μου φορέθηκε. Ετσι, σαν παιδί, δεν μπορούσα να αντιληφθώ ότι κάποιος μπορεί να είναι καλός αν δεν είναι αριστερός. Είχα την αίσθηση ότι αριστερός σημαίνει καλός και ηθικός. Εκανα όμως τον κόπο και διάβασα ότι δεν είναι ηθικός προσδιορισμός αλλά ότι ανάγεται στα χρόνια σε ηθικό προσδιορισμό. Πράγματι, οι αριστεροί έδωσαν αγώνες, όπως για τη βελτίωση της εργατικής τάξης, υπέφεραν, κυνηγήθηκαν. Στους καλλιτέχνες είναι πολύ διαδεδομένο το αριστερός να σημαίνει καλός και ηθικός».
Σας απογοήτευσε;
«Η μεγάλη απογοήτευση προήλθε από ανθρώπους που πραγματικά πίστεψαν στον ΣΥΡΙΖΑ. Το μεγάλο κακό που έχουν κάνει είναι ότι κατήργησαν το εναλλακτικό σενάριο. Οσοι πίστευαν ότι τα πράγματα μπορούν να γίνουν διαφορετικά, τώρα ξέρουν ότι δεν μπορούν. Δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο από αυτόν που πρεσβεύει ότι είναι άλλος ενώ είναι ίδιος. Και να πούμε και μια αλήθεια: οπουδήποτε στον πλανήτη η Αριστερά έγινε κυβερνώσα Αριστερά έχασε οριστικά το ηθικό πλεονέκτημα –και καλώ κάποιον να με διορθώσει. Κι αυτό συνέβη και εδώ. Γιατί άλλο να τα συζητάς στο Dolce κι άλλο να είσαι κυβέρνηση. Κανείς τελικά δεν πρέπει να έχει το ηθικό πλεονέκτημα».
Και ποιος είναι ο καταλληλότερος;
«Θα ήθελα να δω μια πολιτική προσωπικότητα που αρνείται να παίξει στο γήπεδο του αντιπάλου. Κάτι που έκανε ο Ομπάμα, αλλά ο Ομπάμα είναι μια χαρισματική προσωπικότητα. Δυστυχώς, ζούμε σε εποχές που έχει υποκλαπεί η δυνατότητά μας να ασχοληθούμε με αυτά που αγαπάμε. Γιατί το βλέμμα μας πρέπει να είναι διαρκώς πάνω στα τρέχοντα. Ζούμε στην εποχή ενός κύματος ανορθολογισμού και αντιδιαφωτισμού που απλώνεται σε όλον τον πλανήτη».
Η «Δεύτερη φωνή» ανέβηκε ήδη στο Αποθήκη και ο «Αύγουστος» θα κάνει πρεμιέρα τον Δεκέμβριο. Τι σας κέντρισε στα δύο αυτά έργα;
«Ο «Αύγουστος» ήταν κάτι που επέλεξα να κάνω. Τρεις μήνες δούλευα τη διανομή του. Είναι το είδος έργου που μου αρέσει: κοφτερό, πολύ μαύρο, πολύ απελπισμένο και πολύ αστείο. Οσο για τη «Δεύτερη φωνή», οι συγγραφείς (σ.σ.: Μιχάλης Ρέππας – Θανάσης Παπαθανασίου) μου ζήτησαν να το διαβάσω. Με κέρδισε. Θα ήταν κρίμα να μην το σκηνοθετήσω».
Δύο δραματικά έργα αυτή την εποχή;
«Μπορεί να μη μας αρέσει να κλαίμε στη ζωή, αλλά μας αρέσει να συγκινούμαστε στο σινεμά. Μπορεί να μη θέλουμε να φοβόμαστε, αλλά το απολαμβάνουμε σε ένα θρίλερ. Ετσι δεν είναι;».
«Θέλω το έργο να είναι διαυγές και καθαρό»

Πέτυχε αυτό που ξεκινήσατε με τον «Πουπουλένιο» στο Αθηνών;

«Προηγήθηκε η τριετία του «Σλουθ», που με καθάρισε από έναν προηγούμενο μεγάλο κύκλο. Κατάλαβα ότι μπορείς να οδηγείς τα πράγματα εις βάθος και όχι μόνο εις πλάτος. Στο Αθηνών φιλοξενούμαι από τον παραγωγό Κάρολο Παυλάκη, που είναι και ο τελικός κριτής. Μέσα στα χρόνια αισθάνομαι ότι έχω αποκτήσει μια σύνδεση με αυτό το θέατρο, το αγαπώ και μάλλον μου πηγαίνει. Αυτό που δοκίμασα να κάνω στο Αθηνών περιείχε ένα ορθολογικό σχέδιο, αλλά κυρίως μια αίσθηση, μια μυρωδιά. Αναρωτήθηκα για ποιον λόγο δεν μπορούμε να ξανακοιτάξουμε το λεγόμενο εμπορικό θέατρο με όρους τους οποίους εγώ έχω μάθει και έχω εξασκήσει σε ένα άλλου είδους θέατρο».
Χωρίς ταμπέλες;
«Δεν δέχομαι τους διαχωρισμούς. Εγώ στο θέατρο αισθάνομαι ότι είμαι σπίτι μου. Κι αυτό μου δίνει μια σιγουριά για να ξανακοιτάξω το λεγόμενο εμπορικό θέατρο και βλέποντας a posteriori τα πράγματα νομίζω ότι αυτό άρχισα να κάνω».
Ποιο είναι το προσωπικό σας στίγμα;
«Αν δηλαδή με ρωτήσετε τι φαγητό θα σας φτιάξω στο σπίτι μου, θα ετοιμάσω κάτι που μπορεί να φτιάχνεται δύσκολα αλλά θα καταναλώνεται εύκολα… Δεν θα φτιάξω δηλαδή κρέας με σοκολάτα και αβγά ορνιθόρρυγχου. Γιατί αυτή τη στιγμή, στα 46 μου, δεν είμαι αυτό. Κάθε έργο τέχνης με το οποίο έρχομαι σε επαφή μού αρέσει να είναι διαυγές και καθαρό. Σαν νερό. Αλλά δεν θα ήθελα ποτέ να στοχεύω στον χαμηλότερο παρονομαστή, στον οποίο απευθυνόμαστε συχνά όταν μιλάμε για το μεγάλο κοινό στην Ελλάδα».
Πολλές προτάσεις σημαίνει επιτυχία;
«Αλίμονο σε αυτόν που θέλει να ασχοληθεί στα είκοσί του με το θέατρο και δεν τον ενδιαφέρει να αρέσει –ούτε και το πιστεύω. Αλίμονο όμως και σε αυτόν που συνεχίζει να ασχολείται με το θέατρο στα 46 του και έχει κέντρο του το να αρέσει. Το να θες να σε καταλάβουν, το να θες αυτό που φτιάχνεις να είναι διαυγές, δεν είναι το ίδιο με το να θες να αρέσεις… Με τον καιρό με αισθάνομαι όλο και πιο πολύ με σκυμμένο το κεφάλι. Οπως λέγαμε πριν για την κουζίνα, το θέμα είναι να ξέρεις σε ποιο εστιατόριο μαγειρεύεις…».
Μαγειρεύετε;
«Οχι, καθόλου. Μόνο αβγά βραστά. Αλλά βρίσκω ότι οι αναλογίες του θεάτρου με το μαγείρεμα είναι πολύ ακριβείς. Βγάζουν αυτό που θέλω να πω. Και ο Θεός να μας φυλάει από τα σουξέ, που έλεγε και ο Σαββόπουλος».
πότε & πού:

Σκηνοθετεί & παίζει: «Ο θεός της σφαγής» της Γιασμίνα Ρεζά (Αθηνών)
Σκηνοθετεί: «Για όνομα» των Matthieu Delaporte & Alexandre de la Patelliere (Αλίκη) – «Δεύτερη φωνή» των Μιχάλη Ρέππα & Θανάση Παπαθανασίου (Αποθήκη) – «Αύγουστος» του Τρέισι Λετς (Δημήτρης Χορν, πρεμιέρα τον Δεκέμβριο)

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.