Η συζήτηση της περασμένης Τετάρτης για την Παιδεία είχε ενδιαφέρον τουλάχιστον για τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο ο Αλέξης Τσίπρας αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ αντιλαμβάνονται την έννοια της αγοράς. Στη θέση που ανάπτυξε ο Κυριάκος Μητσοτάκης ότι η ανώτατη εκπαίδευση θα πρέπει να συνδεθεί με την αγορά εργασίας, όπως συμβαίνει στις περισσότερες δυτικές χώρες, ο κ. Τσίπρας αντέτεινε ότι δεν μπορεί η αγορά να καθορίσει την Παιδεία. Ανέφερε μάλιστα ως παράδειγμα ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να έχει τις σημαντικότερες σπουδές στη φιλοσοφία και διερωτήθηκε «μπορεί η αγορά να ορίσει τις ανάγκες γι’ αυτό;».
Δεν χρειάζεται να πάει κανείς μακριά, σε αναπτυγμένες χώρες όπως οι ΗΠΑ ή η Βρετανία που έχουν συνδέσει τις σπουδές με την αγορά, για να βρει παραδείγματα. Αρκεί να κοιτάξει το τι συμβαίνει στην Ελλάδα και τα ελληνικά πανεπιστήμια. Οταν το Δημόσιο προσλάμβανε δασκάλους, οι βάσεις στις Παιδαγωγικές Σχολές είχαν εκτοξευθεί στα 16.000-17.000 μόρια, πάνω από σχολές της Φιλοσοφικής και των Μαθηματικών, οι απόφοιτοι των οποίων περίμεναν χρόνια τον διορισμό τους. Τώρα που δεν γίνονται προσλήψεις δασκάλων οι βάσεις υποχώρησαν στα επίπεδα των 10.000-11.000 μορίων. Την ίδια στιγμή οι βάσεις στις αστυνομικές σχολές ανέβηκαν στα ύψη μόνο και μόνο επειδή η Αστυνομία προσλαμβάνει κόσμο.
Αν αυτό δεν είναι σύνδεση της ανώτατης Παιδείας με την αγορά εργασίας, τι είναι; Βεβαίως εδώ εργοδότης είναι ένα αντιπαραγωγικό κράτος και όχι ο ιδιωτικός τομέας. Ως εκ τούτου είναι καλά καμωμένο και δεν λαμβάνεται υπόψη από τον κ. Τσίπρα και τους συνοδοιπόρους του. Διότι δεν είναι ο μόνος που έχει θολή εικόνα για την αγορά. Για παράδειγμα, ο Νίκος Παππάς, ο οποίος μας έπρηξε ότι οι τηλεοπτικές άδειες πρέπει να είναι τέσσερις, επιχειρηματολογώντας ότι τόσα βιώσιμα κανάλια μπορεί να συντηρήσει μια διαφημιστική αγορά της τάξεως των 200 εκατ. ευρώ. Οταν όμως ο Γιάννης Βαρδινογιάννης είπε στην εξεταστική επιτροπή της Βουλής ότι τα 15 εκατ. που προσέφερε ήταν πολλά γιατί το κανάλι δεν θα ήταν βιώσιμο αν πλήρωνε περισσότερα, ο κ. Παππάς, έχοντας εξασφαλίσει προσφορές των 60 και 70 εκατ. ευρώ, απάντησε: «Τι ήθελε ο Βαρδινογιάννης; Να πάρει άδεια με 15 εκατ. ευρώ;». Πιστεύει, δηλαδή, ότι κάποιο κανάλι που πληρώνει 60 και 70 εκατ. ευρώ μόνο για την άδεια μπορεί να είναι βιώσιμο με μια διαφημιστική αγορά 200 εκατ. ευρώ, η οποία όμως δεν μπορεί να συντηρήσει πάνω από τέσσερα κανάλια!
Μαζί με αυτούς και ο Χρήστος Σπίρτζης, ο οποίος στην προσπάθειά του να πείσει πως οι δημόσιοι οργανισμοί που μεταβιβάστηκαν στο Υπερταμείο δεν θα πωληθούν είπε ότι «μόνο ο Ιησούς θα αγόραζε τις ζημιογόνες δημόσιες υπηρεσίες». Δηλαδή, για να στηρίξει το επιχείρημα ότι η κυβέρνηση είναι κατά των ιδιωτικοποιήσεων χρησιμοποιεί τη λογική της αγοράς λέγοντας στον πολίτη: «Κοίταξε, οι επιχειρήσεις δεν θα πουληθούν γιατί δεν υπάρχουν κορόιδα στην αγορά να τις αγοράσουν, αλλά εσύ όμως συνέχισε να πληρώνεις για κάτι που δεν αξίζει».
Βεβαίως είναι άγνωστο πόσους πείθει η κυβέρνηση με όλα αυτά τα άλματα λογικής. Ομως ένα είναι σίγουρο: ότι όσο ασχολούμαστε με εξυπνακισμούς, ψευτοδιλήμματα του αν θα πρέπει ή όχι η ανώτατη εκπαίδευση να συνδεθεί με την αγορά εργασίας και άγονες αντιπαραθέσεις για το πόσα κανάλια σηκώνει η αγορά, τη στιγμή που η θέση της χώρας σε όλους τους τομείς υποχωρεί, η έξοδος από την πολυεπίπεδη κρίση θα απομακρύνεται.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ