Τι συμβαίνει με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό; Γιατί ό,τι εξαντλητικά μας δείχνει έχει τον χαρακτήρα ενός τακτοποιημένου τζοϊσικού «χάοσμου», περισσότερο από τις δικές μας συναισθηματικές – ιδεολογικές ταξινομίες; Γιατί αποβλέπει στις γνωσιακές μας αντοχές μάλλον παρά στις νεο-ιδεολογίες της δελφινάριας μεταπολίτευσης;
Τι είχε συμβεί στον John Cage στη μουσική όπου το μόνο πρόβλημα που του έθεταν οι ήχοι ήταν η ίδια η μουσική τους; Συμβαίνει ό,τι με τον Μαρμαρινό και τον Καμαρωτό: το μόνο πρόβλημα που έχουν αμφότεροι στο θέατρο είναι η (ανα)παράσταση. Κι όπως ο Cage δεν άκουσε ποτέ έναν ήχο που να μην αγαπήσει, έτσι και ο Μαρμαρινός δεν είδε ποτέ μια οποιαδήποτε εικόνα που να μη στέκεται απόλυτα στο «περιβάλλον» του έργου του ηχητικά πλαισιωμένου από τον Καμαρωτό.
Στη «Λυσιστράτη» τους ακούστηκαν και ειδώθηκαν όλα: και ο νυκτερινός γκιώνης της Επιδαύρου, και η μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη, και ο Πολικός αστέρας στο στερέωμα της γλώσσας. Διότι κανείς τους –ούτε ο Μαρμαρινός ούτε ο Καμαρωτός –δεν φάνηκε ασεβής, παρά το παιγνιώδες και ηδονοβλεπτικό για πολλούς, και για εμένα.
Σε κανένα θεμέλιο του «όλου» δεν ανταποκρίθηκαν, όπως π.χ. ο Αλέξης Σολομός. Σε καμία έννοια της ταυτότητας και της σχέσης του αιτίου με το αιτιατό δεν υποτάχθηκαν, όπως ο Γεωργουσόπουλος. Τα πάντα (θέαμα και ακρόαμα) έμειναν δέσμια της αποτελεσματικής αντίφασής τους που ενοχλεί όσους μη – αντιφατικούς τάχα, και πάντως απολύτως αναποτελεσματικούς, κακόβουλους σχολιαστές τους.
Χωρίς κανένα εχέγγυο της αλήθειας αλλά και δίχως τη μαγιά της αναλήθειας της παράστασης, υπογράμμισαν με τον τρόπο τους αυτό που ο Αντόρνο γράφει στη «Φιλοσοφία της νέας μουσικής» του: «Στην άκρως οργανωμένη και σπρωγμένη στην ολότητα αστική κοινωνία, το πνευματικό δυναμικό μιας άλλης κοινωνίας υπάρχει μόνον σε αυτό που δεν της μοιάζει».
Η «Λυσιστράτη» έβαλε, όπως λένε, ένα δίχτυ στον «χάοσμο», προσβάλλοντας τη γραμμικότητα του χρόνου που με έμαθε να ζω συμβατικά. Και όπως στον Ντελέζ η διάρκεια της κίνησης (η ροή της) διασαλεύεται και ό,τι εμφανίζεται δεν έχει σχέση με την προφάνεια της εικόνας του θεάματος αλλά με την άνοδο των χρονικών ποιοτήτων στην επιφάνεια της εικόνας, έτσι και στον Μαρμαρινό: η επεξεργασία των τύπων και όχι των τρόπων έκλεισε μέσα μου (και στον καθένα από τους 30.000 θεατές) την Ελλάδα: ένα μεταίσθημα που ενώ διαρκεί για μικρό χρονικό διάστημα, επεκτείνεται σε όλη τη διάρκεια της παράστασης και την ανεβάζει σαν μπαλόνι με ήλιον στη νύχτα.
Τα 140 λεπτά της διάρκειας της παράστασης έγιναν τότε μία και μόνη στιγμή, την εποπτεία της οποίας αφήνω στον Μπασελάρ.
Διάβασα στη «Λυσιστράτη» την παρτιτούρα της «Λούλου» του Μπεργκ με το παλίνδρομο στοιχείο της.
Είδα στις γυμνές γυναίκες της παράστασης το «Γυμνό που κατεβαίνει τις σκάλες» του Μαρσέλ Ντισάν, όπου αντί να βλέπουμε το γυμνό ακίνητο από διαφορετικές γωνίες, το βλέπουμε κινούμενο από μία και μόνο.
Τέλος, άκουσα την άρια της Ζερλίνα στον «Ντον Τζιοβάνι» (τον Μαρμαρινό;) που «θα ήθελε, και… θα ήθελε να…».
Ποιος είναι όμως εδώ για όλους μας ο Κομαντατόρε; Ποιος θα κρίνει την άκρα επεξεργασία του σκηνοθέτη και του συνθέτη ως άκρα ταπείνωσή τους; Ποιος θα αποφανθεί για το αν οι σειραϊκές δομές της παράστασης δεν αποτελούνται μόνο από 12 φθόγγους, ώστε εκτός από το τονικό τους ύψος, να διαδραματίζει κεφαλαιώδη ρόλο και το βάθος της έντασης των ηθοποιών της;
Οπως της Ηλέκτρας Νικολούζου για παράδειγμα;

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ