Κανείς δεν μπορεί να είναι αντίθετος στον διάλογο, ιδίως όταν πρόκειται για το μεγάλο θέμα τής Παιδείας. Φτάνει ο διάλογος να δικαιολογεί πειστικά και πρακτικά τον χαρακτηρισμό τού «νέος», να είναι πράγματι «εθνικός» και να αντιμετωπίζει «με λογισμό και όνειρο» το συνολικό θέμα τής Γενικής Εκπαίδευσής μας (Νηπιαγωγείο – Λύκειο) σε σχέση και με το Πανεπιστήμιο.
Επειδή ένας τέτοιος διεξοδικός διάλογος πραγματοποιήθηκε επί έξι μήνες (υπό την προεδρία μου για τα θέματα τής Γενικής Εκπαίδευσης) μόλις το 2009 με πρωτοβουλία τής Κυβέρνησης τού Κώστα Καραμανλή και με ευρεία συμμετοχή εκπαιδευτικών τής πράξης και ποικίλων εκπροσώπων και επειδή ο διάλογος αυτός –κατά κοινή ομολογία –κατέληξε σε Συμπεράσματα και συγκεκριμένες τεκμηριωμένες Προτάσεις, διερωτώμαι τι πραγματικά νέο, ουσιαστικό και ουσιώδες, και «παιδευτικά επαναστατικό» μπορεί να προκύψει από έναν νέο διάλογο με επικεφαλής μάλιστα ανθρώπους άξιους μεν, οι οποίοι όμως έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: ότι δεν έχουν καμία σχέση με τη Γενική Εκπαίδευση.
Το κόμμα που κυβερνά και το κόμμα που συγκυβερνά δεν διαθέτουν το δικό τους πρόγραμμα για τον μακροπρόθεσμα πιο σημαντικό τομέα ανάκαμψης τής χειμαζόμενης χώρας μας, για τη σχολική εκπαίδευση και την εισαγωγή στα Ανώτατα Ιδρύματα; Κι αν έχουν πρόγραμμα, πρόγραμμα μελετημένο, συστηματικό και εφαρμόσιμο, γιατί δεν το θέτουν σε λειτουργία με τις αυτονόητες προσαρμογές και τροποποιήσεις και με αξιοποίηση κάθε θετικής πλευράς που τυχόν θα αναγνωρίσουν στο ισχύον εκπαιδευτικό σύστημα;
Οι γνωρίζοντες και ασχολούμενοι ή ασχοληθέντες με αυτά τα καίρια θέματα –και μαζί η κοινή γνώμη και οι χιλιάδες γονέων και μαθητών –διερωτώνται καλοπροαίρετα τι θα γίνει, λ.χ., με την εισαγωγή στα ΑΕΙ σε σχέση με το Λύκειο, το οποίο έχει στην πράξη αχρηστευθεί ως μορφωτική βαθμίδα και έχει υποκατασταθεί από τη φοίτηση στα Φροντιστήρια με πλήρη απαξίωση τού έργου των εκπαιδευτικών (των δύο τουλάχιστον τάξεων) τού Λυκείου και κάθε μαθήματος μη εξεταζομένου για εισαγωγή στα ΑΕΙ. Η επίδοση των μαθητών στις τρεις τάξεις τού Λυκείου –το μόνο διεθνώς εφαρμοζόμενο κριτήριο εισαγωγής στα ΑΕΙ –θα βαρύνει στο νέο σύστημα, κι αν ναι, με ποιον αντικειμενικά ελεγχόμενο τρόπο; Και με τα αναλυτικά προγράμματα, τα οποία είχαν αρχίσει να μπαίνουν στον σωστό δρόμο που είχαμε υποδείξει στον προηγούμενο Εθνικό Διάλογο, τι θα γίνει, αλήθεια;
Η μείωση τής ύλης που προτάθηκε από τότε και άρχισε ήδη να εφαρμόζεται δεν αποτελεί, βεβαίως, πανάκεια τού συστήματος, ενώ εύκολα μπορεί να διολισθήσει σε ένα είδος «παιδευτικού λαϊκισμού» με ολέθριες συνέπειες, αν δεν εφαρμοστεί σωστά.
Και η έμφαση που είχε δοθεί από τον προηγούμενο Διάλογο για διετή υποχρεωτική προσχολική εκπαίδευση –καθολικά αποδεκτή και επιβεβλημένη –θα απαλειφθεί στις νέες προτάσεις για δημοσιονομικούς λόγους;
Τι θα γίνει, επίσης, με την έμφαση στη γενική παιδεία που προτείναμε για μια πιο ανθρώπινη και ουσιαστική μόρφωση όλων των μαθητών, μέσα από ένα ευρύτερο φάσμα επιλεγομένων μαθημάτων και μια γενικευμένη εφαρμογή μιας «ζώνης πολιτισμού» στα σχολεία με αξιοποίηση εκπαιδευτικών όλων των ειδικοτήτων, πράγμα που θα αποτελούσε πρόκληση ιδίως για μια αριστερή κυβέρνηση;
Και κυρίως τι θα γίνει με την τεχνική – επαγγελματική Εκπαίδευση που αποτελεί τη λύση τού εκπαιδευτικού μας συστήματος και των αναγκών ανάπτυξης τής χώρας μαζί με την αποφυγή άχρηστης υπερφόρτωσης των Πανεπιστημίων με πλεονάζον δυναμικό άνεργων πτυχιούχων;
Με τις λίγες αδρομερείς αυτές σκέψεις, θέλω απλώς να επισημάνω την απώλεια πολύτιμου χρόνου και την ανάλωση περισσότερων δυνάμεων που μπορεί να υπάρξουν για πράγματα γνωστά, πολυσυζητημένα και ώριμα για εφαρμογή. Αυτό που επειγόντως χρειάζεται είναι ένας άλλος διάλογος, ένας ουσιαστικός διάλογος μεταξύ των ιθυνόντων των κομμάτων και μια δεσμευτική συμφωνία μεταξύ τους για βασικές πολιτικές στη Γενική Παιδεία, που θα υποχρεούται να εφαρμόζει όποιο κόμμα κι αν κυβερνάει τη χώρα με βασικούς άξονες και στόχους που θα έχουν προσυμφωνηθεί και προγραμματισθεί. Ενας νέος διάλογος για γνωστά και πολυσυζητημένα θέματα –το ξαναλέω –παρέλκει.
Κι ένα τελευταίο. Ο,τι καλό, θετικό, πρακτικά αξιοποιήσιμο και αξιοκρατικό πετύχει η Κυβέρνηση στη Γενική Εκπαίδευση ας συνειδητοποιηθεί ότι θα βοηθήσει κατεξοχήν τα παιδιά των μέσων και φτωχών οικογενειών. Αυτή είναι η πρόκληση για μια αριστερή Κυβέρνηση. Τα παιδιά των εύπορων οικογενειών (όσες έχουν απομείνει) θα βρουν διεξόδους.
ΥΓ.: Είναι αυτονόητο ότι προσωπικά δεν έχω θέση στον νέο διάλογο –κι αν ακόμη με προσκαλούσαν –για τον απλό λόγο πως τις σκέψεις – ιδέες – προτάσεις μου τις έχω ήδη εκφράσει, τις έχω συνδιαμορφώσει και είναι προσβάσιμες (όπως και οι προτάσεις όλων των άλλων μελών) στα εκτενή Πρακτικά τού Εθνικού Διαλόγου για την Παιδεία τού 2009.
Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης είναι καθηγητής της Γλωσσολογίας, τ. πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ