Οταν ένα σύστημα καταρρέει, όπως κατά γενική ομολογία συμβαίνει με το ΕΣΥ, δεν αρκεί για να διασωθεί η «λειτουργική σταθεροποίησή του» που εξήγγειλε ο νέος υπουργός Υγείας Α. Ξανθός στο πλαίσιο των προγραμματικών δηλώσεων. Δεν αρκούν οι σωστές μεν αλλά ανεπαρκείς εξαγγελίες για την αναδιοργάνωση των νοσοκομείων και την τοποθέτηση διοικητών με αξιοκρατικά κριτήρια, την αύξηση της χρηματοδότησης, τις νέες προσλήψεις, την ενίσχυση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, την πάταξη της διαφθοράς και τον περιορισμό της σπατάλης.
Δεν αρκούν γιατί δεν διαφέρουν ουσιαστικά από τις αντίστοιχες εξαγγελίες προηγούμενων υπουργών Υγείας και από τα προεκλογικά προγράμματα όλων σχεδόν των κομμάτων και δεν πείθουν γιατί τα δείγματα γραφής του υπουργείου Υγείας τους τελευταίους οκτώ μήνες κινήθηκαν σε αντίθετη κατεύθυνση σε σχέση με ορισμένες τουλάχιστον από τις τωρινές εξαγγελίες. Διέκοψε το πρόγραμμα του ΕΟΠΥΥ για τον έλεγχο των νοσοκομειακών δαπανών, θέλησε να ξηλώσει όλες τις διοικήσεις των νοσοκομείων και να τις αντικαταστήσει χωρίς αξιολόγηση, κατήγγειλε τη συνεργασία με το γερμανικό υπουργείο Υγείας και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, του οποίου τα 100 μέτρα επικαλείται τώρα ο νέος υπουργός Υγείας ως οδικό χάρτη.
Για να επιβιώσει πλέον το ΕΣΥ, θα πρέπει να ανασυσταθεί εκ θεμελίων. Με ολοκληρωμένο νόμο επανίδρυσης που θα βασίζεται σε νέες σύγχρονες αρχές και όχι στις κρατικίστικες, συντεχνιακές, κομματοκρατούμενες αντιλήψεις της δεκαετίας του ’80. Μόνο έτσι θα μετασχηματιστεί από σπάταλη, αναποτελεσματική δημόσια υπηρεσία σε σύγχρονο δημόσιο οργανισμό.
Για τον σκοπό αυτόν θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να εξασφαλιστεί η επαρκής χρηματοδότησή του. Οι δημόσιες δαπάνες Υγείας θα πρέπει να αντιστοιχούν τουλάχιστον στο 6% του ΑΕΠ (έχουν μειωθεί σχεδόν στο 4%) και να υπάρξει, σε βάθος πενταετίας, αλλαγή του μοντέλου χρηματοδότησης από μεικτό (φορολογία και κοινωνική ασφάλιση) σε σύστημα Beveridge (κρατικός προϋπολογισμός), λόγω της αδυναμίας της κοινωνικής ασφάλισης να συνεισφέρει πλέον το 25%-30% των δημόσιων δαπανών Υγείας. Από την άλλη, περιορισμό της σπατάλης θα επιφέρει η διαμόρφωση ενός βασικού πακέτου παροχών για κάθε έλληνα πολίτη, που θα περιλαμβάνει μόνο τις αναγκαίες και χρήσιμες ιατρικές πράξεις σύμφωνα με τεκμηριωμένα επιστημονικά πρωτόκολλα. Το πακέτο αυτό θα πρέπει να προσφέρεται δωρεάν στις οικογένειες με εισόδημα κάτω από το όριο της σχετικής φτώχειας, ενώ για τους υπόλοιπους θα πρέπει να υπάρχει διαφοροποιημένη ιδία συμμετοχή, με εισοδηματικά και νοσολογικά κριτήρια.
Για να αξιοποιηθούν όμως σωστά οι διαθέσιμοι οικονομικοί πόροι θα πρέπει το ΕΣΥ να πάψει να διοικείται από το γραφείο του εκάστοτε υπουργού Υγείας και να αποκτήσει ένα κεντρικό όργανο σχεδιασμού, συντονισμού, ελέγχου και αξιολόγησης, όπως συμβαίνει σε κάθε άλλο ευρωπαϊκό σύστημα Υγείας. Οι δε διοικήσεις των Υγειονομικών Περιφερειών και νοσοκομείων να επιλέγονται βάσει συγκεκριμένων τεχνοκρατικών και επαγγελματικών προσόντων με αντικειμενικές-αξιοκρατικές διαδικασίες.
Ο νέος νόμος για το ΕΣΥ θα πρέπει να προβλέπει και ένα νέο καθεστώς για τις εργασιακές σχέσεις. Η μονιμότητα θα πρέπει να συνδεθεί με την επιτυχή αξιολόγηση ανά 5ετία ή 10ετία, οι μισθοί των γιατρών να τεθούν εκτός ενιαίου μισθολογίου και να καθορίζονται ανάλογα με την ειδικότητα και κυρίως την παραγωγικότητα, ενώ οι διευθυντές κλινικών θα μπορούν να νοσηλεύουν περιορισμένο αριθμό ιδιωτικών ασθενών, με οικονομικά οφέλη για όλο το νοσοκομείο.
Η τρίτη μεγάλη αλλαγή θα πρέπει να στοχεύει στην αναδιάρθρωση του νοσοκομειακού χάρτη σε επίπεδο νοσοκομείων, κλινικών και εργαστηρίων, με συγχωνεύσεις μονάδων και ορθολογική ανακατανομή τους σύμφωνα με τις ανάγκες Υγείας του πληθυσμού κάθε Περιφέρειας. Δεν μπορεί να συνεχίσουν να υπάρχουν νομοί με δύο ή τρία νομαρχιακά νοσοκομεία για να μη δυσαρεστηθεί ο τοπικός πληθυσμός. Δεν μπορεί να έχουμε 27 υποστελεχωμένες δημόσιες νευροχειρουργικές κλινικές, όταν ο τόπος με βάση διεθνή πληθυσμιακά κριτήρια χρειάζεται 8-10 δημόσιες και ιδιωτικές μαζί, φαινόμενο που παρατηρείται και σε πολλές άλλες κλινικές και εργαστήρια.
Θα πρέπει, επίσης, να καθιερωθούν νέες σχέσεις συνεργασίας και συμπληρωματικότητας με τον ιδιωτικό τομέα. Ο ιδιωτικός τομέας παρέχει πολλές ιατρικές πράξεις, κυρίως διαγνωστικές, σε περιοχές ή τομείς όπου ο δημόσιος τομέας αδυνατεί να προσφέρει σχετικές υπηρεσίες και με κόστος που σε αρκετές περιπτώσεις είναι δύο έως τέσσερις φορές μικρότερο. Να μπορεί, επιπλέον, να συμβληθεί με το Δημόσιο για την αξιοποίηση ανεκμετάλλευτων νοσοκομειακών υποδομών (κλειστές πτέρυγες και εργαστήρια, ή και νοσοκομεία ακόμα, όπως αυτό της Σαντορίνης) και για την ανάπτυξη νέων κερδοφόρων δραστηριοτήτων, όπως είναι ο ιατρικός τουρισμός.
Τέλος, σε ό,τι αφορά την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ), παρά το γεγονός πως όλοι οι αρμόδιοι διεθνείς οργανισμοί υποστηρίζουν ότι το πρώτο και πιο σημαντικό μέτρο στον τομέα της Υγείας σε περιόδους οικονομικής κρίσης είναι η ενίσχυσή της, στη χώρα μας συνεχίζει να αποτελεί τον πιο αδύναμο κρίκο του δημόσιου συστήματος Υγείας, λόγω του πολυκερματισμού, της υποχρηματοδότησης και της υποστελέχωσης. Η δημιουργία του ΕΟΠΥΥ και η υπαγωγή των Πολυϊατρείων του ΙΚΑ στο ΠΕΔΥ του ΕΣΥ, που αποτελούν τις μόνες μεγάλες μεταρρυθμίσεις των τελευταίων ετών, οδήγησαν στην αναγκαία ενοποίηση του δημόσιου συστήματος ΠΦΥ, αλλά η υποχρηματοδότηση και η υποστελέχωση έχουν ενταθεί λόγω της οικονομικής κρίσης.
Για τον λόγο αυτόν, θα χρειαστεί και στην ΠΦΥ να υπάρξει ανασχεδιασμός των υφιστάμενων μονάδων υγείας, κυρίως με συγχωνεύσεις Κέντρων Υγείας, πρώην Πολυϊατρείων του ΙΚΑ και Δημοτικών Ιατρείων, και να ενισχυθούν σύγχρονες εξωνοσοκομειακές υπηρεσίες, όπως είναι οι Μονάδες Ημερήσιας Νοσηλείας (για τις οποίες οι αναγκαίες ρυθμίσεις καθυστερούν αδικαιολόγητα), η νοσηλεία στο σπίτι, οι διατομεακές μονάδες διαχείρισης χρόνιων νοσημάτων και η ανάπτυξη προγραμμάτων Πρόληψης και Προαγωγής – Αγωγής Υγείας. Οι δε αποκεντρωμένες «μονάδες Υγείας γειτονιάς» τις οποίες εξήγγειλε η ηγεσία του υπουργείου Υγείας και οι οποίες αποτελούν ίσως τη μόνη καινοτόμο πρόταση Υγείας της νέας κυβέρνησης, θεωρώ ότι θα παραμείνουν για καιρό στα χαρτιά, μια που η λειτουργία τους απαιτεί περίπου 500 εκατ. ευρώ ετησίως. Είναι δε λάθος η επαναφορά της πρότασης για «οικογενειακό γιατρό», την οποία κακώς την έχουν υιοθετήσει όλα τα κόμματα, γιατί από τη στιγμή που έχουμε επιλέξει τον θεσμό των Κέντρων Υγείας αυτά πρέπει να είναι υπεύθυνα για την παροχή «οικογενειακής ιατρικής», χωρίς νέους δαπανηρούς παράλληλους θεσμούς.
Ο κ. Γιάννης Τούντας είναι καθηγητής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και διευθυντής του Κέντρου Μελετών Υπηρεσιών Υγείας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ