Ο επικεφαλής και πολλά στελέχη της προηγούμενης κυβέρνησης, καθώς και όλοι σχεδόν οι βουλευτές που ανήκαν στη συμπολίτευση, είχαν διακηρύξει προς πάσα κατεύθυνση ότι ύστερα από πολύμηνη και επίπονη διαπραγμάτευση συνήψαν και υπέγραψαν μια σύμβαση με τους εταίρους και πιστωτές της χώρας μας, στην οποία όχι μόνο δεν πιστεύουν αλλά διατείνονται κιόλας ότι είναι προϊόν εξαναγκασμού ή ακριβέστερα εκβιασμού. Παρ’ όλα αυτά δήλωναν και δηλώνουν σε όλους τους τόνους ότι είναι πρόθυμοι να την τηρήσουν στο ακέραιο και συνεπώς να την υλοποιήσουν –εφαρμόζοντας όλα τα μέτρα και υπείκοντας σε όλα τα προαπαιτούμενα που η σύμβαση αυτή περιλαμβάνει.
Στο σημείο όμως αυτό αναδύεται αυθόρμητα ένα αμείλικτο ερώτημα: Πώς είναι δυνατό να υλοποιήσουν μια συμφωνία άνθρωποι που μπορεί να έχουν άριστες προθέσεις, αλλά όμως δεν την πιστεύουν –ξεχνώντας τη σοφή λαϊκή ρήση: «ό,τι δεν πιστεύουμε δεν το καταφέρνουμε» –, και το σπουδαιότερο, δηλώνουν ρητά και κατηγορηματικά urbi et orbi ότι τους επιβλήθηκε έξωθεν, χωρίς τη δική τους συναίνεση και έγκριση; Και το κυριότερο, πώς είναι δυνατό να έχει αίσια έκβαση ένα τέτοιο πολιτικό και οικονομικό πρόγραμμα –από το οποίο εξαρτάται κατά πολλούς η σωτηρία της πατρίδας –όταν η πραγματοποίησή του έχει αναληφθεί από πολιτικούς που ομολογούν ανεπιφύλακτα ότι, ενώ αυτό θα είναι πολύ οδυνηρό για τους πολίτες, από την άλλη είναι ίσως αβέβαιο ότι η εφαρμογή του θα έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα; Πώς αυτός ο αφόρητος ψυχικός και πνευματικός διχασμός θα τους επιτρέψει να αφιερωθούν εκθύμως στο δυσχερέστατο αυτό έργο –δηλαδή στον σχεδιασμό και στην εκτέλεση ανειλημμένων δεσμεύσεων και υποχρεώσεων, που είναι όντως επαχθείς για όλους αναγκαίες όμως και αναπόφευκτες, αν θέλουμε, όπως λένε, να κρατήσουμε την πατρίδα στον πυρήνα της Ευρώπης και να συνεχίσουμε να χρησιμοποιούμε νόμισμα διεθνώς ισχυρό και περίβλεπτο;
Το γεγονός αυτό ανακαλεί συνειρμικά στη μνήμη μας την άφρονα υπερπόντια επιχείρηση που αποφάσισαν οι Αθηναίοι την άνοιξη του 415 π.Χ. –τη γνωστή Σικελική εκστρατεία –και ειδικότερα τον μοιραίο πολιτικό και στρατηγό Νικία, ο οποίος, ενώ δεν πίστευε σε αυτήν, και κατέβαλλε κάθε προσπάθεια να την αποσοβήσει, δέχτηκε τελικά εκών άκων να τεθεί επικεφαλής της εκστρατείας, αναλαμβάνοντας έτσι να υλοποιήσει ανεδαφικές, υπερφίαλες και τυχοδιωκτικές επιδιώξεις των συμπολιτών του! Ολοι γνωρίζουμε το τραγικό φινάλε του παράτολμου εκείνου εγχειρήματος –για το οποίο την κύρια ευθύνη, όπως υποστηρίζουν οι περισσότεροι ιστορικοί και φιλόλογοι –τη φέρει ο Νικίας γιατί αυτός μπορεί, να ήταν αναμφίλεκτα έμπειρος και γενναίος στρατιώτης, καθώς επίσης ακέραιος, έντιμος και ευυπόληπτος πολίτης της Αθήνας –εντούτοις δεν πίστευε στο εγχείρημα που αναλάμβανε, και έτσι με τα αλλεπάλληλα λάθη του, τις αδικαιολόγητες αναβολές του και τις δυσεξήγητες δεισιδαιμονίες του οδήγησε την εκστρατεία στον όλεθρο και την πατρίδα του ένα βήμα πιο κοντά στην τελική καταστροφή.
Ο Θουκυδίδης σημειώνει σχετικά: «Και ο Νικίας που είχε εκλεγεί στρατηγός, χωρίς να θέλει, επειδή πίστευε ότι η πόλη δεν είχε πάρει τη σωστή απόφαση, ανέβηκε στο βήμα με σκοπό να αποτρέψει τους Αθηναίους από αυτήν την επιχείρηση» (Ζ 8).
Επανερχόμενοι λοιπόν στο παρόν, μπορούμε να υποθέσουμε ότι κάποιοι σημερινοί ηγέτες που βιώνουν τον βασανιστικό εσωτερικό διχασμό του Νικία –ας μας επιτραπεί να αποκαλέσουμε το ψυχοπνευματικό αυτό φαινόμενο «σύνδρομο του Νικία» –δεν είναι εύκολο να φέρουν σε πέρας ένα όντως δυσχερές πολιτικό και οικονομικό πρόγραμμα που δεν το πιστεύουν, και ισχυρίζονται μάλιστα ότι προήλθε από εξαναγκασμό και εκβίαση.
Είναι φυσικό να σκεφτεί κανείς ότι τόσο μεγάλα και δύσκολα πολιτικοοικονομικά εγχειρήματα ευχής έργο θα ήταν να τα αναλαμβάνουν ηγέτες δυναμικοί και έμπειροι, που πιστεύουν αταλάντευτα στον σκοπό και στη σημασία που έχουν αυτά για τον λαό και τη χώρα και να τα υλοποιήσουν με ψυχραιμία, αποφασιστικότητα και ιδιαίτερα με απόλυτη δικαιοσύνη ως προς την κατανομή των βαρών· ηγέτες που πάνω απ’ όλα να μπορούν να συναγείρουν το έθνος και ιδίως να πείσουν τους πολίτες, ώστε να υπομένουν με καρτερία τις θυσίες στις οποίες υποβάλλονται και συνάμα να τους εμπνεύσουν αισιοδοξία για το μέλλον και πίστη για ευτυχή εν τέλει κατάληξη.
Διαφορετικά, έχει κάθε δικαίωμα κανείς να φοβάται μήπως το εγχείρημα αυτό έχει ανάλογη έκβαση με εκείνο της αρχαίας Αθήνας που προαναφέρθηκε· και αυτά επίσης οφείλουμε να λάβουμε σοβαρά υπόψη όλοι εμείς που θα ψηφίσουμε στις προσεχείς βουλευτικές εκλογές. Λένε συχνά ότι η αληθινή γνώση της ιστορίας μπορεί να προφυλάξει τους μεταγενεστέρους από το να επαναλάβουν ολέθρια λάθη και ατοπήματα του παρελθόντος. Μακάρι η υπόμνηση που γίνεται εδώ του παλαιού εκείνου θλιβερού γεγονότος να προφυλάξει και τους σημερινούς μας ηγέτες από παραπλήσια καταστροφικά ολισθήματα.
*Ο κ. Γεράσιμος Α. Μαρκαντωνάτος είναι διδάκτωρ Κλασικής Φιλολογίας και συγγραφέας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ