Επιλογές

Για να μπορέσει η χώρα να ξεφύγει από τα Μνημόνια, τους πιστωτές, το χρέος, την ύφεση, την ανεργία, το Ασφαλιστικό, την αβεβαιότητα, τη μιζέρια, το γκρίζο, ένας τρόπος υπάρχει: η ανάπτυξη της οικονομίας.

Για να μπορέσει η χώρα να ξεφύγει από τα Μνημόνια, τους πιστωτές, το χρέος, την ύφεση, την ανεργία, το Ασφαλιστικό, την αβεβαιότητα, τη μιζέρια, το γκρίζο, ένας τρόπος υπάρχει: η ανάπτυξη της οικονομίας. Με την ανάπτυξη θα δημιουργηθούν θέσεις εργασίας, θα αυξηθούν τα έσοδα του κράτους και των ασφαλιστικών ταμείων, θα βελτιωθούν οι οικονομικοί δείκτες, θα τονωθεί η ψυχολογία της αγοράς και της κοινωνίας και θα αναπτυχθεί δυναμική ικανή να βγάλει τη χώρα από το τέλμα.
Η κυβέρνηση, όμως, με την πολιτική της «σκοτώνει» την οικονομία και τις προοπτικές ανάκαμψης. Αρχικά με την πεντάμηνη «σκληρή διαπραγμάτευση», με τα ευφυολογήματα περί «δημιουργικής ασάφειας» και τις ευρηματικές τεχνικές του Γιάνη Βαρουφάκη προκάλεσε ανασφάλεια και ασφυξία στην αγορά, παραλύοντας κάθε οικονομική δραστηριότητα. Τώρα, με τα μέτρα που προωθεί, έρχεται να υπονομεύσει τις όποιες προοπτικές ανάκαμψης. Διότι επέλεξε να φορολογήσει τον ιδιωτικό τομέα, το πιο παραγωγικό κομμάτι της οικονομίας, και να προστατεύσει τον δημόσιο.
Ενδεικτικές των επιλογών της είναι οι προτάσεις που κατέθεσε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, καθώς το 93% των μέτρων προέρχεται από την πλευρά των εσόδων. Στο Ασφαλιστικό επέλεξε την αύξηση των εισφορών που αυξάνει το κόστος εργασίας και οδηγεί σε απώλεια θέσεων εργασίας, αντί τη δραστική περικοπή των πρόωρων συντάξεων και την εξυγίανση του ασφαλιστικού συστήματος. Επέλεξε την αύξηση της φορολογίας των επιχειρήσεων από την περιστολή των δαπανών και την αναδιάρθρωση του Δημοσίου.
Ποτέ άλλοτε η αναλογία εσόδων – δαπανών δεν ήταν τόσο υπέρ των εσόδων. Στο πρώτο Μνημόνιο τα έσοδα αντιστοιχούσαν περίπου στο 55% των συνολικών μέτρων, ενώ στο επόμενο κάλυπταν μόνο το 20%-25% των μέτρων. Και σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, με τον οποίο συνεργάζεται ο κ. Τσίπρας (αλήθεια, τι έχει γίνει η έκθεση για τις διαρθρωτικές αλλαγές;), για κάθε 100 ευρώ πρόσθετων φόρων προκαλείται 50 ευρώ απώλεια ΑΕΠ. Δηλαδή το πλήγμα από τη φοροεπιδρομή στην οικονομία είναι πολύ πιο υψηλό από αυτό που θα προκαλούσε μια περικοπή δαπανών.
Τι και αν λοιπόν σε όλη αυτή τη διάρκεια της κρίσης ο ιδιωτικός τομέας, το πιο παραγωγικό κομμάτι της οικονομίας, έχει υποστεί τις μεγαλύτερες συνέπειες, με πάνω από ένα εκατομμύριο ανέργους, κλείσιμο καταστημάτων, εργαζομένους που δουλεύουν χωρίς αμοιβή, για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ προτεραιότητα έχουν η καταβολή των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων και οι προσλήψεις ακόμη περισσότερων.
Ομως η επιλογή αυτή δεν είναι τυχαία. Είναι ενδεικτική της νοοτροπίας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, η οποία έχει επιλέξει, για ιδεολογικούς και μικροπολιτικούς λόγους, τη συντήρηση του τεράστιου και αναποτελεσματικού δημόσιου τομέα από την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας.
Και εδώ είναι που τίθεται το ζήτημα: ποιον δρόμο θα επιλέξουμε για την ανάκαμψη και ανάπτυξη της οικονομίας και την επιστροφή της χώρας στις αγορές, που είναι απαραίτητη για να μπορέσουν οι τράπεζες να παίξουν τον ρόλο τους στη χρηματοδότηση της ανάκαμψης. Τον δρόμο της φορολόγησης του ιδιωτικού τομέα και την προστασία του δημοσίου, όπως θέλει ο κ. Τσίπρας, ή τον δρόμο της απελευθέρωσης της οικονομίας μέσα από την υλοποίηση των διαρθρωτικών αλλαγών και τη μεταρρύθμιση του δημοσίου τομέα;
Στην πρώτη επιλογή, οι πιθανότητες επιτυχίας μέσα σε ένα ισχυρό νόμισμα όπως είναι το ευρώ είναι μηδενικές. Κανείς δεν πρόκειται να ρίξει χρήμα, στο όνομα καμίας αλληλεγγύης, σε μια κυβέρνηση που ενδιαφέρεται να συντηρήσει έναν αναποτελεσματικό, υπερμεγέθη και αδιαφανή δημόσιο τομέα. Η ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα και της επιχειρηματικότητας είναι μονόδρομος. Μετά το ξεφούσκωμα του μνημονιακού – αντιμνημονιακού «διχασμού», ήλθε η ώρα των επιλογών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.