Μια εκπαίδευση με ελάχιστη έως ανύπαρκτη προβλεψιμότητα ως προς την επιτέλεση των καθοριστικών λειτουργιών της: διδασκαλία και άσκηση μαθητών/φοιτητών με κάλυψη τής προβλεπόμενης ύλης, αντικειμενική αξιολόγηση διδασκόντων και διδασκομένων σε σχέση με την επίτευξη των στόχων, συνεργασία για την αντιμετώπιση εκπαιδευτικών προβλημάτων, διορθωτικές παρεμβάσεις και βελτίωση τής ποιότητας τού εκπαιδευτικού έργου κ.λπ. Μια εκπαίδευση που είτε με την έλλειψη τού απαιτούμενου διδακτικού προσωπικού είτε με την έλλειψη υποδομών και ελέγχου ως προς το επιτελούμενο έργο είτε με επαναλαμβανόμενες χρονοβόρες, ψυχοφθόρες και αναποτελεσματικές καταλήψεις γεννά δυσθυμία, σύγχυση, απογοήτευση και αγανάκτηση σε διδάσκοντες, διδασκομένους, γονείς και πολίτες τής κοινωνίας.
Μια εκπαίδευση που η σύγκριση με το επίπεδο τής Δημόσιας Εκπαίδευσης των χωρών τής Ευρώπης –και μεγάλου μέρους τής ιδιωτικής εκπαίδευσης στην ίδια τη χώρα μας –την αδικεί, την εκθέτει και την μειώνει στα μάτια τής κοινής γνώμης, που δεν γνωρίζει πάντοτε τα πραγματικά δεδομένα και τα αίτια τής κατάστασης. Ο Ελληνας πολίτης γνωρίζει ότι το σχολείο των παιδιών του έχει προβλήματα, ότι υποχρεώνεται να συμπληρώνει με δικά του χρήματα (ξένες γλώσσες, φροντιστήρια, ιδιαίτερα κ.ά.) αυτά που θα έπρεπε να προσφέρει το δημόσιο σχολείο, όπως γνωρίζει πικρά ότι ο μακρός αγώνας του να φοιτήσει το παιδί του σ’ ένα Πανεπιστήμιο δεν δικαιώνεται από την κατάσταση που τείνει να επικρατήσει στην Ανώτατη Εκπαίδευση.
Η απογοήτευση μάλιστα μαθητών/φοιτητών και γονέων, η πικρία και η αγανάκτησή τους μεγαλώνουν όταν διαπιστώνουν ότι σε όλες τις βαθμίδες τής Δημόσιας Εκπαίδευσης (σχολεία, πανεπιστήμια) υπάρχει και ένα εξαιρετικό δυναμικό διδασκόντων που καθόλου δεν υστερεί έναντι των συναδέλφων τους των προηγμένων χωρών (ο γράφων έχει προσωπική πείρα από τις χιλιάδες των φοιτητών και των συναδέλφων του στη μακρά εκπαιδευτική του σταδιοδρομία), στο οποίο άλλωστε οφείλεται ό,τι καλό, ποιοτικό και αισιόδοξο επιτελείται στη Δημόσια Εκπαίδευση, παρά την παθογένεια που αδρομερώς περιγράψαμε.
Αυτό σημαίνει ότι Πολιτισμός και Παιδεία, οι δύο κύριοι πόλοι στους οποίους μπορεί να στηριχθεί ουσιαστικά και μακροπρόθεσμα η ανάπτυξη αυτής τής χώρας, είναι υποβαθμισμένοι στη συνείδηση των κυβερνώντων αλλά και τού πολιτικού κόσμου γενικότερα. Αποτέλεσμα: το μόνο πεδίο στο οποίο θα έπρεπε να υπάρξει μια συμφωνία των κομμάτων για βασικά ζητήματα και κοινή υπερκομματική πολιτική έχει μεταβληθεί σε πεδίο συγκρούσεων για εντυπωσιασμό ή και αποπροσανατολισμό τής κοινής γνώμης και άγρας ψήφων.
Μια κοινή πολιτική για το εκπαιδευτικό μας σύστημα, προγράμματα διδασκαλίας, υποδομές, έμφαση σε μια αναβαθμισμένη επαγγελματική εκπαίδευση, τρόπο εισαγωγής στα ΑΕΙ –με ένα σύστημα πιο δίκαιο, πιο ανθρώπινο και πιο ουσιαστικό -, γενική αξιολόγηση των πάντων και σημαντική μισθολογική αναβάθμιση των εκπαιδευτικών όλων των βαθμίδων. Ετσι η Δημόσια Εκπαίδευσή μας –παρά το καλό δυναμικό και τις δυνατότητες που έχει –υποβαθμίζεται, αδρανοποιείται, φθίνει και στοχοποιείται ως χώρος απαιδευσίας και ανομίας.
Απουσιάζουν αισθητά από την Εκπαίδευση μια συνεχής, επίσημη, έγκυρη ενημέρωση και συναφής διάλογος για τα μεγάλα εκπαιδευτικά ζητήματα (μαθητές και γονείς λ.χ. είναι ανενημέρωτοι για το τι προσφέρει η «τράπεζα θεμάτων» και ποιους σημαντικούς σκοπούς εξυπηρετεί). Λείπουν πάνω απ’ όλα η απαραίτητη πνευματική ηρεμία, η ουσιαστική συνεργασία δασκάλων με μαθητές και η αγάπη των μαθητών για το σχολείο τους και των φοιτητών για το πανεπιστήμιό τους. Οι καταλήψεις -απαράδεκτες για κάθε χώρο πνευματικής συνάντησης μαθητή και δασκάλου και κάθε έννοια μάθησης και επιστήμης –είναι τελικά ένα επιφαινόμενο τού μείζονος προβλήματος που σημειώσαμε: τής ασυνεννοησίας των κομμάτων, τής άγνοιας και σύγχυσης περί τα εκπαιδευτικά, καθώς και τής απουσίας ουσιαστικού διαλόγου μεταξύ των βασικών παραγόντων τής εκπαίδευσης για αυτό που θα έπρεπε να είναι «το μέγιστον μέλημα» όλων.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ