Εγκλημα χωρίς τιμωρία για τους ενόχους και χωρίς Δικαιοσύνη για τα χιλιάδες θύματα. Τριάντα χρόνια μετά το χειρότερο βιομηχανικό δυστύχημα στην Ιστορία, κόσμος πεθαίνει ακόμη εξαιτίας των χημικών και παιδιά συνεχίζουν να γεννιούνται με δυσπλασίες και αναπηρίες στο Μποπάλ της Κεντρικής Ινδίας.
Αλλά τρεις γενιές γυναικών που έζησαν την τραγωδία και υποφέρουν από τον πόνο που άφησε πίσω της δεν το έχουν βάλει κάτω. Αντιστέκονται στον θάνατο και έχουν μετατρέψει την καταστροφή σε μια δύναμη για το Καλό.
Σήμερα τα ερείπια του εργοστασίου στο Μποπάλ είναι ένα φρικιαστικό μνημείο στην καταστροφή. Οι σκουριασμένοι σωλήνες του μόλις που διακρίνονται πίσω από τα δέντρα που έχουν θεριέψει τριγύρω. Το πραγματικό μνημείο είναι το αδάμαστο πνεύμα των γυναικών της περιοχής.
«Ημουν έγκυος έξι μηνών εκείνη τη νύχτα. Το παιδί γεννήθηκε, αλλά πέθανε έξι μήνες αργότερα» λέει η 60χρονη
Κανίζα Μπι.
«Εχω ζαλάδες, πόνους στα μάτια, κάνω εμέτους ακόμη. Πριν από τρία χρόνια έπαθα καρκίνο στο στομάχι. Αλλά πάντα ήξερα ότι έχω τη δύναμη να αγωνιστώ, να σταθώ όρθια και να διεκδικήσω όσα στερήθηκα εγώ και τα παιδιά μου» προσθέτει.
Πολλές φορές άφησε τα παιδιά της στο σπίτι για να πάρει μέρος σε πορείες διαμαρτυρίας. Εκανε ακτιβισμό ξαπλώνοντας μέσα σε φέρετρο, όπως εκατοντάδες άλλες γυναίκες, στο Μποπάλ. Η Αστυνομία τις χτυπούσε και πολλές μπήκαν στη φυλακή.
«Διαδηλώναμε κατά της μόλυνσης και πριν από πέντε χρόνια μας έδωσαν επιτέλους πρόσβαση σε καθαρό νερό. Είναι μια μικρή νίκη. Αλλά μια μέρα θα δικαιωθούμε για όλα» λέει η Μπι.
Τα παιδιά στο Κέντρο Αποκατάστασης Τσινγκάρι είναι χαρούμενα. Οι μανάδες τους κάθονται στο πάτωμα κατά μήκος του διαδρόμου περιμένοντας να τελειώσουν τα μαθήματα ειδικής εκπαίδευσης, φυσικοθεραπείας, λογοθεραπείας και εργοθεραπείας.
Γιατί το Τσινγκάρι είναι ένα σχολείο για μερικά από τα εκατοντάδες παιδιά που γεννιούνται με σωματικά και διανοητικά προβλήματα όπως η εγκεφαλική παράλυση και η μυϊκή δυστροφία στο Μποπάλ.
Το ποσοστό της αναπηρίας είναι υψηλό εξαιτίας του εργοστασίου φυτοφαρμάκων Union Carbide India Factory Limited (UCIL): τη νύχτα της 2ας Δεκεμβρίου 1984 εξερράγη. Περίπου 42 τόνοι ισοκυανικού μεθυλίου, ενός χημικού 500 φορές πιο τοξικού από το υδροκυάνιο, ξεχύθηκαν στον αέρα.
Το δηλητήριο κατάπιε τις φτωχογειτονιές που βρίσκονταν τριγύρω, γλίστρησε μέσα από τα παράθυρα και τις πόρτες και έσπειρε τον θάνατο, τον πανικό και τρεις δεκαετίες βασάνων.
Περίπου 25.000 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους από τότε, συμπεριλαμβανομένων των 8.000 που πέθαναν την πρώτη εβδομάδα μετά το δυστύχημα. Την πρώτη νύχτα οι νεκροί ξεπέρασαν τις 2.300.
Οι επιζώντες θυμούνται γονείς που προσπαθούσαν να τρέξουν μακριά με τα παιδιά στην αγκαλιά τους την ώρα που οι πνεύμονες και τα μάτια τους έκαιγαν από το δηλητήριο. Μερικοί κατέρρεαν και έπεφταν νεκροί στη μέση του δρόμου. Ολόκληρες οικογένειες ξεκληρίστηκαν μέσα στα σπίτια τους. Δεκάδες χιλιάδες εξακολουθούν να υποφέρουν από προβλήματα υγείας όπως καρκίνους, διαβήτη, πόνους στις αρθρώσεις και παθήσεις του αναπνευστικού, της καρδιάς, των νεφρών και των ματιών.
Επειτα υπάρχουν οι συνεχιζόμενες γεννήσεις παιδιών με μαθησιακές και σωματικές αναπηρίες. Διακόσια παιδιά ως την ηλικία των 14 ετών κάνουν μαθήματα στο Τσινγκάρι. Είναι ένα ευχάριστο μέρος, γεμάτο χαρούμενες κουβέντες και παιδικές φωνές.
Δεν είναι όμως ένα κρατικό ίδρυμα. Και δεν δημιουργήθηκε με χρήματα από τις αποζημιώσεις του UCIL. Αν και το 1989 η Union Carbide Corporation (UCC), μια αμερικανική εταιρεία στην οποία ανήκε το UCIL κατά τη στιγμή της καταστροφής, πλήρωσε αποζημίωση 470 εκατ. δολαρίων στην ινδική κυβέρνηση, το ποσό ήταν πενιχρό σε σχέση με τα 3,3 δισ. δολάρια που είχε ζητήσει η Ινδία.
Και όσοι έλαβαν αποζημίωση ήταν τυχεροί αν πήραν 500 δολάρια. Η Dow Chemical, η οποία αγόρασε τη UCC 16 χρόνια μετά την τραγωδία, αρνείται κάθε ευθύνη για τις συνέπειες.
«Θυμάμαι ανθρώπους, παιδιά να πεθαίνουν στον δρόμο» λέει μια 67χρονη γυναίκα που ζει σε απόσταση μόλις ενός χιλιομέτρου από το εργοστάσιο.
«Θυμάμαι ότι σκέπασα το πρόσωπό μου και το πρόσωπο των παιδιών μου και αρχίσαμε να τρέχουμε μακριά» προσέθεσε η Πρεμλάτα Τσοντάρι, η οποία έχασε το ένα από τα έξι παιδιά της στο δυστύχημα.
Η ίδια πάσχει από αναπνευστικά και γαστρεντερικά προβλήματα. Αλλά ήταν από τους λίγους, «τυχερούς» λέει, που κατάφεραν να πάρουν αποζημίωση 25.000 ρουπιών (406 δολάρια) 15 χρόνια μετά το δυστύχημα.
HeliosPlus