Στις 28 Ιουλίου 2013 «Το Βήμα της Κυριακής» δημοσίευσε άρθρο μου με τίτλο «Τιμή και δόξα στη Μεταπολίτευση». Το άρθρο συνεχίστηκε στις 4 Αυγούστου 2013. Σήμερα, με την ευκαιρία της παρόδου 40 ετών από τα γεγονότα του 1974, επανερχόμαστε για να ασχοληθούμε όχι τόσο με το τι έγινε αλλά περισσότερο με το τι δεν έγινε και θα μπορούσε να γίνει.
Αν διαβάσετε με προσοχή τα κείμενα αυτών που διαδηλώνουν την απογοήτευσή τους για τη Μεταπολίτευση, θα διαπιστώσετε ότι κυρίως θρηνούν για την αποτυχία επαναστατικών σχεδίων και αποφάσεων που είχαν υιοθετηθεί από μικρές και ακραίες ομάδες.
Η «Μεταπολίτευση που δεν έγινε» έχει πάρει θέση στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας μαζί με την Κομμούνα του Παρισιού, διάφορες εξεγέρσεις όπως η Βουδαπέστη, το Τάμπερε της Φινλανδίας και η Αγία Πετρούπολη το 1905 ή οι ναύτες της Κροστάνδης και, τέλος, η καθ’ ημάς ένοπλη κατάληψη της εξουσίας του Πρώτου και του Δεύτερου Γύρου, ενώ ο Τρίτος έχει ήδη αρχίσει για μερικούς.
Κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των ιδεολογικών κατασκευών είναι ότι παραγνωρίζουν σε εγκληματικό βαθμό την έννοια της κοινωνικής στήριξης. Δεν θα μπορούσε βέβαια κανείς να απαιτήσει από επαναστάτες να είναι και δημοκράτες. Η έννοια της επαναστατικής βίας, που επιβάλλεται στις αδρανείς μάζες από καλά αποφασισμένες και οργανωμένες πρωτοποριακές μειοψηφίες, είναι καθοριστική για τη διαφοροποίηση μεταξύ οπαδών της επαναστατικής πρωτοπορίας και μεταρρυθμιστών ή, αν θέλετε, κομμουνιστών και σοσιαλδημοκρατών.
Στη σημερινή, «εκ των υστέρων», καταφρόνηση της Μεταπολίτευσης και του πολιτικού της προσωπικού δεσπόζει η θεωρία όσων έχουν ειδικευθεί στην επανάληψη θέσεων και συνθημάτων που εξαντλήθηκαν μέχρις αηδίας για να στηρίξουν το πραξικόπημα των μπολσεβίκων και το φρικώδες καθεστώς που επικράτησε στη Ρωσία, επεκτάθηκε διά των όπλων στην υπόλοιπη Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη και, αφού αιματοκύλισε τους λαούς που υπέστησαν την τυραννία του, παραλίγο να οδηγήσει μέσα από μια πυρηνική αναμέτρηση στην εξάλειψη κάθε ζωής στον πλανήτη.
Η Μεταπολίτευση έγινε και πολλά από τα αγαθά που ήταν κτήματα των πολιτών όλης της Ευρώπης, εκτός από τη ζώνη του αναχρονιστικού ακροδεξιού φασισμού του Νότου (Ισπανία, Πορτογαλία, Ελλάδα), κατοχυρώθηκαν και για τους Ελληνες και για τις Ελληνίδες. Οσοι έχουν στοιχειώδες μυαλό και δεν ζουν σε κόσμους παραισθήσεων, ιδεολογικών ή άλλων, αναγνωρίζουν με δυσκολία το ανθρώπινο περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε σήμερα ακόμη και μετά την κρίση και τις συνέπειές της. Αυτοί που φωνάζουν και διεκδικούν το δικαίωμα της ακίνδυνης και αναίμακτης ανατροπής του οικονομικού και κοινωνικού καθεστώτος δίνουν για να δικαιολογήσουν τις θεωρίες συνωμοσίας και τους μύθους για «προδότες» και ξένα κέντρα επιρροών στη Μεταπολίτευση ένα περιεχόμενο που ποτέ δεν είχε: ένα ουτοπικό καθεστώς, ταξικά μονοσήμαντο και ανεπίστρεπτο εις τους αιώνας των αιώνων.
Ο ελληνικός λαός όμως είχε να απαντήσει δύο ερωτήματα. Το πρώτο το είχε διατυπώσει ο τότε διαυγέστερος από σήμερα Μίκης Θεοδωράκης όταν είχε πει το περίφημο: «Ο Καραμανλής ή τα τανκς» και ο λαός απήντησε βέβαια «ο Καραμανλής». Το δεύτερο με την έξωση του βασιλικού οίκου ήταν αν ο λαός μόνος του, χωρίς προστάτες και ταγούς, θα έπαιρνε τις αποφάσεις που κάθε φορά του φαίνονταν χρήσιμες και τελικά αν το ποτάμι θα μπορούσε να γυρίσει πίσω και ο λαός αποφάσισε με συντριπτικές πλειοψηφίες ως και σήμερα: «Ναι στη δημοκρατία, όχι στους ιδιοτελείς ψευτοεπαναστάτες».
Μπορεί το μαγαζάκι της «επανάστασης που δεν έγινε» να έχει λιγότερους ή περισσότερους πελάτες, ανάλογα με το τι συμβαίνει και στην υπόλοιπη αγορά. Αλλά μαγαζάκι ήταν και μαγαζάκι θα μείνει. Και αυτό είναι η μεγάλη επιτυχία της Μεταπολίτευσης.
Ο κ. Θεόδωρος Πάγκαλος είναι πρώην υπουργός.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ