Στον μικρόκοσμο που μας αρέσει να ζούμε συνήθως περιλαμβάνουμε και μια ιδιότυπη αντίληψη των σχέσεων με τους γείτονες. Η Τουρκία είναι μια μεγάλη χώρα. Οχι μόνο γιατί οι πληθυσμός της αυξάνεται με ταχύτατους ρυθμούς και αγγίζει πλέον τα 70 εκατομμύρια αλλά και γιατί καταλαμβάνει μια απέραντη έκταση που τη φέρνει σε επαφή με τρεις ή τέσσερις κρίσιμες περιοχές της σύγχρονης γεωπολιτικής. Η Τουρκία έχει συμφέροντα, φιλοδοξίες και αντίστοιχα προβλήματα που έχουν σχέση με τον Καύκασο, την Αραβική Χερσόνησο και τις χώρες του Κόλπου, την καθ’ ημάς Μέση Ανατολή και βεβαίως τα Βαλκάνια. Ενδιαφέρεται για το Αιγαίο, με τον τρόπο που όλοι γνωρίζουμε, και στη Μαύρη Θάλασσα αναμετριέται με τη Ρωσία.
Θυμάμαι ότι κάποτε μια έρευνα της τουρκικής κοινής γνώμης ανέδειξε ως τρίτο ή τέταρτο θέμα ενδιαφέροντος τη σχέση με την Ελλάδα και μόνο ένατο ή δέκατο θέμα το Κυπριακό. Στην Αθήνα ήταν αδύνατο να καταλάβουμε πώς ενώ εμείς νυχθημερόν ασχολούμεθα μαζί τους, εκείνοι μάς έδιναν τόσο λίγη σημασία.
Ετσι, βοηθούντος και του Μουντιάλ, επικράτησε πλήρης αδιαφορία για τα αλλεπάλληλα πλήγματα που δέχθηκε προσφάτως η νεοθωμανική εξωτερική πολιτική των Ερντογάν και Νταβούτογλου. Η πολιτική αυτή, που είχε ξεκινήσει με πολλές φανφάρες, είχε ως απώτερο σκοπό τη δημιουργία ενός ευρύτατου χώρου επιρροής, ενός νέου είδους χαλιφάτου που θα βασιζόταν στη στρατιωτική και οικονομική ισχύ της νέας Τουρκίας και θα είχε και απώτερες, τουρανικού τύπου επιδιώξεις που θα έφταναν στην Κεντρική Ασία ως και τους Ουιγούρους της Κίνας.
Στο πλαίσιο μιας τέτοιας πολιτικής, η Τουρκία ενθάρρυνε το φαινόμενο που ονομάστηκε «Αραβική Ανοιξη». Η ευκαιρία είχε δοθεί για να επαναεπιβεβαιώσει τη χρησιμότητά της στα μάτια των Αμερικανών και Ευρωπαίων που άκριτα και ηλίθια στήριξαν όλες αυτές τις εξεγέρσεις, με εξαιρετικά δυσάρεστα αποτελέσματα και για τους λαούς και για τη σταθερότητα της περιοχής.
Από φιάσκο σε φιάσκο, τα αποτελέσματα είναι γνωστά. Η Τυνησία είναι η μόνη χώρα που παλεύει για να διατηρήσει κάποια επίφαση δημοκρατικού καθεστώτος. Η Λιβύη έχει διαλυθεί και ορδές τζιχαντιστών ή συμμορίες κοινού ποινικού δικαίου αμφισβητούν καθημερινά τη μία ή την άλλη πλευρά της εξουσίας. Στην Αίγυπτο επανήλθαμε σε μια ανανεωμένη και πιο αυστηρή μορφή στρατιωτικής δικτατορίας και χιλιάδες Αδελφοί Μουσουλμάνοι στα κελιά των μελλοθανάτων περιμένουν την ανεξέλεγκτη πια βούληση του καθεστώτος.
Εκεί όμως όπου πραγματικά η Τουρκία υπέστη στρατηγική ήττα που δημιουργεί μακροχρόνιες προοπτικές αποσταθεροποίησης είναι η Συρία. Ενώ το καθεστώς Ασαντ είχε δείξει επανειλημμένα και με όλους τους τρόπους την πρόθεσή του να σεβαστεί τον πανίσχυρο γείτονα, η Τουρκία τού κήρυξε τον πόλεμο. Οπλα, πυρομαχικά και χρήματα αλλά και εθελοντές φανατικοί μουσουλμάνοι εισέρρεαν από τα ανοιχτά σύνορα στις «απελευθερωμένες» περιοχές. Η σουνιτική συγκρότηση του κόμματος του Ερντογάν τον ώθησε σε μια σειρά από στρατηγικής σημασίας λάθη.
Τώρα ο Ασαντ είναι πάντα στην εξουσία, ένα τμήμα της Ανατολικής Συρίας που κατοικείται από Κούρδους έχει αυτονομηθεί και οι ανεξέλεγκτες ομάδες ισλαμιστών συγκροτούνται σε στρατό υπό την ηγεσία διαδόχων του Μπιν Λάντεν για τη δημιουργία στη Συρία, στο Ιράκ και σε μέρος ίσως της Τουρκίας ενός νέου ισλαμικού κράτους, διεκδικώντας για λογαριασμό τους την εκπροσώπηση του Θεού επί της Γης, δηλαδή, το Χαλιφάτο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ παλαιότερα οποιαδήποτε αναφορά των Κούρδων του Ιράκ στο Κιρκούκ και στην περιοχή του έκανε τους τούρκους στρατηγούς να φοράνε τις μπότες τους, τώρα η δημιουργία ενός αυτόνομου και ουσιαστικά ανεξάρτητου κουρδικού κράτους που περιλαμβάνει το Κιρκούκ γίνεται στην πράξη αποδεκτή από τον Ερντογάν.
Η Τουρκία έχει μπλέξει άσχημα. Ευτυχώς μακριά από τα σύνορά μας. Οπωσδήποτε όμως το συμφέρον μας εξακολουθεί να είναι μια σταθερή, δημοκρατική, προοδευτική Τουρκία με ευρωπαϊκό προσανατολισμό.
Προς αυτή την κατεύθυνση νομίζω ότι πρέπει να στρέψει το ενδιαφέρον της και η ελληνική διπλωματία, τώρα που απηλλάγη από το πρόσθετο βάρος της προεδρίας.
Ο κ. Θεόδωρος Πάγκαλος είναι πρώην υπουργός.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ