Στις ευρωπαϊκές δημοκρατίες της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου, οι σχέσεις Δεξιάς και Ακροδεξιάς (όποια σημασία και αν προσλαμβάνουν οι όροι) παρέμειναν διακριτές, παρότι δεν έλειψαν και οι συνέργειες. Η Ακροδεξιά γινόταν αντιληπτή σαν ένα κακόφημο περιθώριο που σε χώρες όπως η Ιταλία, η Γερμανία και η Αυστρία έβγαινε απευθείας από τη μήτρα του φασισμού και του ναζισμού. Παρότι μια τέτοια Ακροδεξιά εφάρμοζε τη διπλή τακτική της πρόκλησης εντάσεων κατά του δημοκρατικού καθεστώτος και της προσπάθειας εργαλειακής ενσωμάτωσής της σε αυτό, οι δυνάμεις της παραδοσιακής Δεξιάς παρέμεναν από διστακτικές έως αρνητικές στο φλερτ των χωρικά όμορων γειτόνων τους.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, το τοπίο στο δεξιό υποπεδίο ξεκαθαρίζει περισσότερο, με την κατεστημένη Δεξιά να κινείται στο ευρύτερο κέντρο του ιδεολογικοπολιτικού άξονα. Η πολυσυλλεκτική δυναμική της αφήνει μικρά περιθώρια στην Ακροδεξιά να κατακτήσει μια θέση πιο διακριτή από εκείνη ενός φθίνοντος περιθωρίου. Η στάση μιας σαφούς διάκρισης Δεξιάς και Ακροδεξιάς ανατρέπεται στη δεκαετία του 1980, όταν κόμματα της κατεστημένης Δεξιάς ανοίγονται στα ακροδεξιά μορφώματα και τα χρησιμοποιούν ως δεξαμενές άντλησης ψηφοφόρων στην αναμέτρησή τους με την Αριστερά. Αλλά και δυνάμεις της τελευταίας θα επιχειρήσουν να βελτιώσουν τις συνθήκες πολιτικών ευκαιριών της Ακροδεξιάς (όπως έκανε ο Μιτεράν στη Γαλλία με την αλλαγή του εκλογικού νόμου το 1986) προκειμένου να περιορίσουν τις δυνάμεις της Κεντροδεξιάς δυσκολεύοντας την επάνοδό της στην εξουσία.
Οσον αφορά την εγχώρια Δεξιά μετά το 1974, η Νέα Δημοκρατία επινόησε μια υβριδική πατέντα στις σχέσεις της με τον ακροδεξιό θύλακο, επιδιώκοντας να διασφαλίσει και την ενότητα της δεξιάς παράταξης και τη διακριτότητα των μετριοπαθών δεξιών από τους ακραίους. Στις εκλογές του 1981, τοποθετήθηκαν μεν δυνάμεις μιας παλιάς Ακροδεξιάς που προέρχονταν από τους κόλπους της Εθνικής Παράταξης στα ψηφοδέλτια της ΝΔ, αγνοήθηκε όμως το υπερεθνικιστικό, αντικομμουνιστικό και φιλομοναρχικό αφήγημά τους από την ατζέντα της έως τότε κυβερνώσας παράταξης. Η ένταξη των ακροδεξιών στη ΝΔ ήταν αποτέλεσμα μιας τακτικής που συνδύαζε την εκλογική απορρόφηση της Ακροδεξιάς από την κατεστημένη Δεξιά, συγχρόνως με τη διάκριση της τελευταίας από τα ιδεολογικά φορτία της πρώτης.
Στη ΝΔ δεν βρήκαν καταφύγιο μόνο δυνάμεις της Εθνικής Παράταξης, αλλά και περιβάλλοντα «εθνικοφρόνων» (αντικομμουνιστές, βασιλόφρονες, φιλοχουντικοί), που σε όλη τη μετεμφυλιακή εποχή προτιμούσαν την ομπρέλα μιας ενιαίας δεξιάς παράταξης. Το σχήμα αυτό της συστέγασης Δεξιάς και Ακροδεξιάς ήταν λειτουργικό για όσο διάστημα πολωτικές διαιρέσεις καθόριζαν τον κομματικό ανταγωνισμό. Η ΝΔ, ως ηγεμονικό κόμμα της όλης Δεξιάς, φάνηκε δυσκίνητο ενώπιον των απαιτήσεων ενός κεντρομόλου κομματικού ανταγωνισμού, με το ΠαΣοΚ να έχει πλασαριστεί καλύτερα στις κεντρώες θέσεις. Μετά την οριακή ήττα του στις εκλογές του 2000, ο Κώστας Καραμανλής υιοθέτησε ως όχημα της μετακίνησης της παράταξης στον «μεσαίο χώρο» ένα νέο υβρίδιο πολιτικής απέναντι στην ακροδεξιά συνιστώσα: ενσωμάτωσε μεν στην κομματική ατζέντα θέσεις της λαϊκιστικής Ακροδεξιάς (άσκηση βέτο για ένταξη της FYROM στο ΝΑΤΟ, αμφίσημη στάση στο θέμα της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες, καταγγελία νομιμοποιήσεων μεταναστών), διαγράφοντας από τη ΝΔ τον πρωτεργάτη της εθνικολαϊκιστικής Δεξιάς Γ. Καρατζαφέρη. Η νέα στρατηγική ενίσχυε τη ΝΔ έναντι του ΠαΣοΚ, ενώ διεύρυνε τα όρια της δεξιάς παράταξης.
Η θέση της Ακροδεξιάς ως «οριακού περιθωρίου» εντός της δεξιάς παράταξης ανατρέπεται μετά την ανάληψη της ηγεσίας της ΝΔ από τον Αντώνη Σαμαρά. Η Ακροδεξιά αισθάνεται ότι ήρθε η ώρα να πάρει ρεβάνς από τη (νεο)φιλελεύθερη συνιστώσα. Παρωχημένες υπερεθνικιστικές αντιλήψεις μιας ακροδεξιάς υποκουλτούρας (από το Δίκτυο 21 έως το περιοδικό «Patria») βρίσκουν –τυπικά ή άτυπα –θέση στη ΝΔ. Το κόμμα μετακινείται συνειδητά από τη διεκδίκηση του μεσαίου χώρου στον στόχο της επανακατάκτησης της ενότητας της κατακερματισμένης εθνικοριζοσπαστικής Δεξιάς. Πριν από τις εκλογές του 2012 η ΝΔ είχε αυτοβούλως εγκαταλείψει τον κεντρώο χώρο, με αποτέλεσμα οι δυνάμεις της να φυλλορροούν εξαιτίας των τεκτονικών μετατοπίσεων ψηφοφόρων που σημειώθηκαν τον Μάιο του 2012. Παρά το ξεκάθαρο δεξιό προφίλ που καλλιεργήθηκε στη ΝΔ μετά την εκλογή του Α. Σαμαρά στην ηγεσία της, οι απώλειές της ήταν μεγάλες προς μορφώματα που τοποθετούνται στα δεξιά της (ΑΝΕΛΛ, ΛΑΟΣ, Χρυσή Αυγή), προς τα οποία διέρρευσε το 25% με 30% της εκλογικής της δύναμης του 2009.
Η ύπαρξη ενότητας στη ΝΔ, η οποία εκτείνεται από το Κέντρο μέχρι τα άκρα του δεξιού πόλου, δημιουργεί συνοχή στην κεντροδεξιά παράταξη. Οταν, όμως, το Κέντρο της αποσαθρώνεται, αποσυντίθεται το κεντροδεξιό οικοδόμημα συνολικά. Η άνοδος της Χρυσής Αυγής ευνοήθηκε από τη δεξιά στροφή της ΝΔ, αν και η εκλογική άνοδος του φιλοναζιστικού μορφώματος δεν αποτελεί μόνο ευθύνη της Δεξιάς. Η εναντιωματική πολιτική ατζέντα («αντιμνημόνιο»), ο σκληρός αντιευρωπαϊσμός, το έξαλλο στυλ πολιτικής διαμαρτυρίας, αντικομματικών και αντικοινοβουλευτικών τοποθετήσεων, η διαθεσιμότητα για τη βία ή η ανοχή της καλλιέργησαν ένα ευνοϊκό έδαφος για την άνοδο στην πολιτική σκηνή ενός κόμματος-υπερπολλαπλασιαστή όλων των παραπάνω. Η εκκένωση του Κέντρου από κόμματα, πολιτικές και ψηφοφόρους συντηρεί εκλογικά τη Χρυσή Αυγή και είναι τουλάχιστον αφέλεια να πιστεύει κανείς ότι αυτή θα εξαφανιστεί με τρικ και εισοδισμό πολιτικών παραγόντων.
Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ