Πότε γίνεται η Παιδεία πρωτοσέλιδο και θέμα στα κεντρικά δελτία ειδήσεων; Ποια εκπαιδευτικά γεγονότα θεωρούνται «είδηση» και άξια μνείας; Δεν χρειάζεται να γίνει συστηματική έρευνα για να διαπιστώσουμε ότι υπάρχουν τα εξής ευάριθμα θέματα που σταθερά, ανεξαρτήτως κρίσης, απασχολούν τα μέσα ενημέρωσης: οι πανελλαδικές εξετάσεις, ο «συντεχνιασμός» των εκπαιδευτικών κάθε βαθμίδας (από το νηπιαγωγείο ως το πανεπιστήμιο), οι πράξεις βίας μέσα στο Πανεπιστήμιο και οι δυσλειτουργίες της υποχρεωτικής εκπαίδευσης (βιβλία, κτίρια κτλ.).
Δεν θα ήθελα να συζητήσω εδώ την ανάδειξη των πανελλαδικών εξετάσεων σε μείζον ζήτημα, ανάδειξη που επιβεβαιώνει ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος: τη δόμησή του γύρω από τις εξετάσεις και την οργάνωση του λυκείου (αν όχι και του γυμνασίου) όχι αυτοτελώς αλλά με τελικό στόχο την εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο. Θα ήθελα να επιμείνω στη συνεχή απαξίωση της εκπαίδευσης και των λειτουργών της σε μια χώρα που υπερασπίζεται τη δημόσια παιδεία μόνο ρητορικά και υποκριτικά ενώ ξοδεύει τεράστια ποσά για την παραπαιδεία. Το παράλληλο αυτό σύστημα, για το οποίο κανείς δεν διαμαρτύρεται ούτε ζητεί την κατάργησή του, έχει καταστεί «απαραίτητο» ακριβώς εξαιτίας της κεντρικότητας των πανελλαδικών, λειτουργώντας υπονομευτικά για το κύρος του λυκείου και των εκπαιδευτικών του.
Δεν αμφιβάλλει βεβαίως κανείς ότι υπάρχουν και στον εκπαιδευτικό κλάδο, όπως και σε άλλα επαγγέλματα, εκείνοι που δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της θέσης, γιατί δεν θέλουν ή γιατί δεν μπορούν, που δεν έχουν τις ικανότητες να αναλάβουν τον ιδιαίτερα απαιτητικό ρόλο του δασκάλου ή που έχουν ουσιαστικά αποσυρθεί έπειτα από χρόνια απογοητεύσεων και ματαιώσεων. Είναι όμως εξαιρετικά θλιβερό ότι η εικόνα του αδιάφορου, ανίκανου και βολεμένου εκπαιδευτικού κυριαρχεί, σαν να αφορά το σύνολο των δασκάλων και των καθηγητών. Με ισχυρές δόσεις λαϊκισμού και ισοπεδωτικής απαξίωσης καταγγέλλεται στα μέσα ενημέρωσης η όποια αντίδραση σε απολύσεις, μειώσεις μισθών και περιστολή των εργασιακών δικαιωμάτων ως «συντεχνιασμός».
Μπορώ να νιώσω την απογοήτευση της νεαρής φιλολόγου που είναι πρωτοδιορισμένη με μισθό 650 ευρώ μακριά από το σπίτι της, υποχρεωμένη να πληρώνει ενοίκιο και βενζίνη για να πηγαινοέρχεται ανάμεσα σε διάφορα σχολεία για να καλύψει το ωράριο και η οποία ακούει να κατηγορείται για «βόλεμα». Πολύ περισσότερο μάλιστα εφόσον την «επίζηλη» αυτή θέση την κατέκτησε όχι με κάποιο μέσο αλλά αφού μπήκε στη σχολή της επιλογής της έπειτα από πολύ κόπο και άγχος (μέσω των πανελλαδικών εξετάσεων), αφού πήρε το πολυπόθητο πτυχίο μετά από τέσσερα-πέντε χρόνια (ενδεχομένως και με υποτροφία λόγω επιδόσεων), αφού δίδαξε επί χρόνια ως ωρομίσθια σε φροντιστήρια και ιδιαίτερα και αφού τέλος έδωσε εξετάσεις στον ΑΣΕΠ.
Μπορώ να νιώσω και την απογοήτευση του μεσήλικου εκπαιδευτικού που ήθελε πάντα να γίνει δάσκαλος (γι’ αυτό επέλεξε μέσα στον ενθουσιασμό της Μεταπολίτευσης σχολές που δεν οδηγούσαν σε καριέρες και πλούτη ούτε σε «θεσούλα στο Δημόσιο» αλλά είχαν κοινωνικό πρόσημο), που αγαπά τους μαθητές του και είναι έμπνευση γι’ αυτούς αλλά που έχει συνθλιβεί από ένα σύστημα ασφυκτικού συγκεντρωτικού ελέγχου το οποίο απαιτεί από εκείνον «να καλύπτει την ύλη» αφήνοντας στην άκρη τις ανάσες δημιουργικότητας και πνευματικής ελευθερίας. Οι πανελλαδικές άλλωστε δεν απαιτούν παρά μόνο αποστήθιση.
Και όμως μέσα σε αυτή τη ζοφερή ατμόσφαιρα συνεχούς απαξίωσης υπάρχουν εκείνοι που σιωπηλά, χωρίς τυμπανοκρουσίες και μακριά από τις κάμερες, επιτελούν ένα σοβαρό έργο Παιδείας. Το έργο αυτό δεν αποτιμάται σε ώρες διδασκαλίας και, επειδή είναι αξιόλογο χωρίς να προκαλεί, δεν αποκτά καμία δημοσιότητα. Περιορίζομαι να αναφέρω δύο μόνο παραδείγματα: στα μέσα Μαρτίου ο Τομέας Ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών οργάνωσε μια επιστημονική διημερίδα με θέμα «Ερμηνεύοντας την ιστορική εμπειρία του φασισμού στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση», όπου συνέρρευσαν εκατοντάδες εκπαιδευτικοί σε έναν διάλογο με τους πανεπιστημιακούς ιστορικούς. Βεβαίως τα φώτα της δημοσιότητας εκείνη την εποχή ήταν στραμμένα αλλού: στα «μαθήματα ιστορίας» που οργάνωναν κομματικοί εκπρόσωποι συγκεκριμένου πολιτικού χώρου χωρίς καμία επιστημονική εγκυρότητα. Η πρωτοβουλία της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών απλώς δεν έγινε γνωστή, παρ’ όλο που είχε πολύ περισσότερο (και αρμοδιότερο) κοινό.
Στις αρχές Μαΐου δόθηκαν τα βραβεία του πρώτου Πανελλήνιου Μαθητικού Διαγωνισμού Ιστορικού Ντοκυμαντέρ με θέμα τη νεότερη και σύγχρονη ελληνική και ευρωπαϊκή ιστορία, όπου μετείχαν μαθητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (κυρίως του λυκείου αλλά και γυμνασίων και σχολείων δεύτερης ευκαιρίας). Την πρωτοβουλία είχαν αναλάβει το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα «Ιστορική Ερευνα, Διδακτική και Νέες Τεχνολογίες» του Ιονίου Πανεπιστημίου, η επιστημονική ένωση «Νέα Παιδεία» και η ΕΡΤ. Η ανταπόκριση ήταν εντυπωσιακή: υποβλήθηκαν συνολικά 174 προτάσεις από 146 σχολεία, από την περιοχή της Αττικής αλλά και από την υπόλοιπη Ελλάδα και την Κύπρο. Μαθητές μαζί με τους καθηγητές τους, ξεφεύγοντας από τις σελίδες των σχολικών εγχειριδίων, δούλεψαν ερευνητικά για να συλλέξουν οπτικό υλικό και βιβλιογραφία για ποικίλα ιστορικά θέματα, πήραν συνεντεύξεις από ιστορικούς αλλά και από μάρτυρες γεγονότων της πρόσφατης ιστορίας, χρησιμοποίησαν την κρίση και τη φαντασία τους. Οι μικρές ταινίες διάρκειας 10 λεπτών η κάθε μία είναι τα ομιλούντα τεκμήρια μιας άλλης εκπαίδευσης από αυτήν που καθημερινά προβάλλουν οι τηλεοπτικοί δέκτες, μιας εκπαίδευσης με πνοή και όραμα και με ακάματους εργάτες. Μιας εκπαίδευσης όμως που, δυστυχώς, δεν γίνεται ποτέ πρωτοσέλιδο.
Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ