Η αυθόρμητη συμμετοχή μεγάλου πλήθους Θεσσαλονικέων που ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του δημάρχου της πόλης να ακολουθήσει πεζή την ίδια πορεία που οι εβραίοι της συμπρωτεύουσας διήνυσαν από την πλατεία Ελευθερίας, σημείο συγκέντρωσής τους, ως τον σιδηροδρομικό σταθμό, απ’ όπου με 19 διαδοχικές αποστολές θα οδηγούνταν τελικώς στα στρατόπεδα θανάτου Αουσβιτς – Μπίρκεναου, έστειλε ένα ηχηρό μήνυμα εντός και εκτός Ελλάδος. Με κυρίαρχο σύνθημα «ποτέ ξανά» η ελληνική κοινωνία έδειξε να εγκαταλείπει τον μεταπολεμικό της λήθαργο κοιτάζοντας κατάματα ένα αποκρουστικό παρελθόν που επί έξι δεκαετίες έκρυβε στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας, του ολοκληρωτικού αφανισμού των συμπολιτών μας εβραίων. Στενά συνδεδεμένο με την ιστορία της πόλης και το Ολοκαύτωμα παραμένει το όνομα ενός εκ των αρχιδημίων του Χίτλερ, συνταγματάρχη των SS, επιφορτισμένου με ειδικά καθήκοντα εκτοπισμού των εβραίων της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων, μεταφοράς τους στα στρατόπεδα θανάτου και απαλλοτρίωσης των εβραϊκών περιουσιών, διαβόητου για τη σκληρότητα που επέδειξε στην επιβολή της περίφημης «Τελικής Λύσης» (κωδική ονομασία των ναζί περί αφανισμού των εβραίων της Ευρώπης), Αϊχμαν.
Ο Οτο Αδόλφος Αϊχμαν, όπως και ο μέντοράς του Χίτλερ, είχε μια εξίσου ταραγμένη νεανική περίοδο. Γιος λουθηρανού βιομηχάνου εγκατέλειψε δις τις σπουδές του, από το Γυμνάσιο ήδη και του μηχανικού αργότερα, για να καταλήξει στο τμήμα πωλήσεων της οικογενειακής επιχείρησης ορυχείων και πετρελαιοειδών. Στα SS κατετάγη τον Απρίλιο του 1932 και αρχικά τοποθετήθηκε στη διοίκηση του Νταχάου. Σύντομα του ανετέθη το γενικό πρόσταγμα συγκέντρωσης και εκτοπισμού των εβραίων της Ανατολικής Ευρώπης. Τελευταία του δράση αναφέρεται, λίγο πριν από το τέλος του πολέμου και ενώ ο σοβιετικός στρατός πλησίαζε στη Βουδαπέστη, ο εκτοπισμός 440.000 εβραίων της Ουγγαρίας. Μέθυσος και επιρρεπής σε ουσίες δεν έδειξε παρ’ όλα αυτά να ολιγωρεί σε δωροδοκίες, σε χρήματα και αλκοόλ, που του προσέφερε ο σουηδός διπλωμάτης Ραούλ Βάλενμπεργκ προκειμένου να συναινέσει στη σωτηρία των τελευταίων εβραίων της Βουδαπέστης και ενώ ήδη ηχούσαν τα σοβιετικά κανόνια και οι ερπύστριες των τανκς που περικύκλωναν την πόλη.
Στη χώρα μας έδρασαν τα πρωτοπαλίκαρά του, Μπρύνερ και Βισλιτσένι σε απευθείας συνεργασία τους με τον στρατιωτικό διοικητή της Θεσσαλονίκης, πολύ γνωστό μας Μαξ Μέρτεν. Δεν είναι γι’ αυτό τυχαίο ότι ένας εκ των μαρτύρων που κατέθεσε στην περίφημη δίκη του στο Ισραήλ, η οποία διήρκεσε δεκατέσσερις εβδομάδες, ήταν ο θεσσαλονικεύς εβραίος Γιτζάκ Νεχαμά, διασωθείς του Αουσβιτς και μόνιμος κάτοικος Ισραήλ μετά τη λήξη του πολέμου.
Σε φάκελο του έτους 1962 που διατηρείται στο ΥΠΕΞ περιέχεται αλληλογραφία της εποχής και μέρος των πρακτικών της περίφημης εκείνης δίκης που ξεκίνησε στις 11 Απριλίου 1961 και συντάραξε ως το τέλος της (14 Αυγούστου) και τον απαγχονισμό του Αϊχμαν (μεσάνυχτα της 31ης Μαΐου 1962) ολόκληρο τον πλανήτη.
Σήμερα, μετά την απελευθέρωση νέων εγγράφων της CIA (το έτος 2006) και ενώ τα επίσημα έγγραφα της Γερμανίας δίνονται με το σταγονόμετρο, αποκαλύπτεται μια επιπλέον αποκρουστική σελίδα εκείνης της δίκης. Αφορά ενέργειες της τότε γερμανικής κυβέρνησης και πιέσεις της προς τις ΗΠΑ, όπως και προς το Ισραήλ που ανέμενε δάνειο 500 εκατ. δολαρίων, «διά την απορρόφησιν των οποίων έχουν ήδη καταρτισθή πλήρη σχέδια δημιουργίας πέντε νέων πόλεων εις την περιοχήν του Νεγκέφ» (ΑΠ 434/11/8 Γ. Παπαδόπουλος, διπλωματικός αντιπρόσωπος της Ελλάδας στα Ιεροσόλυμα, 10 Μαΐου 1961), και στρατιωτική βοήθεια 240 εκατ. μάρκων από τη Δυτική Γερμανία, να υποβιβασθεί ο χαρακτήρας της δίκης αφενός και αφετέρου πάση θυσία να προστατευθεί το όνομα του Χανς Γκλόμπκε, συνεργάτη του Αϊχμαν και μετέπειτα συμβούλου Ασφαλείας του προέδρου Αντενάουερ. Με ενέργειες μάλιστα της CIA, επείσθη η διεύθυνση του περιοδικού «Life» να απαλείψει σε άρθρο της εποχής σχετική αναφορά. Αλλωστε δεν ήσαν λίγοι οι διαφυγόντες αξιωματικοί των ναζί που μετά τον πόλεμο είχαν εισέλθει στις τάξεις των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ. Οπως δε ανέφερε σε έγγραφό του ο τότε έλληνας πρέσβης στο Βερολίνο Ε. Υψηλάντης, η ανησυχία της γερμανικής κυβέρνησης ότι «πέραν του παιδαγωγικού σκοπού της δίκης επεχειρείτο δι’ αυτής ταπείνωσις του γερμανικού έθνους» καθησυχάζετο από τις διαβεβαιώσεις των κυβερνήσεων των Ηνωμένων Πολιτειών και της Βρετανίας «ότι, καθ’ όσον αφεώρα εις αυτάς, δεν θα επέτρεπον εκμετάλλευσιν της υποθέσεως Αϊχμαν» (ΑΠ 1552-Α/10, 21 Απριλίου 1961).
Παρ’ όλα αυτά είχαν προηγουμένως εξαντληθεί όλες οι διεθνείς προσπάθειες για ακύρωση της συγκεκριμένης δίκης. Η Αργεντινή μάλιστα έφτασε στο σημείο να ζητήσει έκτακτη σύγκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, κατηγορώντας το Ισραήλ που ευθυνόταν για τη σύλληψη του Αϊχμαν στο έδαφός της από πράκτορες της Μοσάντ ότι παρεβιάσθησαν κυριαρχικά της δικαιώματα. Σε απάντηση η ισραηλινή πλευρά διά της υπουργού Εξωτερικών Γκόλντα Μέιρ διεμήνυε ότι τον διαβόητο εγκληματία είχαν συλλάβει ιδιώτες και όχι πράκτορες των ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών. Το θέμα έκλεισε με το ψήφισμα υπ’ αριθμόν 138 του Συμβουλίου Ασφαλείας που περιόριζε τη δικαιοδοσία του Ισραήλ στην προσαγωγή σε δίκη του Αϊχμαν για τα συγκεκριμένα εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Στο μεταξύ ένα ακόμα όπλο στα χέρια των Ισραηλινών, που σήμερα μόλις μαθαίνομε ότι κατάφεραν να οδηγήσουν τον Αϊχμαν εκτός Αργεντινής σε κατάσταση απόλυτης μέθης και με στολή φροντιστή των αερογραμμών EL AL Bristol Britannia, ήταν ότι «μη υπαρχούσης συμβάσεως εκδόσεως μεταξύ Ισραήλ και Ομοσπονδιακής Γερμανίας δεν θα ηδύνατο να τεθή ζήτημα παραδόσεως του Αϊχμαν προς παραπομπήν εις δίκην εν τη τελευταία» (ΑΠ 1552-Α/10, Υψηλάντης από Βόννη), αυτό δηλαδή που συνέβη με την περίπτωση Μέρτεν.
Οπως ανέφερε από τα Ιεροσόλυμα σε εμπιστευτικό έγγραφό του ο διπλωματικός μας αντιπρόσωπος Γ. Παπαδόπουλος,
«η δίκη διεξήγετο εντός νεοτεύκτου δημοσίου κτιρίου αποκαλουμένου Μπετ Χαάμ, ήτοι «Οίκος του Εθνους», ειδικώς διασκευασθέντος δι’ αυτήν. Απασαι αι προς αυτό άγουσαι οδοί έχουν αποκλεισθή διά κιγκλιδωμάτων, η δε προς αυτό προσπέλασις και είσοδος επιτρέπεται επί τη επιδείξει ειδικών ταυτοτήτων, εκδιδομένων υπό της Υπηρεσίας Ασφαλείας» (ΑΠ 322/11/8, 12 Απριλίου 1961).
Ετυμηγορία
Η καταδίκη και τα τελευταία λόγια
Με την κατάθεση 1.500 εγγράφων και την εξέταση 100 μαρτύρων, από τους οποίους οι 90 ήταν επιζήσαντες, θύματα του Aϊχμαν αλλά και αμερικανοί αξιωματούχοι που έλαβαν μέρος στη δίκη της Νυρεμβέργης και βρετανοί ακαδημαϊκοί, ιστορικοί του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η δίκη ολοκληρώθηκε στις 14 Αυγούστου 1961. Στις 11 Δεκεμβρίου οι τρεις δικαστές, Λαντάου, Χαλέβι και Ραβέχ, εξέδωσαν καταδικαστική απόφαση και επί των δεκαπέντε κατηγοριών για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που είχαν απαγγελθεί εις βάρος του Αϊχμαν. Στις 15 Δεκεμβρίου τού επεβλήθη η θανατική ποινή. Στις 29 Μαΐου 1962 το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας απέρριψε την αίτηση χάριτος του συνηγόρου του και τα μεσάνυχτα της 31ης Μαΐου 1962 ο Αϊχμαν απαγχονίστηκε.
Προηγουμένως είχε αρνηθεί το τελευταίο του γεύμα και είχε καταναλώσει μισή φιάλη του γνωστού ερυθρού οίνου Καρμέλ. Τα τελευταία του λόγια ήταν «Ζήτω η Γερμανία. Ζήτω η Αυστρία. Ζήτω η Αργεντινή. Υπηρέτησα τη σημαία της πατρίδας μου, εξακολουθώ να πιστεύω στον Θεό». Ακολούθησε καύση της σορού και ρίψη της τέφρας του από σκάφος του Πολεμικού Ναυτικού του Ισραήλ στα νερά της Μεσογείου, αποκλείοντας έτσι το ενδεχόμενο εγέρσεως μνημείου στο όνομά του από οιαδήποτε χώρα στο μέλλον.
Η κυρία Φωτεινή Τομαή είναι ιστορικός, πρεσβευτής σύμβουλος Α’ στο υπουργείο Εξωτερικών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ