Σε προηγούμενο άρθρο μας στο κυριακάτικο «Βήμα» κάναμε νύξη στον πολυσυζητημένο αριστοτελικό όρο «κάθαρση». Στο παρόν θα επιχειρήσουµε να προσεγγίσουµε ερµηνευτικά, όσο μας είναι δυνατόν, τον όρο αυτόν της «Ποιητικής» του Αριστοτέλη –ακροπατώντας σε μερικά από τα βασικότερα μελετήματα της διεθνούς βιβλιογραφίας. Ο όρος «κάθαρση» αποτελεί, όπως είναι γνωστό, την ακροτελεύτια λέξη του περίφημου ορισμού που δίνει ο Σταγιρίτης στην «Ποιητική» του για την τραγωδία.
Για να ξαναθυμηθούμε το νοηματικό πλαίσιο μέσα στο οποίο απαντά ο αινιγματικός αυτός όρος, παραθέτουμε τον ορισμό αυτόν σε ελεύθερη απόδοση στη νεοελληνική: η τραγωδία είναι μίμηση πράξεως σοβαρής και ολοκληρωμένης, που έχει αρχή, μέση και τέλος και κάποια σημαντική έκταση –μέγεθος ευσύνοπτο. Η μίμηση πραγματοποιείται με λόγο ηδυσμένο, εξωραϊσμένο, που έχει δηλαδή ρυθμό, αρμονία και μελωδία· τα ηδύσματα αυτά κοσμούν τα διάφορα μέρη της τραγωδίας, όπου βέβαια το καθένα ταιριάζει. Η πράξη παρουσιάζεται με δράση, κίνηση και δραματικό διάλογο –δηλαδή σαν ζωντανή πραγματικότητα –και όχι με τρόπο αφηγηματικό (όπως συμβαίνει στο έπος). Η τραγωδία διεγείρει στην ψυχή των θεατών τον έλεο και τον φόβο· οι θεατές, με άλλα λόγια, παρακολουθώντας τον ήρωα να πάσχει –που έχει κατά κανόνα υψηλά και ευγενή αισθήματα, αλλά συντρίβεται από κάποια κληρονομική ενοχή ή από κάποια ύβρη ή αμαρτία –νιώθουν ζωηρή συμπάθεια προς αυτόν και βαθιά ανησυχία για την τύχη του· τελικά όμως επέρχεται η κάθαρση.
Τι σημαίνει όμως ο όρος «κάθαρση» στην προκειμένη περίπτωση –αυτή η περίεργη λέξη που επισφραγίζει τον πολύκροτο αριστοτελικό ορισμό της τραγωδίας; Οι βασικές της έννοιες είναι γνωστές: αποβολή των βλαβερών στοιχείων του οργανισμού, καθαρισμός, εξαγνισμός. Τι είδος λοιπόν «καθαρισμού» επισυμβαίνει στις ψυχές των θεατών κατά την παρακολούθηση μιας τραγωδίας; Οι απαντήσεις που έχουν δοθεί έως τώρα στο ερώτημα αυτό θα μπορούσαν να υπαχθούν κατά τη γνώμη μας σε τρεις γενικότερες θεωρίες:
Σύμφωνα με την πρώτη θεωρία, η οποία έχει υποστηριχθεί από αρκετούς φιλολόγους, κριτικούς και αισθητικούς (πβ. Jacob Bernays, Humphrey House και Stephen Halliwell), η ψυχή των θεατών, καθώς βιώνει τα συγκλονιστικά συναισθήματα των τραγικών ηρώων, καθαίρεται, «αποτοξινώνεται» κατά κάποιον τρόπο από ό,τι υπερβολικό, φορτικό και δυσάρεστο τη βαραίνει και ανακουφίζεται, όπως συμβαίνει κατά την εκτέλεση μιας φυσιολογικής λειτουργίας του ανθρώπινου οργανισμού. Δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση η τραγωδία επενεργεί ψυχοθεραπευτικά, αφού καθαρίζει σαν φάρμακο τα πάθη, που αποτελούν για την ψυχή ό,τι περίπου οι βλαβεροί χυμοί για το σώμα. Συνεπώς σύμφωνα με την άποψη αυτήν το τραγικό θέαμα ξαλαφρώνει την ψυχή των θεατών, γιατί με την επενέργειά του τα συναισθήματα του ελέου και του φόβου αποβάλλουν ό,τι επιβλαβές και καταθλιπτικό περιέχουν, και μετουσιώνονται σε διαθέσεις ήρεμες, ανώδυνες –δημιουργώντας ένα αίσθημα ανακούφισης και ευφορίας. Είναι προφανές ότι η θεωρία αυτή (ψυχοφυσιολογική ή ψυχοθεραπευτική) βρίσκεται πολύ κοντά στην κυριολεκτική έννοια του όρου «κάθαρση» (purgatio).
Μια δεύτερη θεωρία για το θέμα αυτό (ηθικοθρησκευτική και ηθικοπαιδαγωγική), που υποστηρίζεται από έναν σημαντικό αριθμό μελετητών της «Ποιητικής» με σημαντικές πάντως διαφοροποιήσεις στην ερμηνευτική στόχευση (πβ. Jonathan Lear και Richard Janko), διατείνεται ότι η τραγωδία με τον έλεο και τον φόβο, καθώς και με την ηθική και θρησκευτική ανάταση που προκαλεί στις ψυχές των θεατών, όχι μόνο συνεπιφέρει ηθικό καθαρμό και εξάγνιση, και κατ’ ακολουθίαν ανύψωση του εσωτερικού τους κόσμου προς τη σφαίρα της θεότητας, αλλά επίσης εκγυμνάζει το πνεύμα και αρτιώνει τον συναισθηματικό κόσμο του ώριμου πολίτη. Ιδιαίτερα, όπως έχει ορθώς επισημανθεί, η αττική τραγωδία υποθάλπει κατ’ εξοχήν δημοκρατικά αισθήματα, επειδή κυρίως η ηπιότητα και η επιείκεια αποτελούν τους ακρογωνιαίους λίθους του δημοκρατικού πολιτεύματος και γενικότερα του νομικού πολιτισμού, ενώ συνάμα ο φόβος συχνά ακονίζει την ανθρώπινη διάνοια. Εν τέλει θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι το φαινόμενο της τραγικής κάθαρσης σηματοδοτεί την ανακούφιση που αισθάνονται οι θεατές λόγω ακριβώς της βαθύτατης συνείδησης που έχουν ότι μπορούν να αποκαθάρουν τα έντονα συναισθήματά τους, του ελέου και του φόβου, μέσα σε ένα καθ’ όλα ασφαλές περιβάλλον, όπως αυτό της δραματικής πράξης, όπου η πτώση του θνητού ήρωα επισυμβαίνει εντός ενός κόσμου που δεν προβάλλει αναγκαστικά ως χαοτικός και μάταιος. Ετσι ενισχύεται η διάθεση της ψυχής προς το αγαθό και διαπαιδαγωγείται ο άνθρωπος προς την αρετή. Η ελληνική τραγωδία, υπογραμμίζει ο Goethe, χαρίζει στην ψυχή μας γαλήνη· αφού πρώτα μας συνταράξει συθέμελα, μας αφήνει ύστερα ήρεμους και γαλήνιους μπροστά στο μυστήριο του θανάτου και της θεότητας.
Κατά την τρίτη θεωρία, σχετική με την προηγούμενη (ηθικοαισθητική) –που φαίνεται ότι είναι εγγύτερα στην αριστοτελική άποψη -, η ηδονή που χαρίζει η τραγωδία, επειδή πηγάζει από τη σύλληψη ενός ποιητικά εκπεφρασμένου υψηλού νοήματος της ανθρώπινης μοίρας, ανεβάζει τον θεατή σε μιαν ανώτερη ηθική και πνευματική σφαίρα. Τα συναισθήματα στην περίπτωση αυτή δεν συγκρούονται αλλά συμφιλιώνονται μέσα στην καθαρή ουσία μιας έλλογης και σύμμετρης συγκίνησης –που δεν διασπά αλλά, αντίθετα, αποκαθιστά την εσωτερική αρμονία του κόσμου της ψυχής· συναδελφώνει τον «λόγο» με τα πάθη του ανθρώπου (πβ. Ευάγγελος Παπανούτσος· επίσης Elizabeth Belfiore και Martha Nussbaum). Οι ήρωες της τραγωδίας με τη δράση και τον χαρακτήρα τους μας συνταράσσουν ως τα κατάβαθα του είναι μας, γιατί αναγνωρίζουμε μέσα σ’ αυτούς κάτι από τον εαυτό μας, και γιατί η τραγική μοίρα τους συμβολίζει την τύχη που θα μπορούσε να είναι και δική μας –το πεπρωμένο που μπορεί να ενεδρεύει στη στροφή του δρόμου για τον καθένα μας.
Ετσι, με την κάθαρση και τα άλλα στοιχεία που προβάλλει ο Αριστοτέλης στην «Ποιητική» του, δίνει τρόπον τινά και απάντηση στις δριμύτατες αιτιάσεις του Πλάτωνα για την τραγωδία και την τέχνη γενικότερα. Γιατί, κατά τον Σταγιρίτη, η τραγωδία δεν εξάπτει, όπως διατείνεται ο Πλάτων αλλά, αντίθετα, καθαίρει τα πάθη· ανεβάζει τον άνθρωπο σε ανώτερο επίπεδο συγκινήσεων και τον κάνει συνεπώς ηθικότερο και πνευματικότερο –δηλαδή περισσότερο Ανθρωπο.
Ο κ. Γεράσιμος Α. Μαρκαντωνάτος είναι διδάκτωρ Κλασικής Φιλολογίας – συγγραφέας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ