Εικόνες ελληνικής απόγνωσης κάνουν τον γύρο του κόσμου. Ο «Guardian» ανέδειξε σε φωτογραφία της ημέρας τη δωρεάν διανομή τροφίμων στο κέντρο της Αθήνας. Δεκάδες άνθρωποι να στριμώχνονται και να απλώνουν τα χέρια περιμένοντας να πάρουν μια σακούλα λεμόνια. Αλλες φωτογραφίες με ανθρώπους να ζητούν δωρεάν λίγα τρόφιμα και άλλους να κόβουν ξύλα προκειμένου να ζεσταθούν αναπαράγονται από τα διεθνή ΜΜΕ.
Η εικόνα μιας εξαθλιωμένης Ελλάδας ταξιδεύει και πληγώνει. Το μιντιατικό τοπίο προβάλλει τις πληγές και τα τραύματα της χώρας μας. Τα προβάλλει αφειδώς, ασύστολα, απερίσκεπτα, θα πουν ορισμένοι και θα δυσφορήσουν. Θα προτιμούσαν να μην υπάρχουν αυτές οι φωτογραφίες και ως διά μαγείας, όπως το πιστεύουν τα μικρά παιδιά, αυτό που δεν προβάλλεται θα είναι σαν να μην υπάρχει. Θυμώνουν όχι με αυτό που απεικονίζουν οι φωτογραφίες αλλά με το ίδιο το γεγονός της απεικόνισης. «Τι θα πουν οι ξένοι; Υπερβάλλουν, μας κάνουν κακό, κάνουν κακό στον τουρισμό μας». Και ω του θαύματος, η δυσφορία ταξιδεύει, μετατοπίζεται (μέσα στο μυαλό τους) από το συμβάν σε αυτό που προβάλλεται ως συμβάν.
Πόση ιδεολογική δουλοπρέπεια κρύβει κάτι τέτοιο; Τι είδους παραμορφωτικός καθρέφτης είναι αυτός που έχουμε από τα βάθη των χρόνων εγκαταστήσει μέσα στο σπίτι μας; Μέσα στον καθρέφτη αντί να βλέπουμε τον εαυτό μας, βλέπουμε την εικόνα που εικάζουμε ότι οι άλλοι έχουν για εμάς. Εμείς ως οι άλλοι. Ο υπηρέτης που βλέπει στον καθρέφτη την εικόνα του όπως φαντάζεται ότι θα την ήθελε το αφεντικό του.
Πόσο μας χαρακτηρίζει ως κοινωνία ο μηχανισμός αυτός;
Εχω την αίσθηση πως η δυσφορία αυτή για τις «κακές εικόνες» αποτελεί το σύμπτωμα μιας έμμονα υποκριτικής, ψευδαισθησιακής ανάγκης τακτοποίησης μιας ατακτοποίητης τάξης πραγμάτων. Κάτι το δικό μας, κάτι με το οποίο έχουμε μάθει να ζούμε. Η δυσφορία για την εικόνα της εξαθλίωσης, και όχι για την ίδια την εξαθλίωση, είναι εναρμονισμένη με έναν τρόπο με τον οποίο έχουμε μάθει να ζούμε, να υπάρχουμε, να συνυπάρχουμε, να μεγαλώνουμε, να εκπαιδεύουμε τα παιδιά μας, και κάποια στιγμή να πεθαίνουμε μέσα στο ψέμα και την κατασκευή. Στο όνομα του «τι θα πει ο άλλος». Αλήθεια αυτό το «τι θα πει ο άλλος» σε πόσες ελληνικές οικογένειες δεν έχει λειτουργήσει, από τα βάθη των χρόνων, σαν πυξίδα «διαπαιδαγώγησης;». «Εχω καθαρό το κούτελό μου εγώ», «πρόσεχε τι θα πει ο γείτονας». Οχι πρόσεχε γι’ αυτό που είσαι, όχι πρόσεχε γι’ αυτό που γίνεσαι, αλλά γι’ αυτό που ο άλλος θα βλέπει σε σένα ότι είσαι. Και καθώς το βλέμμα είναι παραμορφωτικό και καθώς ο άλλος βλέπει πάντα με τα δικά του μάτια, εσύ είσαι συνεχώς υπόλογος σε ένα μη δυνάμενο ποτέ να ικανοποιηθεί αλλότριο βλέμμα. Ο άλλος θα σε κρίνει σύμφωνα με τα δεδομένα του. Εσύ θα πρέπει να αναλώσεις μια ζωή για να βρεις ποια είναι αυτά τα δεδομένα ώστε να συμμορφωθείς. Σε θέλουν πειθαρχημένο, τακτικό, εργατικό; Σε θέλουν ευφάνταστο και επινοητικό; Σε θέλουν εξαρτημένο και υποταγμένο; Με πρωτοβουλίες και αυτενέργεια; ‘Η μήπως σε θέλουν άλλοτε έτσι και άλλοτε αλλιώς;
Ευφάνταστα εργατικός; Επινοητικά υποταγμένος; H συμμόρφωση στο βλέμμα του άλλου είναι πάντα ατελής και ανολοκλήρωτη.
Ευφάνταστα εργατικός; Επινοητικά υποταγμένος; H συμμόρφωση στο βλέμμα του άλλου είναι πάντα ατελής και ανολοκλήρωτη.
Η ιστορία με τις φωτογραφίες της ντροπής με κάνει να σκεφτώ πόσο το ψέμα συνοδεύει το μεγάλωμα ενός παιδιού σε μια ελληνική οικογένεια. «Πόσο με αγαπάς;». Υπάρχει οικογένεια που να μην έχει απευθύνει στο παιδί αυτό το ερώτημα; Μαζί με ένα ακόμη πιο φορτισμένο: «Ποιον αγαπάς πιο πολύ;». Δίχως να το πολυσκεφτείς, παρακινείσαι να πεις: «Ναι, σε αγαπώ πολύ». «Ναι! Εσένα αγαπώ πιο πολύ», για να μη δυσαρεστήσεις κανέναν, για να μη χάσεις αγάπη, αποδοχή και θαλπωρή. Ταυτόχρονα η παρότρυνση να είσαι όπως κάποιος άλλος, σε ακολουθεί από την αρχή της ζωής. «Να είσαι σαν τον Α, δες πόσο προκομμένος είναι»… Αυτή η επιταγή να είσαι σαν τον άλλον που δεν είσαι, να τον φτάσεις, να τον μιμηθείς, μοιάζει να είναι ένα από τα βασικά γνωρίσματα της ελληνικής οικογένειας. Πέρα από τη συνάφειά της με τον ανθρώπινο ψυχισμό, αυτή η προς τον άλλον έκκληση δεν ξέρω πόσο σχέση έχει και με την ιστορία και τα ιστορικά βιώματα της χώρας μας, ωστόσο εκείνο που μπορώ να πω είναι ότι με αυτόν τον τρόπο χτίζεται με επιμέλεια αυτό που θα μπορούσαμε να περιγράψουμε ως «ψευδή εαυτό» ή μια «δήθεν» (As if) προσωπικότητα. Μια προσωπικότητα ξένη, αποκομμένη από την πραγματικότητα των συναισθημάτων της. Υπάρχει δηλαδή ένα δούναι και λαβείν, σαν εμπορική συναλλαγή, στις σχέσεις όπου το ψέμα βρίσκει πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθεί, προκειμένου να είναι κανείς αρχικά αρεστό παιδί, στη συνέχεια αρεστός εραστής, σύζυγος, εργαζόμενος κ.ο.κ. Στο τέλος, αν το ψέμα γίνει συστατικό κομμάτι της αλήθειας σου, δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τι είναι πραγματικό και τι δεν είναι.
Οι εικόνες ντροπής της Ελλάδας και το πώς τις προσλαμβάνουμε είναι κομμάτι του εαυτού μας. Είναι εικόνες μιας αλήθειας που αξίζει να μην εξορίσουμε. Στην κοινωνία του ενός τρίτου, με μια φτώχεια που τσακίζει τα κόκαλα των Ελλήνων, είναι ίσως η στιγμή να τοποθετηθούμε αλλιώς απέναντι στην αλήθεια του καθρέφτη μας.
Ενας επιπλέον τρόμος παραμένει ανοιχτός: ο εθισμός και η φυσικοποίηση τέτοιων εικόνων… Αλλά γι’ αυτόν, τον άλλον τρόμο, δεν θα μεριμνήσει η προβολή της αλήθειας αλλά η μεταμόρφωσή της.
(Ιδωμεν… το μέλλον ανήκει στην έκπληξη.)
Η κυρία Φωτεινή Τσαλίκογλου είναι καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.