Μεγάλοι στοχαστές του δυτικού πολιτισμού, φιλόσοφοι όπως ο Καντ και ο Χέγκελ, θεμελιωτές της κοινωνικής επιστήμης όπως ο Μαξ Βέμπερ και ο Νόρμπερτ Ελίας, είχαν διατυπώσει την άποψη ότι καθώς ο πολιτισμός προοδεύει και ο κόσμος εκπολιτίζεται θα λιγοστεύει η βία. Βία και νεωτερικότητα θεωρούνταν αποκλίνουσες διαδικασίες. Η βία δεν θα εξαφανιζόταν, αλλά θα την απορροφούσε κατ’ αποκλειστικότητα το κράτος· θα την ασκούσε με κανόνες. Οι κανόνες θα όριζαν συμπεριφορές που οι πολίτες θα τις εσωτερίκευαν για να μην προσκρούσουν στα όριά τους. Στον βαθμό που ατομικές επιδιώξεις και γενική βούληση, το ατομικό και το γενικό καλό θα συνέκλιναν και θα συντονίζονταν, οι πολιτείες θα ταξίδευαν στη μέση οδό ανάμεσα στην αυταρχική βία και στην άναρχη οχλοκρατία.
Γνωρίζουμε τώρα ότι τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν έτσι. Η νεωτερικότητα όχι μόνο δεν περιόρισε τη βία, αλλά ανέπτυξε μορφές βίας πρωτοφανείς σε έκταση και οδυνηρές συνέπειες. Η επέκταση του πολιτισμού από τους πολιτισμένους στους απολίτιστους έγινε με την αποικιοκρατική βία, τον ρατσισμό, με μεθόδους που αργότερα εφαρμόστηκαν στην ίδια την Ευρώπη με τη ναζιστική βία. Οι πρώτες συστηματικές εξοντώσεις πληθυσμών και πειράματα πάνω σε ανθρώπινους οργανισμούς έγιναν στην Αφρική. Οπως έχει γράψει ειρωνικά ο Ζίζεκ, ο κανίβαλος εκπληρώνει την πολιτισμική του αποστολή κατασπαράσσοντας τον τελευταίο κανίβαλο.
Αλλά και η ίδια η πρόοδος του πολιτισμού δεν ήταν μια πορεία συνολική. Περιέκλειε εντός της αβυσσαλέες ανισότητες. Το γενικό καλό περιχαρακώθηκε σε εθνικά σύνορα και οι εθνικοί πόλεμοι αποδείχθηκαν αιματηροί, ιδίως όταν αφορούσαν την αναδιανομή του κόσμου και την ανωτερότητα ορισμένων φυλών έναντι άλλων. Οι γενοκτονίες των Αρμενίων, των εβραίων, τα 20 εκατομμύρια των ρώσων θυμάτων, οι σφαγές στη Μαντζουρία, η Χιροσίμα συγκλόνισαν την ευρωπαϊκή συνείδηση μεταπολεμικά. Δεν δημιουργήθηκαν όμως αποφασιστικές διαδικασίες και μηχανισμοί αποτροπής της βίας. Ούτε και στο εσωτερικό των εθνών η πολιτισμική κοινότητα στάθηκε ικανή να ειρηνεύσει τα πάθη από τις μεγάλες κοινωνικές ανισότητες. Αιματηρές επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις, απελευθερωτικά κινήματα που μετασχηματίστηκαν σε ολοκληρωτικά καθεστώτα συγκλόνισαν τον 20ό αιώνα. Στην Ελλάδα και στην Ισπανία το αίμα που χάθηκε στους εμφυλίους πολέμους ακόμη διχάζει.
Το 1989 και η πτώση του Τείχους υποσχέθηκαν μια νέα αρχή, μια καινούργια ειρηνική εποχή, την «Ευρώπη χωρίς σύνορα», την «οικογένεια των ευρωπαϊκών εθνών». Οι λαοί που έριξαν τα καθεστώτα της Ανατολικής Ευρώπης εμπνέονταν από το ιδεώδες μιας δημοκρατικής και δίκαιης κοινωνικά Ευρώπης, όχι του καπιταλισμού καζίνου και της εκπτώχευσης, της παράνομης μετανάστευσης, της ταπείνωσης και της εκπόρνευσης. Οι χώρες αυτές έγιναν πεδία πειραματισμών και οι Ευρωπαίοι χωρίς ευρώ, δεύτερης κατηγορίας πολίτες. Οι πόλεμοι της Γιουγκοσλαβίας επανέφεραν τους βομβαρδισμούς και τις σφαγές στο ευρωπαϊκό έδαφος (Σρεμπρένιτσα), την ίδια εποχή πάνω-κάτω που η υπόλοιπη Ευρώπη φαινόταν να ακολουθεί τις ιδέες του Καντ για την κοσμοπολιτική ειρήνη. Από τη δεκαετία του ’90 άνοιξε και το μέτωπο του πολέμου στον αραβομουσουλμανικό κόσμο. Εχοντας η Ευρώπη φυτέψει στη Μέση Ανατολή τις δικές της ενοχές για το Ολοκαύτωμα, αφήνει να αιμορραγεί εκεί η πληγή, πολλές δεκαετίες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τρομοκρατία και πόλεμοι εναντίον της τρομοκρατίας, Δίδυμοι Πύργοι και Σοκ και δέος, σκόρπισαν θάνατο και δυστυχία αλλά και εθισμό στη βία σε έναν ολόκληρο κόσμο, από το Πακιστάν έως την Ανατολική Αφρική, αλλά και στην ίδια την Αμερική. Η Αραβική Ανοιξη ήταν μια πανίσχυρη αντίδραση των λαών, ένα αίτημα δημοκρατίας, αλλά πνίγηκε στο αίμα και στις αναθυμιάσεις του πετρελαίου στη Λιβύη και στη Συρία.
Και τώρα το ρίγος της βίας διατρέχει τη σπονδυλική στήλη της Ελλάδας. Πολλές φορές αυτή η βία καταγγέλλεται ως η επιβίωση μιας κουλτούρας της ανομίας, ως καταλοιπικό φαινόμενο, ως ελλιπής εκμοντερνισμός. Λάθος. Είναι επιβίωση της προνεωτερικής βίας, στον ίδιο βαθμό με τις σφαγές των νηπίων στα αμερικανικά σχολεία. Γιατί η βία είναι στην καρδιά της νεωτερικότητας και του σύγχρονου κόσμου. Μόνο μια τελεολογική άποψη θα έβλεπε τον πολιτισμό ως περιορισμό της βίας, και τον εκμοντερνισμό του κόσμου συνώνυμο της ειρήνης και της ευτυχίας. Αλλά στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα μάς επιτρέπονται παρόμοιες αυταπάτες; Μπορούμε να είμαστε ακόμη δέσμιοι μιας ευθύγραμμης πορείας προόδου του κόσμου; Ούτε καν οι πολυδιαφημισμένες «μεταρρυθμίσεις» δεν υπόσχονται πλέον μια καλύτερη εποχή.
Είναι λοιπόν η νεωτερικότητα, ως διαδικασία του εκπολιτισμού, αντίθετη με τη βία, ή μήπως την εκτρέφει μεταβάλλοντας τις μορφές της; Υπήρξαν η κρατική καθυπόταξη της βίας και η έλλογη χρήση της στοιχεία ανάπτυξης του πολιτισμού; Και τότε γιατί πολλαπλασιάζονται τα τυφλά σημεία ανεξέλεγκτης βίας; Γιατί στενεύει η μέση οδός της δημοκρατίας που υποδεικνύει η αντίληψη του γενικού καλού; Το γενικό καλό έχει νόημα αποκλειστικά μέσα σε μια ιδεολογία της προόδου που υπόσχεται γενική βελτίωση. Σε αντίθετες συνθήκες, όπως οι σημερινές, που παρά την κοινοβουλευτική μορφή του πολιτεύματος η κοινωνία αλλάζει από τα πάνω και αλλάζει βίαια με νομοθετικά διατάγματα, η καταγγελία της βίας μεταβάλλεται σε υποκρισία. Οταν το κοινωνικό συμβόλαιο διαρρηγνύεται βίαια, η υποκριτική καταγγελία της βίας λειτουργεί ως εξιδανίκευσή της, τη ριζοσπαστικοποιεί, τη μετατρέπει σε στοιχείο απόλαυσης των αποστερημένων. Η βία αποκτά κάτι από το πνεύμα του βίαιου καρναβαλιού, της επιτελεστικής αυθάδειας των υποδεεστέρων, της αντιστροφής των ρόλων πριν από την υποταγή.
Δεν θα καταλάβουμε την ελληνική βία αν δεν τη θέσουμε στη ζοφερή προοπτική της σύγχρονης βίας, του τέλους της προόδου, της αύξησης της ανασφάλειας και των ανισοτήτων που διαρρηγνύουν την έννοια του γενικού καλού. Δεν έχουμε καμιά επαγγελία, ούτε καμιά ένδειξη ότι ο 21ος αιώνας θα μπορούσε να είναι λιγότερο βίαιος από τον 20ό. Το μέλλον δεν εμφανίζεται καλύτερο και πιο ελπιδοφόρο από το παρελθόν. Αν κάτι θα μπορούσε να μετριάσει την απαισιοδοξία είναι ο σκεπτικισμός. Σκεπτικισμός για τις βεβαιότητες. Η κρίση εμφανίζεται με διχοτομικές αλήθειες. Θα κάνουμε τούτο να σωθούμε ή εκείνο να χαθούμε; Ωστόσο, αν γνωρίζαμε την πορεία της κρίσης, δεν θα βρισκόμασταν σε κρίση, θα την είχαμε ξεπεράσει. Κρίση είναι μια πορεία σε άγνωστες, σκοτεινές και φουρτουνιασμένες θάλασσες. Αλλά οφείλουμε επιφυλακτικότητα όχι μόνο ως προς τι δεν γνωρίζουμε, αλλά και ως προς αυτά που γνωρίζουμε, τις πολιτικές μας πεποιθήσεις και τις αφηρημένες ιδέες. Οφείλουμε αμφιβολίες απέναντι στις βεβαιότητες του «Δεν υπάρχει άλλη λύση» ή στις αυταπάτες της επιστροφής στο παρελθόν και στα χρόνια της αφθονίας. Ο σκεπτικισμός για να δημιουργήσει ένα πολιτισμικό τείχος απέναντι στη βία πρέπει να διαπερνά όχι μόνο τις ιδέες αλλά και να μετριάζει τους τρόπους δράσης και να συνδυάζεται με μια κάποια αναγνώριση των ενοχών μας.
Γιατί στον 20ό αιώνα δοκιμάσαμε όλες τις υποσχέσεις, όλες τις ιδέες, είπαμε όλα τα λόγια και τα ξόρκια. Δεν μας παίρνει να επικαλούμαστε το τεκμήριο της αθωότητας. Οι κήρυκες του δικαίου και της ηθικής, ακόμη κι αν είναι δίκαιοι και ηθικοί, χωρίς σκεπτικισμό και χωρίς συναίσθηση ενοχής, είναι φορείς βίας, είναι επικίνδυνοι.
Και η ελπίδα; Υπάρχει τόπος για την ελπίδα σήμερα; Το να αποκλείσεις κάθε ελπίδα είναι εξίσου βίαιο με το να πιαστείς άκριτα από αυτήν. Αλλά αν υπάρχει πραγματικά κάποιο αντίδοτο στη βία, είναι μια κουλτούρα ελπίδας, μια πολιτική ελπίδας, όχι υποσχέσεων.
Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ