Τα τελευταία τριάντα χρόνια η ζωή μας είχε υλιστική και ιδιοτελή χροιά. Η βασική μας επιδίωξη ήταν το υλικό συμφέρον. Ξέραμε πόσο κοστίζουν τα πράγματα αλλά όχι πόσο αξίζουν! Η ευημερία κάποιων χωρών, που τώρα δοκιμάζονται, είχε καταστεί το πρότυπο αναπτυξιακό μοντέλο που προσπαθούσαμε να μιμηθούμε, αν και η σκέψη μας ήταν στραμμένη στον Πιραντέλο και το απόψε αυτοσχεδιάζουμε…
Η απότομη, αν και πλασματική, οικονομική μεγέθυνση ωφέλησε μεν τους πάντες, αλλά υπηρέτησε δυσανάλογα μια μικρή μειοψηφία που βρισκόταν στην κατάλληλη θέση για να την εκμεταλλευτεί. Όπως είναι γνωστό, η οικονομική μεγέθυνση ευνοεί κατά κανόνα τους λίγους οξύνοντας τη σχετική υστέρηση των πολλών. Όσο πιο μεγάλο είναι το άνοιγμα ανάμεσα στους λιγοστούς πλούσιους και στους πολλούς που έχουν γίνει φτωχοί, τόσο χειρότερα είναι τα κοινωνικά προβλήματα. Το κρίσιμο δεν είναι πόση αφθονία απολαμβάνει μια χώρα, αλλά πόσο άνιση είναι. Οι φτωχοί μένουν φτωχοί… Σε συνθήκες κρίσης, το οικονομικό μειονέκτημα της συντριπτικής πλειοψηφίας μεταφράζεται σε κακή υγεία, χαμένες μορφωτικές ευκαιρίες και στα γνωστά προβλήματα της κατάθλιψης. Οι άνεργοι και οι υποαπασχολούμενοι χάνουν τις δεξιότητες που είχαν αποκτήσει και γίνονται χρόνια άχρηστοι για την οικονομία. Δεν είναι πλέον πλήρη μέλη της κοινωνίας!
Το οικονομικό μοντέλο που είχε επικρατήσει σε πολλές χώρες δημιούργησε προβλήματα συλλογικής φτώχειας, εύκολα αναγνωρίσιμα: ημιτελείς δρόμοι, χρεοκοπημένες πόλεις, υπολειτουργούντα νοσοκομεία, αποτυχημένη εκπαίδευση, άνεργοι, ευέλικτη εργασία, ανασφάλιστοι, υποβάθμιση του κράτους πρόνοιας.
Ο κόσμος μας έγινε ανασφαλής. Η ανασφάλεια όμως τρέφει το φόβο. Και ο φόβος-φόβος της αλλαγής, φόβος της παρακμής, φόβος των ξένων και του μη οικείου κόσμου-διαβρώνει την εμπιστοσύνη και την αλληλεξάρτηση στις οποίες στηρίζονται οι κοινωνίες. ( T. Judt, τα δεινά που μαστίζουν τη χώρα, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2012).
Οι κοινωνίες έχουν ανάγκη από περιβάλλον αισιοδοξίας. Μια τέτοια προοπτική απαιτεί την αποκατάσταση της υπερηφάνειας και του αυτοσεβασμού των «χαμένων» της κοινωνίας.
Στη χώρα μας υπάρχουν πολλές αιτίες οργής: αύξηση των ανισοτήτων πλούτου και ευκαιριών, ταξικές αδικίες, οικονομική εκμετάλλευση -εγχώρια και διεθνής-, διαφθορά, προνόμια που φράζουν τις αρτηρίες της δημοκρατίας. Οι ρητορείες κάποιων πολιτικών γι’ αυτές τις παθογένειες δεν ωφελούν, οι ρεαλιστικές προτάσεις για μια άλλη πορεία είναι το ζητούμενο.
Η κρίση καθιστά αναγκαίο τον πολιτικό διάλογο για το ρόλο του κράτους, τις αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας, τις δεξιότητες με τις οποίες πρέπει να εφοδιαστεί το ανθρώπινο δυναμικό ( ο ανταγωνισμός με το ανθρώπινο δυναμικό της Ανατολής, χαμηλών αμοιβών και απουσία δικαιωμάτων, δεν είναι δυνατός), την αναμόρφωση και τη λειτουργία των θεσμών. Στη χώρα μας η κατάσταση περιπλέκεται λόγω της αδυναμίας εφαρμογής του νόμου, αλλά και της αδυναμίας της αφομοίωσης του ρόλου του πολίτη, του ενεργού πολίτη.
Εδώ και πολλά χρόνια, είχαμε πάψει να θέτουμε πολιτικά ερωτήματα, που η ικανοποίησή τους θα οδηγούσε σε μια καλύτερη κοινωνία. Όμως, η αποπολιτικοποίηση που κυριάρχησε και κυριαρχεί, όταν δεν σταματά στην υγιή αποστασιοποίηση από την ιδεολογική πόλωση που συνόδεψε τη μεταπολίτευση, είναι ένας επικίνδυνος και ολισθηρός κατήφορος. Υπάρχει «δημοκρατικό έλλειμμα».
Από την ιστορία μας ξέρουμε: η συμμετοχή στον τρόπο του άρχεσθαι όχι μόνο εντείνει το συλλογικό αίσθημα ευθύνης για όσα πράττει η θεσμοθετημένη εξουσία, αλλά επίσης κρατά τους εκφραστές της τίμιους και αποτρέπει τις αυταρχικές τους υπερβασίες και τη διαφθορά.
Για να αλλάξουμε τη ροή των πραγμάτων πρέπει να εγκύψουμε στα βαθύτερα αίτια που έφεραν την κοινωνία σε παρακμή και μαζί να δώσουμε νόημα στο δημοκρατικό διάλογο και τους θεσμούς.
Ο. Καθηγητής Χρήστος Β. Μασσαλάς-π. Πρύτανης του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
E-mail: cmasalas@cc.uoi.gr