Την ιστορία της Θεσσαλονίκης μπορεί κάποιος να τη δει με τον παλαιό σχολικό τρόπο ως ολοκλήρωση της εθνικής επικράτειας από δύο χαρισματικούς ηγέτες, τον Βενιζέλο και τον Κωνσταντίνο, μπορεί όμως και να τη δει στο πλαίσιο των αλλαγών που αναδιοργάνωσαν τη μισή Ευρώπη, διαλύοντας τρεις αυτοκρατορίες, δημιουργώντας πολλά νέα κράτη, ακόμη περισσότερες μειονότητες και μερικά εκατομμύρια προσφύγων, ανάμεσά τους και οι δικοί μας του 1922. Στον στρόβιλο αυτό, που συνεχίστηκε με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλές πόλεις άλλαξαν επικυρίαρχους, όνομα και πληθυσμό. Μια από αυτές είναι η Θεσσαλονίκη.
Υπήρξε μια τυπική ανατολίτικη και κοσμοπολίτικη, πολυεθνική και πολυθρησκευτική πόλη στις αρχές του αιώνα, που κυριολεκτικά μεταστοιχειώθηκε. Στον 20ό αιώνα η πόλη έμοιαζε με παλίμψηστο. Καθώς σβηνόταν το παλιό κείμενο, γραφόταν πάνω ένα καινούργιο. Χάνοντας μία-μία τις μεγάλες και μικρές κοινότητές της δεν έχανε μόνο ανθρώπους. Εχανε τρόπους ζωής, γειτονιές, στέκια, γλώσσες, έντυπα, κουλτούρες. Και πάνω στα παλιά ίχνη έρχονταν νέοι άνθρωποι, νέες κοινότητες και έγραφαν τον δικό τους πολιτισμό, και άφηναν τα δικά τους ίχνη. Στους δύο πολέμους χάθηκε ο εβραϊκός πληθυσμός της πόλης και την εγκατέλειψαν ο μουσουλμανικός και ο σλαβικός πληθυσμός της. Σβήστηκε η παρουσία τους στον χώρο, η γλώσσα τους, ο πολιτισμός τους. Ηλθαν άλλοι, οι πρόσφυγες της Μικρασίας, της Θράκης και του Πόντου, και έκαναν τις δικές τους γειτονιές. Στα μεταπολεμικά χρόνια ήρθαν οι εσωτερικοί πρόσφυγες από τα χωριά που δοκιμάστηκαν από τον Εμφύλιο. Και εκεί που η πόλη από πολυεθνική έγινε μονοεθνική, έφτασαν μετά το 1989 καινούργιοι πρόσφυγες, και την έκαναν ξανά πολυεθνική, φέρνοντας μαζί τον τρόπο της ζωής τους, τη γλώσσα τους και τις συνήθειές τους. Πάνω στο σώμα της πόλης γράφηκαν νέα ονόματα, ακούστηκαν νέοι ήχοι, μύρισαν καινούργια φαγητά.
Οι μεταστοιχειώσεις αυτές της πόλης συντελέστηκαν σε όλα τα πεδία. Στο παραγωγικό, στο πολιτικό και στο πολιτισμικό. Καθώς άλλαξε η κοινωνική σύνθεση του πληθυσμού, άλλαξε εν τέλει και η πολιτική φυσιογνωμία της πόλης.
Η Θεσσαλονίκη ήταν μια πόλη που τη χαρακτήριζε η πόλωση, την οποία την ενίσχυαν και ο πολυεθνικός της χαρακτήρας αλλά και το γεγονός ότι βρισκόταν κοντά στα σύνορα, σε περιοχές μήλον της Εριδος ανάμεσα σε γειτονικά κράτη, σε περιοχές πεδία του Εμφυλίου Πολέμου, στη γραμμή του Ψυχρού Πολέμου που δίχαζε την Ευρώπη και τον κόσμο. Η Θεσσαλονίκη επομένως είχε ισχυρή Αριστερά και μια ισχυρή Δεξιά, με ακραίες προεκτάσεις.
Η Αριστερά είχε τις ρίζες της στους εβραίους Σοσιαλιστές της Φεντερασιόν, στους καπνεργάτες, στους πρόσφυγες. Τρεφόταν από μια εργατική κουλτούρα που στη Θεσσαλονίκη είχε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, καθώς και από το Πανεπιστήμιο με τις προοδευτικές για την εποχή παραδόσεις και το φοιτητικό του κίνημα. Είχε τα συνδικάτα της, τις «κόκκινες» συνοικίες της, τους δημάρχους της, τους ποιητές και τη λογοτεχνία της, τα σύμβολά της, τα ανθρώπινα και οικογενειακά δίκτυα αλληλεγγύης. Υπήρχε μια διανοούμενη Θεσσαλονίκη η οποία επειδή ήταν μακριά από τα αθηναϊκά κέντρα εξουσίας ήταν πιο ανεξάρτητη, πιο κριτική, λιγότερο βιαστική, επικοινωνούσε χωρίς ενδιαμέσους με τα μεγάλα διεθνή ρεύματα. Ο κόσμος αυτός συγκροτούσε έναν πολιτισμό. Εναν πολιτισμό καθημερινό, που οριζόταν στον χώρο από διαδρομές και στέκια (καφενεία, ταβέρνες, βιβλιοπωλεία), και στον χρόνο από τις τακτικές εβδομαδιαίες συναντήσεις της παρέας και τις πολιτικές ή λογοτεχνικές εκδηλώσεις.
Η Δεξιά είχε τις καταβολές της στις εθνοτικές συγκρούσεις που κληροδότησαν οι Βαλκανικοί πόλεμοι, αλλά και στις φασίζουσες οργανώσεις του Μεσοπολέμου. Στη μεταπολεμική περίοδο επιβίωσαν πολιτικά ή παραπολιτικά μορφώματα που δημιουργήθηκαν στην Κατοχή, σε συνεργασία με τις κατοχικές αρχές, τα οποία έλαβαν μέρος στη νομή των εβραϊκών περιουσιών (άλλο ένα απαραβίαστο κεφάλαιο στην ιστορία των μεταπολεμικών οικονομικών ελίτ της πόλης). Αυτά τα μορφώματα επιβίωσαν παρασιτώντας στις επίσημες δομές της πολιτικής ζωής στα μετεμφυλιακά χρόνια δημιουργώντας μαζί με αυτές ένα εκρηκτικό μείγμα διακυβέρνησης το οποίο σε δύο δεκαετίες συσσώρευσε πέντε πολιτικές δολοφονίες (Γιάννης Ζεύγος, Τζορτζ Πολκ, Γρηγόρης Λαμπράκης, Γιάννης Χαλκίδης, Γιώργος Τσαρουχάς). Πέντε δολοφονίες, από τους οποίους δύο βουλευτές, σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, δημιουργούν στίγμα για την πόλη. Αυτή ήταν η Θεσσαλονίκη των πολιτικών δολοφονιών.
Η πόλη υπέστη επίσης και τις συνέπειες των αλλαγών στα Βαλκάνια, τόσο με την υπόθεση του ονόματος της Μακεδονίας όσο και με την καινούργια μετανάστευση από τις πρώην ανατολικές χώρες. Μετά το 1990 η ονοματολογία απορρόφησε τόσο πολύ τη δυναμική της πόλης ώστε η ιδιαίτερη προσωπικότητά της διαλύθηκε σε έναν νέο εθνικισμό. Πρόκειται για ένα μείγμα αναφορών σε στρατιωτικά κατορθώματα του παρελθόντος και στην Εκκλησία, το οποίο συγκροτεί τη δομή και την αισθητική της τυπικά βαλκανικής παραλλαγής εθνικισμού: αυτού του τύπου τον εθνικισμό μπορεί να τον συναντήσει κάποιος σε όλες τις γειτονικές βαλκανικές χώρες. Μια ιδεολογία που έγινε το εξαγνιστήριο λουτρό για να ξαναμπούν στη δημόσια σφαίρα άνθρωποι και ιδέες εξοβελισμένες από την εποχή της δικτατορίας. Το παλαιό πολύπαθο πρόσωπο της πόλης χάνεται κάτω από μια νέα ρητορεία. Η συζήτηση για τις ταυτότητες επισκίασε τις πολλαπλές ταυτότητες της πόλης. Κυρίως επισκίασε τη συζήτηση για το μέλλον. Παρ’ όλα αυτά η πόλη σκιρτά. Η κρίση δημιουργεί δίκτυα αλληλεγγύης, κοινότητες προβληματισμού. Γίνονται πρωτοποριακά πράγματα στην τέχνη και στα μουσεία, και αυτά αντισταθμίζουν ως έναν βαθμό την επίσημη ομοιομορφία. Αυτοί είναι οι πυρήνες μιας «άλλης» Θεσσαλονίκης, δημιουργικής, στοιχεία ενός δυνητικά νέου προσώπου της πόλης.
Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ