Η αναγκαιότητα ενός εθνικού μνημονίου

Ενα μήνα μετά τις εκλογές της 6ης Μαΐου, η συλλογική συνείδηση διαμορφώνεται μέσα από μία αντίφαση: παραμονή στο ευρώ με ταυτόχρονη απόρριψη του μνημονίου. Ενσωματωμένη στην εκλογική αντιπαράθεση, αυτή η αντίφαση εδράζεται από τη μια στον πραγματικό κίνδυνο εξόδου της χώρας από το ευρώ - μιας προοπτικής που προκαλεί φόβο - κι από την άλλη στην άποψη που υποστηρίζει την ύπαρξη μιας διεθνούς «μπλόφας», διασκεδάζοντας και κυρίως μεταθέτοντας τον φόβο.

Ενα μήνα μετά τις εκλογές της 6ης Μαΐου, η συλλογική συνείδηση διαμορφώνεται μέσα από μία αντίφαση: παραμονή στο ευρώ με ταυτόχρονη απόρριψη του μνημονίου. Ενσωματωμένη στην εκλογική αντιπαράθεση, αυτή η αντίφαση εδράζεται από τη μια στον πραγματικό κίνδυνο εξόδου της χώρας από το ευρώ – μιας προοπτικής που προκαλεί φόβο – κι από την άλλη στην άποψη που υποστηρίζει την ύπαρξη μιας διεθνούς «μπλόφας», διασκεδάζοντας και κυρίως μεταθέτοντας τον φόβο. Ετσι η εθνική κρίση εμφανίζεται σαν ένας αγώνας μεταξύ εκβιαστών και εκβιαζομένων, με έντονο σασπένς και άδηλη κατάληξη.
Εδώ ακριβώς εντοπίζεται η τραγικότητα της υπόθεσης. Γιατί ούτε οι ξένοι εταίροι ούτε ο ελληνικός λαός – που επιχειρείται να παρουσιαστούν σαν ανταγωνιστές – επιδιώκουν το μοιραίο. Ωστόσο, το μοιραίο κινδυνεύει να προκύψει ως ακούσιο αποτέλεσμα της αμηχανίας, της αγκύλωσης και της αδράνειας -κυρίως της δικής μας. Σύμφωνα με μια πρόσφατα διατυπωμένη και εξόχως λαϊκίστικη αντίληψη, οι εταίροι – Ελληνες και Ευρωπαίοι – έχουν μεταβληθεί σε εχθρούς που, κατέχοντας πυρηνικά, αλληλοεκβιάζονται χωρίς φαινομενικά να τους απασχολεί η αλληλοκαταστροφή. Ομως, σε ποια θεωρητική βάση και ποια πρακτική του σύγχρονου ευρωπαϊσμού μπορεί να βασίζεται μια τέτοια αντίληψη; Η σημερινή Ευρώπη οικοδομήθηκε στη βάση του αμοιβαίου σεβασμού, της συνεργασίας, των συνεχών διαπραγματεύσεων και της τήρησης των συμφωνιών από όλους. Αντίθετα, στην Ελλάδα, η οποία μόνον περιστασιακά ανταποκρίθηκε στις δύσκολες απαιτήσεις της ευρωπαϊκής συμμετοχής της, κάποιες δυνάμεις επιχειρούν να εμφανίσουν ως δομικό στοιχείο του ευρωπαϊκού οικοδομήματος τη συνεχή εσωτερική, παλαιού τύπου εμφυλιοπολεμική αντιπαράθεση. Αυτές οι δυνάμεις παραγνωρίζουν ότι εάν σ’ έναν διεθνή θεσμό εθελοντικής συμμετοχής οι σχέσεις αποκτήσουν ανταγωνιστικό και εχθρικό χαρακτήρα δεν υπάρχει επιστροφή. Η ρήξη είναι αναπόφευκτη και οι συνέπειες ανυπολόγιστες. Και όπως θα πρέπει να γνωρίζουμε χωρίς αυταπάτες, σε τέτοιες περιπτώσεις η πολιτική υπερισχύει της νομικής και των συνθηκών. Με άλλα λόγια, όπως η πολιτική υπερίσχυσε στη θετική για εμάς περίπτωση της χρηματοδοτικής διάσωσης της χώρας, έτσι θα υπερισχύσει και στην αρνητική για την έξοδό της.
Σήμερα, προτάσσοντας ως δικαιολογία τη «δύσκολη σχέση» μας με την Ευρώπη, επιμένουμε να αρνούμαστε κάτι που τουλάχιστον στο κύριο μέρος του θα χρειαζόταν να το κάνουμε από μόνοι μας. Γιατί επιτέλους θα πρέπει να συνεννοηθούμε για το τι θέλουμε να είναι η Ελλάδα. Χωρίς περιττές θεωρίες, θα πρέπει να αποφασίσουμε ποια θα ‘ναι η φυσιογνωμία της και επομένως τι χρειάζεται να κάνουμε γι’ αυτήν. Είναι κοινή ομολογία ότι ο παρασιτικός και πελατειακός καπιταλισμός που διαμόρφωσε τη χώρα μεταπολιτευτικά έχει χρεοκοπήσει και απαιτείται ριζική αλλαγή παντού. Η Ελλάδα χρειάζεται διαρθρωτικές αλλαγές και γενναίες μεταρρυθμίσεις για τον αποπαρασιτισμό στο κρατικό, πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο. Μεταρρυθμίσεις που ή θα τις κάνει ή θα χαθεί. Αυτή η αντίληψη συμπίπτει με τη βασική κατεύθυνση της ευρωζώνης, η οποία εφαρμόζει ένα πρόγραμμα ευρωπαϊκής εξυγίανσης, ειδικά στη νότια περιφέρειά της. Σήμερα για την Ευρώπη το κυρίαρχο δίλημμα είναι «παρασιτισμός ή παραγωγή» και όχι «δημόσιο – ιδιωτικό». Με αυτήν την έννοια, το ελληνικό πρόβλημα είναι πανευρωπαϊκό. Αυτό δεν σημαίνει ότι με τους ευρωπαίους εταίρους μας δεν έχουμε διαφορετικές εκτιμήσεις σε θέματα προσαρμογής και ανάπτυξης. Εχει όμως τεράστια σημασία να τις εντοπίσουμε συγκεκριμένα και αντί να στραφούμε στην επίμονη επισήμανση διαφορών να συμφωνήσουμε στην κοινή επιδίωξη: την ανάγκη διαρθρωτικού αποπαρασιτισμού των ευρωπαϊκών χωρών, μεταξύ τους και της Ελλάδας. Επιδίωξη που είναι για το δικό μας καλό και δεν επιβάλλεται επειδή «οι άλλοι» είναι ισχυροί και «δίνουν τα λεφτά». Η θεώρησή μου πηγάζει από την παραδοχή πως οι μόνες κατακτήσεις της χώρας μας στην τελευταία εκατονταετία, έπειτα από πλήθος εθνικών δοκιμασιών και καταστροφών, συναρτώνται με την Ευρώπη – και αναγνωρίζει την Ευρώπη ως το μόνο χώρο όπου η Ελλάδα μπορεί να υπάρξει πολιτικά. Ως ισότιμο μέλος κι όχι ως παρίας, ως συνεπής παρουσία κι όχι ως εκβιαστής και εκβιαζόμενος. Αυτό κατά τη γνώμη μου πρέπει και ν’ αποτελέσει την προμετωπίδα ενός δικού μας, εθνικού μνημονίου. Ταυτόχρονα βεβαίως μπορούμε να διαπραγματευτούμε τους χρόνους και τους ρυθμούς της προσαρμογής όσο και τους συγκεκριμένους τρόπους υποβοήθησης της παραγωγικής ανάπτυξης.
Είναι σημαντικό λοιπόν στις κρίσιμες ημέρες που απομένουν μέχρι την κάλπη οι πολιτικές δυνάμεις να εξηγήσουν το βάθος και το εύρος του εθνικού ζητήματος. Να γίνει σαφές πως στις εκλογές οι Ελληνες δεν θα κληθούν να επιλέξουν παράταξη, αλλά να αποφασίσουν ποια Ελλάδα θέλουν – κι αυτό απαιτεί όσο το δυνατόν μεγαλύτερη γνώση των δεδομένων και των εναλλακτικών. Είναι ακόμη πιο σημαντικό η νέα εθνική διαπραγμάτευση να γίνει από μια συναινετική διακυβέρνηση που θα έχει προκύψει μέσα από μια ιστορική σύγκλιση και θα εκφράζει τη μεγάλη πλειοψηφία της πολιτικής και της κοινωνίας.
Η πορεία της χώρας θα εξαρτηθεί από τον χαρακτήρα που θα επιδείξουμε συλλογικά. Κυρίως από τη βούλησή μας να κάνουμε εμείς οι ίδιοι ό,τι χρειάζεται για τον εαυτό μας, αντί να αρκεστούμε ή να εγκλωβιστούμε σε ό,τι θα πάρουμε ή θα μας δώσουν οι άλλοι.

Ο κ. Γιώργος Φλωρίδης είναι πρώην υπουργός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.