Δεν νομίζω να διατηρεί κανείς την αυταπάτη ότι από τη διαπραγμάτευση με την τρόικα για τη νέα δανειακή σύμβαση μπορεί να προκύψει κάτι ευχάριστο για την ελληνική κοινωνία – δεν θα προκύψει.
Το ζήτημα είναι να μην προκύψει κάτι καταστροφικό. Και αυτό ουδείς μπορεί να το εγγυηθεί ή να το αποκλείσει τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές.
Κυρίως επειδή η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη όχι με μία αλλά με δύο απειλές.
Η μία είναι να μην ευοδωθούν οι διαπραγματεύσεις και ως εκ τούτου να προκύψει πρόβλημα χρηματοδότησης των δανειακών αναγκών της – κοινώς, να οδηγηθεί σε στάση πληρωμών.
Η άλλη είναι να ευοδωθούν οι διαπραγματεύσεις αλλά με αντίτιμο μια μακρά πορεία εξαθλίωσης και υπανάπτυξης της ελληνικής κοινωνίας.
Μεταξύ των δύο αυτών απειλών δεν υπάρχει ζήτημα επιλογής. Καμία δεν είναι ελαφρύτερη και καμία δεν είναι βαρύτερη από την άλλη. Καμία δεν είναι προτιμότερη. Και, κυρίως: καμίας από τις δύο η αποφυγή δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα.
Διότι πραγματικό πρόβλημα δεν είναι πλέον μόνο η οικονομική κρίση της χώρας. Αλλά και πού θέλουν να την οδηγήσουν οι απαιτήσεις και το σχέδιο των δανειστών της.
Σε αυτό δεν υπάρχει ως τώρα καμια σοβαρή απάντηση – ακόμη περισσότερο που το σχέδιο μάλλον δείχνει να εξαντλείται στις απαιτήσεις…
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Υποτίθεται ότι η τρόικα διέγνωσε ήδη από το πρώτο μνημόνιο ότι η ελληνική οικονομία πάσχει από δύο ασθένειες: έναν δημοσιονομικό εκτροχιασμό και ένα έλλειμμα ανταγωνιστικότητας.
Αντιθέτως, την ίδια στιγμή έκριναν ότι το δημόσιο χρέος είναι βιώσιμο, άρα η Ελλάδα μπορεί σε εύλογο χρονικό διάστημα να επιστρέψει στις αγορές.
Εναν χρόνο αργότερα διαπίστωσαν ότι η δημοσιονομική προσαρμογή οδήγησε τελικά στην ύφεση και στην επιβάρυνση του χρέους – άρα στην αδυναμία εξυπηρέτησής του…
Κατέληξαν έτσι στην επιλογή της αναδιάρθρωσης του χρέους, αυτήν που είχαν απορρίψει έναν χρόνο νωρίτερα. Μέσα στο γενικό αλαλούμ αποφασίστηκε τον Ιούνιο ότι το χρέος σε χέρια ιδιωτών χρειάζεται μια μείωση της τάξης του 21% – η οποία έγινε 50% τον Οκτώβριο και προσεγγίζει τώρα το 70%…
Την ίδια στιγμή όμως οι εγκέφαλοι αυτής της πολιτικής δεν έκαναν τίποτε για να αντιμετωπίσουν τον παράγοντα που δυσκολεύει τη δημοσιονομική προσαρμογή και επιβαρύνει το χρέος, δηλαδή την ύφεση.
Αντιθέτως, επιβάλλουν στο όνομα της ανταγωνιστικότητας μια απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και μια βαθιά περικοπή των μισθών στον ιδιωτικό τομέα. Επιλογή η οποία είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν θα βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα, αλλά είναι βέβαιον ότι θα βαθύνει την ύφεση και θα συρρικνώσει τα δημόσια έσοδα.

Ετσι, δύο χρόνια μετά το πρώτο μνημόνιο, οι εμπνευστές του προωθούν μια πολιτική η οποία αντίκειται σε έναν βασικό του στόχο, τη δημοσιονομική προσαρμογή. Και η οποία επιβαρύνει σταθερά το δημόσιο χρέος, τον λόγο δηλαδή για τον οποίο η Ελλάδα προσέφυγε στον Μηχανισμό Στήριξης.
Δεν νομίζω ότι χρειάζονται περισσότερες εξηγήσεις. Και ίσως να μη χρειαζόταν καν όλη η προηγούμενη ανάπτυξη: θα αρκούσε ίσως να σημειώσει κανείς ότι σε μια χώρα της οποίας το 74% του ΑΕΠ αποτελείται από ιδιωτική κατανάλωση, μόνο παράφρονες θα μπορούσαν να εισηγηθούν μια βίαιη και δραστική περικοπή των ιδιωτικών εισοδημάτων!
Δεν ξέρω αν μπλέξαμε με τέτοιους. Ξέρω όμως ότι δεν πρέπει να υπήρξε ποτέ στη σύγχρονη παγκόσμια ιστορία ένα τόσο ασυνάρτητο και ακατανόητο οικονομικό σχέδιο. Θα μπορούσαμε να το καλαμπουρίζουμε, αν δεν αφορούσε τις ζωές μας…
Οπως έχουν λοιπόν διαμορφωθεί τα πράγματα, δεν φαίνεται να υπάρχει πραγματική ελπίδα. Με τέτοιες συνταγές η κρίση αναπόφευκτα θα βαθύνει. Και για άλλες συνταγές δεν ακούω να γίνεται λόγος.
Υπάρχει μόνο ένα ερωτηματικό: αν η κυβέρνηση Παπαδήμου και τα κόμματα που την αποτελούν θα μπορούν να διαχειριστούν πολιτικά το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης.
Κατά τη γνώμη μου, εδώ που φτάσαμε είναι το κορυφαίο ζήτημα που έχει μείνει να απαντηθεί.
Διότι, αν δεν μπορούν, τότε σίγουρα θα αποδειχθεί ότι η οικονομική κρίση δεν είναι παρά ένας μικρός πρόλογος. Της πολιτικής και πολιτειακής κρίσης που θα την ακολουθήσουν στον δρόμο για την καταστροφή.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ