Στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για έναν ακόµη λεκτικό πληθωρισµό, όπως συµβαίνει όταν απρόσµενα γεγονότα έρχονται να διαρρήξουν µια επικοινωνιακή ρουτίνα. Με άλλα λόγια, δεν είναι (µόνο) το εντυπωσιακό συµβάν των επί αρκετές ηµέρες επαναλαµβανόµενων µαζικών συγκεντρώσεων σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις της χώρας, αλλά είναι κυρίως οι δυσκολίες αποκωδικοποίησης της συνθετότητάς του που παράγουν έναν αναλυτικό δηµόσιο λόγο.
Παρ’ ότι πολλοί κάνουν λόγο για «κίνηµα των Αγανακτισµένων», αυτό που µέχρι στιγµής έχει παρουσιαστεί είναι µια αυθόρµητη και δυναµική κοινωνική κινητοποίηση. Η χρονική διάρκεια που θα προσλάβει η κινητοποίηση αυτή, η ικανότητα ανάδειξης ηγετικών φυσιογνωµιών από τους κόλπους της και η διατύπωση κάποιων –ρευστών έστω – κοινωνικών στόχων, στην επιδίωξη των οποίων συγκλίνουν τα διαφορετικά ρεύµατα των συµµετεχόντων, αποτελούν στοιχειώδεις προϋποθέσεις που θα κρίνουν τη µετατροπή ή όχι της υπάρχουσας µαζικής δράσης σε κοινωνικό κίνηµα.
Παρ’ ότι η µαζική κινητοποίηση των πολιτών ήταν ξαφνική, η στάση της πολιτικής διαµαρτυρίας είναι ενδιάθετη από παλιά. Αρχίζει να καταγράφεται εµπειρικά από τη δεκαετία του 1980,καθώς από τότεη αποξένωση των πολιτών από τους πολιτικούς και τα κόµµατα και η έλλειψη ικανοποίησης από τη λειτουργία της δηµοκρατίας υπήρξαν µια διακριτή τάση στο εκλογικό σώµα (βλ. Ερευνα Πολιτικής Συµπεριφοράς, ΕΚΚΕ, 1988). Είκοσι χρόνια µετά η εµπιστοσύνη τωνπολιτών απέναντι στους πολιτικούς θεσµούς (κόµµατα, κυβέρνηση, Βουλή), αλλά και στους κοινωνικούς θεσµούς (συνδικάτα, Εκκλησία), στη δικαιοσύνη, τα ΜΜΕ, τις επιχειρήσεις κ.λπ. εµφανίζεται πολύ χαµηλή (βλ. ∆είκτη Εµπιστοσύνης 2007-8, Public Issue ), γεγονός που καταδεικνύει ότι στη χώρα υφίσταται µια χρόνια αρνητική στάση απέναντι σε κάθε αρχή ή θεσµό εκπροσώπησης.
Τα εµπειρικά δεδοµένα αποτυπώνουν ένα ευρύ χάσµα ανάµεσα στις δυνατότητες του συστήµατος διακυβέρνησης να ανταποκριθεί στα κοινωνικά αιτήµατα και στο ίδιο το περιεχόµενο των αιτηµάτων αυτών. Το πιο ενδιαφέρον γνώρισµα στα εµπειρικά δεδοµένα της κρίσης είναι ότι µε το πέρασµα του χρόνου όλο και συχνότερα άτοµα µε διαφορετικό κοινωνικό, οικονοµικό και πολιτικό υπόβαθρο µοιράζονται παρόµοιες αντιλήψεις όσοναφορά τους θεσµούς και τους παράγοντες του συστήµατος διακυβέρνησης. Το ίδιο παρατηρείται και στην κινητοποίηση των «Αγανακτισµένων»: άτοµα διαφορετικά µεταξύ τους στην ηλικία, στο εκπαιδευτικό/µορφωτικό επίπεδο, στο επίπεδο κοινωνικής επισφάλειας, στον βαθµό πολιτικοποίησης, στο ιδεολογικό υπόβαθρο εµφανίζουν πολλά κοινά σηµεία στον τρόπο που εκφράζουν τη διαµαρτυρία τους. Για να διατυπώσουµε το παραπάνω µε βάση την πολιτική γεωγραφία της πλατείας Συντάγµατος: γύρω από το κέντρο της πλατείας, όπου διεξάγεται η προσοµοίωση µιας λαϊκής συνέλευσης, είναι συγκεντρωµένες οι «φυλές» των διαµαρτυροµένων. Αυτές εµφανίζουν σηµαντικές διαφορές στη δική τους κοινωνικο-πολιτική διαδροµή εκτός πλατείας, παρουσιάζουν όµως και πολλές συγκλίσεις στην εκδήλωση της δυσθυµίας τους για τα κόµµατα και τους πολιτικούς.
Η πολιτική διαµαρτυρία µπορεί να αποδειχθεί µια κατάσταση προσωρινή, που θα εκπνεύσει µετά την εκτόνωση της αιτίας που την προκάλεσε ήκαι λόγωτης κόπωσης των συµµετεχόντων. Αν δεν συµβεί αυτό, τότε στις συνθήκες του µεταβιοµηχανισµού (από το 1970 στον δυτικό κόσµο) η πολιτική διαµαρτυρία µετεξελίσσεται προς δύο διαφορετικές κατευθύνσεις: άλλοτε προσλαµβάνει µια κατεύθυνση κινηµατική, όπως συνέβη µε τονοικολογικό ακτιβισµό, ο οποίοςµετατράπηκε σε περιβαλλοντικό κίνηµα και αργότερα σε Πράσινο κόµµα· άλλοτε πάλι προσλαµβάνει µια κατεύθυνση παθητικήςυποστήριξης του ρεύµατος του πολιτικού ριζοσπαστι σµού,όπως συνέβηµε κόµµατα της λαϊκιστικής ∆εξιάς τα οποία µεταβλήθηκανστους κύριους συλλέκτες της ψήφου των πολιτών που ήταν απογοητευµένοι απότονκοινοβουλευτισµόκαι ένιωθαν παρατηµένοι από τους πολιτικούς και τα κόµµατα.
Στους «Αγανακτισµένους» µπορεί να προβληθούν παραλλαγές και των δύο βασικώνενδεχοµένων, στα οποία συνήθως απολήγει µια µαζική διαµαρτυρία: άλλοι από αυτούς κινούνται προς µια κατεύθυνση ενός ιδιότυπου διαβουλευτικού ακτιβισµού (πρόκειται για τους «Αγανακτισµένους» των «λαϊκών συνελεύσεων») και άλλοι προς µια κατεύθυνση ενός εθνικολαϊκιστικού ριζοσπαστισµού (πρόκειται για «Αγανακτισµένους» που εκτονώνονται µε τη δυναµική εκφορά ενός ακραίου πολιτικο-γ ηπεδικού λόγου). Μέχρι στιγµής οι µεν κάνουν πωςδεν βλέπουν τους δε. Η έκβαση και το προφίλ της όλης δράσης θα κριθεί, όµως, από τη στιγµή που τα δύο αυτά µπλοκ σταθούν απέναντι το ένα στο άλλο: η αµοιβαία ανοχή (πολλώ µάλλον η συµπόρευσή τους) θα τροφοδοτούσε τον ριζοσπαστικό αντικοινοβουλευτισµό, ενώ η διάκρισή τους θα συνέβαλε στην ανάδειξη των διαφορών των «Αγανακτισµένων» και υπό αυτή την έννοια στον (ορθολογικότερο)πολιτικότους (ανα-)προσανατολισµό.
Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήµης στο Πάντειο Πανεπιστήµιο.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ