Στην εποχή της ψηφιακής μετά-αλήθειας, τί παθαίνει το μυαλό μας όταν εθνο-λαϊκιστές πολιτικοί το χτυπάνε με ψέματα, ξανά και ξανά; Απλά φαίνεται ότι ο ανθρώπινος νους δεν έχει τις γνωστικές αντιστάσεις να πει όχι! σε τέτοιου είδους ψυχολογικό πόλεμο. Ιδίως αν είμαστε όλο και πιο φτωχοί, και νιώθουμε ευάλωτοι, ανασφαλείς, κατατρεγμένοι.

Ολοι οι πολιτικοί λένε ψέματα. Αλλά στην «εποχή της μετα-αλήθειας», του εθνο-λαϊκισμού, της νίκης του ΣΥΡΙΖΑ, του Brexit και του Τραμπ, η μαζική εξαπάτηση έχει περάσει σε άλλη κλίμακα. Καταιγισμός ψεύτικων υποσχέσεων (όπως «θα σκίσω τα μνημόνια με ένα νόμο και ένα άρθρο»), πλαστών ειδήσεων σε στρατευμένα sites και social media (όπως κατά κόρον στην Αμερική του Τραμπ), πλήρης αδιαφορία, έως περιφρόνηση, για τα πραγματικά γεγονότα (όπως στη Βρετανία της παραπληροφόρησης για το Brexit) έχουν στήσει μια νέα «εναλλακτική πραγματικότητα» για εκατομμύρια ψηφοφόρους, ακόμα και στον πλούσιο δυτικό κόσμο.
Βρετανοί, Αμερικανοί, για να μην μιλήσουμε για Ελληνες, Ρώσους, Τούρκους, είναι σαν να έχουμε αρχίσει ξαφνικά και μαζικά να πιστεύουμε ένα σωρό εξωφρενικά πράγματα. Και να ψηφίζουμε αναλόγως. Σαν να πιστεύουμε ότι «λεφτά υπάρχουν». Οτι θα σκίσουμε τα μνημόνια, θα καταργήσουμε τον ΕΝΦΙΑ και οι αγορές θα χορεύουν πεντοζάλη, από αύριο το πρωί.
Αλλά και οι Αγγλοι έπεσαν στην ίδια παγίδα. Πίστεψαν ότι εκτός ΕΕ θα κέρδιζαν 350 εκατ. στερλίνες κάθε εβδομάδα, επειδή έτσι τους έλεγαν συνέχεια. Και οι Αμερικανοί; Εκατομμύρια άνθρωποι ψήφισαν τον Τραμπ που λέει και σήμερα ότι το Μεξικό θα χτίσει τείχος και θα το πληρώσει, για να μην μπαίνουν παράνομα στις ΗΠΑ από’ κει λαθρο-μετανάστες, «κλέφτες και βιαστές».
Γιατί τους πίστεψαν και τους ψήφισαν τόσοι και τόσοι άνθρωποι; Ερώτημα πολύ επίκαιρο, αλλά καθόλου καινούργιο. Ψυχολόγοι ερευνητές ασχολούνται με την φύση της πολιτικής εξαπάτησης, της χειραγώγησης του μυαλού, της προπαγάνδας, εδώ και δεκαετίες. Προσπαθούν να βρουν πώς επηρεάζει τον εγκέφαλο μας. Και αναρωτιούνται αν έχουμε καν την επιλογή να θωρακίσουμε την σκέψη μας, να της μάθουμε να αντιστέκεται. Πολύ προτού ακούσουμε τί είναι τα «εναλλακτικά γεγονότα», και οι πλαστές ειδήσεις στο Ιντερνετ.
Οι απαντήσεις δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικές για όσους ανησυχούν για την άνοδο της «post-truth» ή «post-fact» εποχής. Δηλαδή του κόσμου «μετά-την-αλήθεια» και «μετά-το-γεγονός», όπου πολιτικοί κυριαρχούν και πολίτες ψηφίζουν χωρίς να τους απασχολεί καν τι είναι αληθινό και τι ψεύτικο, τι είναι πραγματικό γεγονός και τι όχι.
Της εποχής όπου πολιτικοί και ψηφοφόροι δρούν, πολιτεύονται και αποφασίζουν χωρίς να τους ενδιαφέρει ο χαρακτηρισμός της αλήθειας για τα πράγματα.
*****************
Τί συμβαίνει, λοιπόν, πραγματικά στο κεφάλι μας, όταν το χτυπάει ένα ψέμα; Το πιο αναγνωρισμένο μοντέλο ερμηνείας αναπτύχθηκε από έναν ψυχολόγο του Χάρβαρντ πριν από 20 χρόνια. Ο Ντάνιελ Γκίλμπερτ υποστήριξε ότι εμείς οι άνθρωποι βλέπουμε τον κόσμο σε δύο στάδια. Πρώτον, έστω και για πολύ λίγο, κρατάμε το ψέμα στο νου μας σαν αλήθεια: πρέπει να δεχθούμε κάτι για να το κατανοήσουμε.

Για παράδειγμα, αν κάποιος μας έλεγε, ότι στις τελευταίες εκλογές στην Ελλάδα υπήρξε μεγάλη νοθεία στις κάλπες, θα έπρεπε για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου να αποδεχθούμε ότι όντως αυτό συνέβη. Μόνο τότε θα περνάγαμε στο δεύτερο βήμα, είτε στην ολοκλήρωση της διαδικασίας της ψυχικής πιστοποίησης (ναι, νοθεία!), ή στην απόρριψή της (τί; αδύνατον, θα το είχα ακούσει, μάθει, ζήσει). Δυστυχώς, ενώ το πρώτο βήμα είναι φυσικό μέρος της σκέψης – συμβαίνει αυτόματα και αβίαστα – το δεύτερο μπορεί να διαταραχθεί εύκολα. Χρειάζεται δουλειά, κόπο: Πρέπει να επιλέξουμε ενεργά να αποδεχθούμε ή να απορρίψουμε κάθε δήλωση που ακούμε.
Σε ορισμένες περιπτώσεις, αυτή η επαλήθευση απλώς αποτυγχάνει, δεν γίνεται καθόλου. Ιδίως αν η ψευδής δήλωση συμπίπτει με πεποιθήσεις που έχουμε ήδη. Και αν ακουμπάει στο συναίσθημα, αν χαϊδεύει φόβους ή οργή, είναι σχεδόν ανίκητη.
Αν ήδη νομίζεις ότι οι μετανάστες σου κλέβουν την δουλειά, θα πιστέψεις πιο εύκολα ότι είναι όλοι τους εγκληματίες και βιαστές. Ακόμα και αν έχεις στη διάθεσή σου στοιχεία που δείχνουν ότι αυτό δεν είναι αλήθεια.
Φαίνεται επίσης ότι το μυαλό μας δεν διαθέτει τον εξοπλισμό για να αντιμετωπίσει ψέματα που δεν λέγονται μία και δύο φορές, αλλά συνεχώς σε μια ατελείωτη αλυσίδα, το ένα μετά το άλλο. Οταν το βασικό ψέμα είναι μεγάλο και λέγεται συχνά επιβεβαιώνει τον Γκεμπελς και την επιτυχία που γνώρισε το υπουργείο Προπαγάνδας του Χίτλερ.
Οταν πνιγόμαστε κάτω από τόνους ψευδών, ή πλαστών ή ανακριβών ή υπερβολικών δηλώσεων, το μυαλό μας παθαίνει υπερκόπωση και απλώς σταματάμε την προσπάθεια να κάνουμε την διάκριση και να ξεσκεπάσουμε την αλήθεια. Και αν το ψέμα μας κάνει να νιώσουμε πιο ασφαλείς, είναι αήττητο.
«Ολα αυτά ακουμπάνε στο βασικό συναίσθημα της ασφάλειας έναντι του συναισθήματος του τρόμου», μας λέει η δρ. Μαρία Μίχου, ψυχογλωσσολόγος, ειδική σε θέματα γνωστικής επικοινωνίας, με μετα-διδακτορικό στις ΗΠΑ και μακρά καριέρα στην Ελλάδα.
«Αλήθεια και ψέμα έχουν σχέση και με την διαχείριση του άγχους, του στρες. Αν νιώθουμε ότι δεν έχουμε εναλλακτικές, αν μας μπερδεύουν με συνεχείς ψευδολογίες, ιδίως αν τα ψέματα είναι ευχάριστα σε περιβάλλον γενικής ανασφάλειας, φτώχειας, ανεργίας, αβεβαιότητας όπως σήμερα, το μυαλό μας είναι στην ουσία ανοχύρωτο. Υποκύπτει εύκολα».
Πόσω μάλλον που υπάρχει πάντα το λεγόμενο γνωστικό φορτίο (cognitive load), λέει η δρ. Μίχου. Οι περιορισμένοι γνωστικοί πόροι μας υπερφορτώνονται, κινδυνεύουν να βραχυκυκλώσουν όταν μας χτυπάνε με ψεύτικες δηλώσεις, ειδικά όταν είμαστε ευάλωτοι. Δεν έχει σημασία πόσο εξωφρενικές, υπερβολικές, και απίθανες είναι. Αν τις ακούς ξανά και ξανά, στο τέλος, αναπόφευκτα, θα αφομοιώσεις κάποιο μέρος τους. «Χωρίς να το πολυ-συνειδητοποιούμε το μυαλό μας παραιτείται – απλά εγκαταλείπει την προσπάθεια να καταλάβει τί είναι αλήθεια. Και αν μας απαλλάσσει από το άγχος, παραδινόμαστε με μεγάλη ευκολία στο ψέμα», μας λέει η δρ. Μίχου.
Φαίνεται, πράγματι, πως είναι εξοντωτικό να κάνουμε τον δικό μας ψυχολογικό πόλεμο σε ευχάριστα ψέματα. Ακόμα χειρότερα: είναι σχεδόν αδύνατο να τα διορθώσουμε και να τους αντισταθούμε, αν το περιεχόμενό τους συμπίπτει σε μεγάλο βαθμό με ιδέες και πεποιθήσεις που έχουμε ήδη διαμορφώσει για τον εαυτό μας, για τους άλλους και για τον κόσμο γύρω μας. Αν επιβεβαιώνουν εύκολα και ανώδυνα ό,τι πιστεύουμε ήδη.
Κάποιοι πολιτικοί πάνε ένα βήμα παραπέρα. Αν έχουν κάποιο συγκεκριμένο ψέμα που θέλούν να διαδώσουν (ας πούμε ότι οι ξένοι Μεξικανοί κλπ είναι κλέφτες, βιαστές, πρέπει να χτίσουμε τείχος για να τους κρατήσουμε έξω, μας κλέβουν τις δουλειές) επειδή αυτό είναι θεμελιώδες για το πολιτικό τους αφήγημα, και όχι μόνο ένα αδιαφοροποίητο μπαράζ, το δηλώνουν όσο το δυνατόν πιο απλά, με κεφαλαία γράμματα και πολλά θαυμαστικά στο Twitter, κατά συρροή και εξακολούθηση.
Οπως αποδεικνύεται, η καθαρή επανάληψη του ίδιου ψέματος μπορεί τελικά να το κάνει αλήθεια στο κεφάλι μας. Είναι ένα φαινόμενο γνωστό ως «απατηλή αλήθεια» (illusory truth). Ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά στη δεκαετία του ’70 και αποδείχθηκε πάλι πρόσφατα με την άνοδο του εθνικο-λαϊκισμού και των πλαστών ειδήσεων.
Στην αρχική απόδειξη, ομάδα ψυχολόγων έβαλε εθελοντές να χαρακτηρίσουν δηλώσεις ως αληθείς ή ψευδείς σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις, σε διάστημα δύο εβδομάδων. Μερικές από τις δηλώσεις εμφανίστηκαν μόνο μια φορά, ενώ άλλες επαναλήφθηκαν. Οι επανειλημμένες ήταν πολύ πιο πιθανό να κριθούν ως αληθινές την δεύτερη και την τρίτη φορά που εμφανίστηκαν, ανεξάρτητα από την πραγματική ισχύ τους. Αν συνεχίσεις λοιπόν να λες τα ίδια και τα ίδια, η ιδέα αρχίζει να εισχωρεί, και να εγκαθίσταται στο μυαλό των ανθρώπων.
*******************
Ακόμα πιο ισχυρές γίνονται οι ψεύτικες πληροφορίες όταν διακινούνται «αδιαμεσολάβητα», ας πούμε στο Twitter, χωρίς ανάμιξη παραδοσιακών ΜΜΕ, που δεσμεύονται για την επαλήθευση και την διασταύρωση. Προνομιακός χώρος τους είναι διάφορα στρατευμένα sites, όπως το ακροδεξιό Breitbart News, το Infowars κλπ. στις ΗΠΑ, και κυρίως τα social media παντού.
Διότι στις αρχές του 21ου αιώνα, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έχουν γίνει και μέσα μαζικής ενημέρωσης. Τουλάχιστον στη θεωρία, οι παραγωγοί ειδήσεων στα social media μπορεί να είναι όσοι και οι αναγνώστες/ακροατές/καταναλωτές τους. Και οι διακινητές της παραπληροφόρησης τόσο πολλοί όσοι και τα μάλλον πρόθυμα θύματά τους.
Η θλιβερή πραγματικότητα είναι πως η αίσθησή μας για την αλήθεια είναι πολύ πιο εύθραυστη από όσο θα θέλαμε να πιστεύουμε, ιδιαίτερα στον πολιτικό στίβο, και ειδικά όταν η αίσθηση της αλήθειας μπορεί να διαστρεβλώνεται τόσο συστηματικά και εύκολα από την πολιτική ηγεσία. Ακόμα πιο καταθλιπτικό; «Οι ψευδείς πεποιθήσεις, μετά την καθιέρωσή τους, είναι απίστευτα δύσκολο να διορθωθούν», λέει η δρ. Μίχου.
Ενας ηγέτης που λέει συνέχεια ψέματα μπορεί να δημιουργήσει ένα νέο τοπίο, ακριβώς γιατί η αίσθηση που έχουν οι πολίτες για την πραγματικότητα μπορεί να ταλαντεύεται πολύ περισσότερο από όσο θα νομίζαμε. Ετσι, δεν είναι περίεργο που αυταρχικά καθεστώτα με εξελιγμένες μηχανές ψηφιακής προπαγάνδας σήμερα μπορεί να παραμορφώσουν την κοσμοθεωρία ολόκληρων πληθυσμών. Το είδαμε στην ναζιστική Γερμανία, όταν ένας λαός πείστηκε ότι οι εβραίοι ήταν υπάνθρωποι. Το Ολοκαύτωμα, το μεγαλύτερο έγκλημα του 20ου αιώνα, ήταν και αποτέλεσμα ενός μεγάλου ψέματος μίσους, που το έλεγε ένα εκλεγμένο, ολοκληρωτικό καθεστώς, ξανά και ξανά, σε έναν ταλαιπωρημένο λαό.
****************
«Πολλοί πολιτικοί λένε ψέματα απλώς και μόνο επειδή είναι νάρκισσοι», μας λέει η δρ. Μίχου. Αν και οι ψυχολογικές έρευνες ειδικά για τους πολιτικούς είναι περιορισμένες, δεν είναι δύσκολο να δούμε τη σύνδεση. Οι νάρκισσοι είναι αλαζονικοί, αυτάρεσκοι, θεωρούν τους εαυτούς τους ειδικούς, απαιτούν υπερβολικό θαυμασμό, έχουν μια αίσθηση ότι δικαιωματικά τους ανήκουν τα καλύτερα, είναι χειριστικοί, εκμεταλλευτές. Αυτός ο «αστερισμός» ναρκισσιστικών χαρακτηριστικών τους κάνει να πιστεύουν ότι έχουν πάντα δίκιο και, ακόμη και αν δεν έχουν, ότι είναι πάρα πολύ έξυπνοι για να πιαστούν και να υποστούν τις συνέπειες όταν λένε ψέματα.
Επειτα, είναι το ιδεολογικό/κομματικό κλειστό σύστημα. Πολλοί πολιτικοί γνωρίζουν ότι οι οπαδοί θα τους πιστέψουν, ακόμη και αν υπάρχουν αδιάσειστα αποδεικτικά στοιχεία για το αντίθετο. «Πολιτικοί και κομματικοί υποστηρικτές τους ζουν σε ένα κλειστό κύκλωμα: βλέπουν τα ίδια κανάλια στην τηλεόραση, ακούνε τις ίδιες ραδιοφωνικές εκπομπές, διαβάζουν τις ίδιες εφημερίδες και ιστοσελίδες, και συναναστρέφονται ομοϊδεάτες. Υπάρχει μια αδιαπέραστη μεμβράνη που εμποδίζει την είσοδο σε αντίθετες πληροφορίες», τονίζει η δρ. Μίχου.
Βοηθάνε και οι γνωστικές προκαταλήψεις (cognitive biases). Ο Ντάνιελ Κάνεμαν, ψυχολόγος και Νομπελίστας Οικονομικών, και άλλοι, έχουν δείξει ότι το ανθρώπινο μυαλό εμπλέκεται σε πολλά γνωστικά «κόλπα» για να μειώσει τη σύγχυση και το άγχος, και να κρατήσει τη ζωή απλή και συνεκτική. Παραδείγματα περιλαμβάνουν την λεγόμενη «μεροληψία της επιβεβαίωσης» (confirmation bias), την διάθεση να αναζητούμε πληροφορίες που υποστηρίζουν τις δικές μας προκαταλήψεις, και το «αντανακλαστικό Semmelweis» την προδιάθεση να αρνούμαστε νέες πληροφορίες, που αντικρούουν τις ήδη διαμορφωμένες απόψεις μας.
**********************************
Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θέλουν να ακούσουν την αλήθεια. Η αλήθεια είναι σκληρή, συχνά πονάει, και κανένας δεν επιθυμεί να μάθει πράγματα που απειλούν την ύπαρξή του, τις πεποιθήσεις του ή που θα τον κάνουν να νιώσει άβολα.
Ετσι, είναι αναμφισβήτητα καλύτερο για τους πολιτικούς να λένε ευχάριστα πράγματα («θα σκίσω τα μνημόνια με ένα νόμο και ένα άρθρο», ή θα «ξανακάνω μεγάλη την Αμερική»), παρά να είναι αγγελιαφόροι πραγματικών, αλλά κακών ειδήσεων. Γιατί να πουν την αλήθεια όταν μπορούν να λένε παραμύθια με χαρούμενο τέλος και να κερδίζουν την εξουσία;
Η ανεντιμότητα στην πολιτική δεν είναι κάτι νέο, αλλά ο τρόπος με τον οποίο ορισμένοι πολιτικοί λένε τόσο πολλά και τόσο ξεδιάντροπα ψέματα στην ψηφιακή εποχή, και το χάος που μπορεί να σπέρνουν με αυτόν τον τρόπο, είναι ανησυχητική και πολύ τρέχουσα εξέλιξη.
Ο Τραμπ, ας πούμε, δεν φάνηκε να νοιάστηκε καν που τα λόγια του δεν είχαν καμία σχέση με την πραγματικότητα, εφόσον άρεσαν στον κόσμο και του χάριζαν ψήφους. Το PolitiFact, μια ιστοσελίδα που ελέγχει γεγονότα, έχει βρει ότι το 70% των προεκλογικών δηλώσεών του ήταν ψέματα.
«Βοηθάει να θυμόμαστε πάντα ότι εμείς οι άνθρωποι δεν αναζητούμε ούτε φυσικά ούτε αυτονόητα την αλήθεια. Στην πραγματικότητα, όπως δείχνουν άφθονες έρευνες, μάλλον το αντίθετο συμβαίνει: έχουμε την τάση να την αποφεύγουμε, λόγω αυτού που ο Κάνεμαν ονομάζει «γνωστική ευκολία»: αποστασιοποίηση από γεγονότα που θα μας προκαλέσουν στρες, και θα αναγκάσουν το μυαλό μας να εργαστεί πιο σκληρά, ή να απορρίψει ήδη εδραιωμένες πεποιθήσεις», λέει η δρ. Μίχου.
Σε μια μελέτη του 2010 παρουσιάστηκαν τυχαία στους συμμετέχοντες άρθρα εφημερίδων που υποστήριζαν ευρέως διαδεδομένες παρανοήσεις σχετικά με ορισμένα πολιτικά ζητήματα, όπως το «γεγονός» ότι η Αμερική είχε βρει όπλα μαζικής καταστροφής στο Ιράκ, και άρθρα που συμπεριλάμβαναν την διόρθωση, δηλαδή ότι τέτοια όπλα δεν βρέθηκαν στο Ιράκ. Οι ερευνητές ρώτησαν μετά τους εθελοντές πόσο συμφωνούσαν με την εσφαλμένη αντίληψη ότι ο Σαντάμ Χουσεΐν είχε όπλα αμέσως πριν από τον πόλεμο, αλλά κατάφερε να τα κρύψει ή να τα καταστρέψει πριν από την εισβολή του στρατού των ΗΠΑ.

Όπως ήταν αναμενόμενο, οι φιλελεύθεροι/ προοδευτικοί που είχαν δει τη διόρθωση ήταν πιο πιθανό να διαφωνούν από τους προοδευτικούς, οι οποίοι δεν είχαν δει τη διόρθωση. Αλλά συντηρητικοί (ψηφοφόροι του Μπους που έκανε τον πόλεμο με βάση την ψευδή δήλωση), οι οποίοι είδαν την διόρθωση είχαν μετά ακόμη πιο εδραιωμένη την πεποίθηση ότι το Ιράκ διέθετε όπλα μαζικής καταστροφής.

*************************************
Η πολιτική μετά-την-αλήθεια μοιάζει σήμερα πετυχημένη χάρη σε δύο απειλές για την δημόσια ζωή: την απώλεια εμπιστοσύνης στους θεσμούς της φιλελεύθερης δημοκρατίας, και τις βαθιές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο φτάνει στο κοινό η γνώση για τον κόσμο στην ψηφιακή εποχή.
Ας πάρουμε πρώτα την εμπιστοσύνη. Σε ολόκληρο τον δυτικό κόσμο, είναι πια πολύ χαμηλή, πράγμα που εξηγεί γιατί πολλοί προτιμούν τους λεγόμενους «αυθεντικούς», «αντισυστημικούς» (δηλαδή εθνο-λαϊκιστές) πολιτικούς, που «λένε τα πράγματα με το όνομά τους». Αυτά που νιώθουν οι πολλοί άνθρωποι, χαϊδεύοντας κυρίως ταπεινά ένστικτα όπως φόβο, οργή και μισαλλοδοξία.
Οι Βρετανοί, ας πούμε, πιστεύουν ότι οι κομμώτριες και ο διπλανός τους στη γειτονιά είναι δύο φορές πιο αξιόπιστοι από γιατρούς, δικηγόρους, δημοσιογράφους ή και υπουργούς της κυβέρνησης, σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση του Ipsos MORI.
Δεύτερος μεγάλος παράγοντας είναι το Διαδίκτυο, και οι υπηρεσίες που έχει γεννήσει. Σχεδόν τα δύο τρίτα των ενηλίκων στην Αμερική ενημερώνονται τώρα με τα social media, σύμφωνα με τα στοιχεία του Κέντρου Pew Research.
Στο Facebook, στο Reddit, στο Twitter ή στο WhatsApp, το περιεχόμενο δεν έρχεται πλέον σε σταθερές μορφές και σε «πακέτα», όπως τα άρθρα και τα ρεπορτάζ σε μια εφημερίδα. Μπορεί να πάρει οποιοδήποτε, αποσπασματικό σχήμα, βίντεο, διάγραμμα, κινούμενη εικόνα. Και καθένας μας μπορεί να γίνει παραγωγός, και καταναλωτής «ειδήσεων», αληθινών και ψεύτικων.
Οι μηχανισμοί αυτών των νέων μέσων ενημέρωσης μόλις τώρα αρχίζουν να γίνονται κατανοητοί. Αλλά ήδη φαίνεται μια κρίσιμη διαδικασία που λέγεται «homophilous sorting»: οι ομοϊδεάτες και οι συστάδες που σχηματίζουν.
Καλωδιακά και δορυφορικά τηλεοπτικά κανάλια στη δεκαετία του 1980 και του 1990 είχαν μεγάλη επιτυχία, με ειδήσεις προσαρμοσμένες σε συγκεκριμένους τύπους καταναλωτών. Στο Διαδίκτυο το πράγμα γίνεται ακόμα πιο εύκολο. Ατομα με κοινά ενδιαφέροντα είναι πολύ πιο πιθανό να βρουν ο ένας τον άλλον ή να συγκλίνουν γύρω από μια πηγή πληροφοριών online. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επιτρέπουν στα μέλη των ομάδων αυτών να ενισχύουν τις πεποιθήσεις τους, κλείνοντας έξω αντίθετες πληροφορίες, και να αναλαμβάνουν συλλογική δράση.

Πεποιθήσεις του περιθωρίου, ενισχυμένες με αυτούς τους τρόπους, εδραιώνονται και εξαπλώνονται πολύ πιο εύκολα τώρα. Βλέπουμε, για παράδειγμα, online κοινότητες αφιερωμένες στην ιδέα ότι η κυβέρνηση μας ψεκάζει, και άλλες που επιμένουν ότι τα εμβόλια προκαλούν αυτισμό αλλά μας το κρύβουν. Αυτό είναι ένα είδος πολιτικής «μαγικής σκέψης».

Για να ερευνήσει τον αυξανόμενο ρόλο της στην αμερικανική λαϊκιστική δεξιά, η εταιρεία δημοσκοπήσεων YouGov εξέτασε διάφορα στοιχεία μαγικής σκέψης. Συμπεριλαμβανομένων της πίστης σε συνωμοσίες και τον φόβο ότι φρικτά πράγματα, όπως ένα ξέσπασμα ιού Ζika ή μια τρομοκρατική επίθεση θα συμβούν αύριο το πρωί με εκατομμύρια θύματα. Υπήρξε έντονη συσχέτιση με την υποστήριξη προς τον Τραμπ: 55% των ψηφοφόρων του είχε πολύ θετικές επιδόσεις στον δείκτη.

Η τάση των netizens να σχηματίζουν αυτοδύναμες ομάδες ενισχύεται και από την λεγόμενη «φούσκα των φίλτρων» (filter bubble). Ηδη από το 2011, οι αλγόριθμοι αναζήτησης της Google, η οποία προσφέρει στους χρήστες εξατομικευμένα αποτελέσματα, εξυπηρετούν ό,τι το σύστημα γνωρίζει από τις προτιμήσεις τους και από τη συμπεριφορά τους όταν σερφάρουν στο Διαδίκτυο.

Στη συνέχεια το Facebook έχει γίνει ένα πολύ καλύτερο – ή χειρότερο αν θέλετε – παράδειγμα. Παρά το γεγονός ότι η εταιρεία επιμένει πως το κοινωνικό δίκτυο δεν παγιδεύει τους χρήστες στον δικό τους κόσμο, οι αλγόριθμοί της έχουν σχεδιαστεί έτσι ώστε να τους τροφοδοτεί με περιεχόμενο (και ειδήσεις) παρόμοιο με το υλικό που προηγουμένως τους «άρεσε». Έτσι, για παράδειγμα, στη διάρκεια της εκστρατείας για το δημοψήφισμα στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι Brexiteers έβλεπαν συνέχεια περιεχόμενο υπέρ της εξόδου από την ΕΕ.
Αλλά αν το Facebook και άλλα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να φιλτράρουν πληροφορίες και ειδήσεις ανάλογα με το αν είναι σύμφωνες με τις προσδοκίες και τις προτιμήσεις των χρηστών, αυτό σημαίνει πως είναι ένα κακό φίλτρο για το τι είναι αλήθεια και τί ψέμα.
Είναι επίσης ενδιαφέρον να δούμε αν υπάρχουν διαφορές σε δημοτικότητα μεταξύ περιεχομένου με «παραπληροφόρηση» και εκείνου που περιέχει «αξιόπιστες πληροφορίες». Βρέθηκε, λοιπόν, ότι η κατανομή στην οποία και οι δύο τύποι μοιράστηκαν στο Facebook είναι πολύ παρόμοια. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει κανένα πλεονέκτημα υπέρ της αλήθειας.