Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος

«Λυσιστράτη τού σήμερα είναι για μένα κάθε άνθρωπος που έχει το μυαλό να καταλάβει ότι το ανθρώπινο είδος είναι το πιο ανώμαλο ον της φύσης, το οποίο είναι ικανό, περισσότερο από κάθε άλλο ζώο, να μισεί, να φθονεί, να βασανίζει, να βιάζει, και ο κάθε ανθρώπινος νους που αποφασίζει ότι δεν θέλει να ανήκει σε καμία υπάρχουσα πολιτική ή κοινωνική ομάδα, αλλά μια νύχτα, μόνος του κάτω από τα αστέρια, αποφασίζει να αντισταθεί σε όλα αυτά που τον θλίβουν και τον συνθλίβουν».

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν κάπως ακραίες τις τοποθετήσεις (ακόμη και τα θεατρικά έργα ή τα διηγήματα) της Λένας Κιτσοπούλου, όμως κανείς δεν θα μπορούσε ποτέ να τη χαρακτηρίσει ούτε βαρετή ούτε κομφορμίστρια. Αυτή ακριβώς η εμμονή της να αποφεύγει την πεπατημένη την καθιστά απολύτως ενδιαφέρουσα επιλογή για τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην πιο διάσημη, ίσως, κωμωδία του Αριστοφάνη, σκηνοθετημένη αυτή τη φορά (για το Εθνικό Θέατρο) από τον Μιχαήλ Μαρμαρινό, ένα όνομα που εγγυάται μια ατμοσφαιρική και ανορθόδοξη προσέγγιση σε ένα κείμενο το οποίο νομίζουμε ότι ξέρουμε καλά.
Ο Μαρμαρινός αποκάλεσε πρόσφατα την ψηλή ξανθιά ηθοποιό, σκηνοθέτιδα, συγγραφέα και ερμηνεύτρια κλασικών ρεμπέτικων τραγουδιών «ντροπαλή». Είναι όντως; «Είμαι πολλά και αντιφατικά πράγματα, όπως όλοι μας. Οταν είμαι ντροπαλή, είμαι επειδή σέβομαι κάθε περιβάλλον στο οποίο εισέρχομαι, με την έννοια ότι πριν ανοιχτώ, πριν εκθέσω τον εαυτό μου, πρώτα αφουγκράζομαι και παρατηρώ. Δεν μου αρέσει να μπουκάρω σε έναν χώρο προσπαθώντας να επιβληθώ ή, έστω, να παρουσιαστώ ως οτιδήποτε. Ούτε θέλω να ανταποκριθώ σε χαρακτηριστικά που ενδεχομένως οι άλλοι μού έχουν αποδώσει ή θέλουν να βλέπουν σε εμένα. Αυτό για μένα είναι βία και ο μόνος τρόπος αντίστασης είναι αυτή η ντροπή μου απέναντί της». Η Λένα Κιτσοπούλου είχε καιρό να εμφανιστεί στο θέατρο κουβαλώντας αποκλειστικά και μόνο τις ευθύνες της ηθοποιού. Τη δυσκόλεψε αυτό; «Εχει την ιδανική δυσκολία ώστε να γίνεται ηδονικό. Εχει έτσι κι αλλιώς δυσκολία το να παίζεις, γιατί εκτίθεσαι και θέλεις να κάνεις πράγματα που δεν ξέρεις και δεν έχεις ξανακάνει. Αυτό προκαλεί φόβο και ταυτόχρονα μια τρομερή ανάγκη να τον ξεπεράσεις. Τέτοιου είδους συμπλοκές μέσα μου είναι ο λόγος για τον οποίο μου αρέσει η ζωή».
Ο σκηνοθέτης της παράστασης εξήγησε σε συνέντευξή του πως σε ό,τι τον αφορά το μεγάλο θέμα στο έργο είναι ο εμφύλιος, και όχι ο «έμφυλος», πόλεμος. Η ίδια τι θέση παίρνει απέναντι στον πολιτικό διχασμό που παρατηρούμε τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας; «Δεν νομίζω ότι υπάρχει πολιτικός διχασμός στη χώρα μας. Υπάρχει ένα κόμμα το οποίο απλώς κάθε φορά αλλάζει χρώμα φανέλας. Η χώρα μας, από τότε που τη θυμάμαι εγώ, είναι ουσιαστικά μια ακυβέρνητη πολιτεία, αποτελούμενη από ασταθείς, ανασφαλείς, πολίτες, σε κατάσταση εφηβείας. Αυτό δυστυχώς έκανε αυτή την προνομιούχα γεωγραφικά χώρα εύκολο στόχο των επενδυτών. Αν θεωρήσουμε την κάθε εξουσία και το κάθε πολιτικό σύστημα δημιουργήματα ανθρώπινου μυαλού, άρα έργα της ανθρώπινης φύσης, τότε αυτό που συμβαίνει στη χώρα μας και τα ακόμη χειρότερα που συμβαίνουν σε άλλες χώρες είναι πράγματα φυσιολογικά».
«Ολα στη ζωή έχουν να κάνουν με το σεξ, εκτός από το ίδιο το σεξ. Το σεξ έχει να κάνει με την εξουσία». Πώς της φαίνεται αυτή η φράση του Οσκαρ Ουάιλντ; «Το σεξ είναι μια φυσική ανάγκη τόσο δυνατή όσο και το ένστικτο της επιβίωσης. Ο Αριστοφάνης στη «Λυσιστράτη» μάς λέει ότι μόνο αν σταματήσει το σεξ υπάρχει ίσως μια ελπίδα να σταματήσουν οι άνθρωποι να σκοτώνονται μεταξύ τους. Μιλάει, δηλαδή, για μια ουτοπία. Εκεί είναι η κωμικότητα του Αριστοφάνη. Σου λέει ότι οι πιθανότητες να σταματήσει η ανθρώπινη βία είναι εξίσου ανύπαρκτες με αυτές που έχει ο άνθρωπος να σταματήσει το φαγητό ή το νερό –στην περίπτωση της Λυσιστράτης, το σεξ. Ο Αριστοφάνης είναι για μένα ένας πολύ σκοτεινός δημιουργός, όπως ο Τσάρλι Τσάπλιν. Λέει τα πιο τραγικά πράγματα μέσα από τη γραφή της κωμωδίας». Και άραγε θα την έπειθε η Λυσιστράτη να υπηρετήσει τον σκοπό της αν ήταν μια γυναίκα συγκαιρινή της; «Νομίζω πως ναι. Μου αρέσει να ανεβαίνει η αδρεναλίνη, μου αρέσει πολύ, ειδικά τις νύχτες, να σκέφτομαι ότι θα συμβούν μεγάλες αλλαγές και πράγματα τρομερά».
Μαζί με τη Λένα Κιτσοπούλου θα βρίσκονται στον θίασο πέντε άνδρες ηθοποιοί και δεκατέσσερις γυναίκες, ανάμεσα στις οποίες και η Μαρία Σκουλά, η οποία θα κληθεί –όπως συνηθίζεται και καταπώς όλα δείχνουν –να κάνει χρήση βωμολοχιών ή ακόμη και να βρεθεί στην ίδια σκηνή με ημίγυμνες γυναίκες. Εχει άραγε τεστάρει αυτή η παράσταση τα όρια της σεμνοτυφίας της; «Οχι, γιατί γνωρίζω ότι ο τρόπος με τον οποίο αποκαλύπτεται στην παράσταση το γυναικείο σώμα δεν ξεπερνά τα όρια που ο ίδιος ο Αριστοφάνης έχει θέσει μέσα στο έργο του. Και αυτό για εμένα είναι ελευθερία έκφρασης και όχι περιορισμός, κάτι που πιθανόν εμπεριέχει η λέξη «σεμνοτυφία»». Ποιες είναι οι Λυσιστράτες σήμερα; Τι σκέφτεται όταν η Κιμ Καρντάσιαν λέει ότι χειραφετείται ως γυναίκα με όπλο το γυμνό της σώμα; «Κατ’ αρχάς δεν ξέρω ποια είναι η Κιμ Καρντάσιαν. Από εκεί και πέρα εξαρτάται από το τι εννοεί ο καθένας με τη λέξη «χειραφέτηση» και κυρίως μέσω του γυμνού σώματος. Υπήρξαν τα φεμινιστικά κινήματα που χρησιμοποίησαν δυναμικά το γυναικείο σώμα. Και υπάρχει και χρήση του που ισχυρίζεται ότι οδηγεί στη χειραφέτηση, ενώ στην πραγματικότητα υπηρετεί τους όρους της αγοράς και του προσωπικού κέρδους. Τα όρια, βέβαια, σήμερα, την εποχή της εικόνας, δεν είναι πάντα ευδιάκριτα. Η Λυσιστράτη είναι μια γυναίκα που χρησιμοποιεί το μυαλό της και τη γνώση της για να σταματήσει έναν πόλεμο και να αντισταθεί στη βία της εξουσίας όχι μόνο μέσα στην πόλη, αλλά και μέσα στο σπίτι. Οποια γυναίκα το κάνει αυτό σήμερα είναι μία Λυσιστράτη. Και, ναι, ξέρω πολλές».
Θα ψήφιζε η Μαρία Σκουλά κάποια πολιτικό μόνο και μόνο επειδή είναι γυναίκα; «Ναι, το έχω κάνει μια φορά. Ανάμεσα σε έναν άνδρα που δεν ήξερα και σε μια γυναίκα που επίσης δεν ήξερα, προτίμησα τη γυναίκα. Και αυτό επειδή γνωρίζω, δυστυχώς, ότι δεν υπάρχει ισότητα ακόμη, στον χώρο της πολιτικής και όχι μόνο. Με αυτόν τον τρόπο ήθελα να δείξω τη δυσαρέσκειά μου. Γενικά, όμως, ψηφίζω γνωρίζοντας τους υποψηφίους, ανεξαρτήτως φύλου». Γίνεται έντονη συζήτηση τις τελευταίες ημέρες για τα όρια της θεατρικής κριτικής. Ποια η άποψή της; «Η μόνη θεατρική κριτική που αποδέχομαι είναι αυτή που συνομιλεί με μια παράσταση. Που μπορεί να σταθεί ανεξάρτητα και η ίδια ως έργο τέχνης. Που αποτελεί και η ίδια μια θεατρική εμπειρία η οποία προέρχεται από την επαφή της με την παράσταση. Υπάρχουν κριτικοί που γράφουν με αυτόν τον τρόπο. Ολες οι άλλες κριτικές, στις οποίες μάλλον αναφέρονται οι συζητήσεις που περιγράφετε, δεν με αφορούν πια». Για τι αξίζει να πολεμήσει κανείς σήμερα; «Λυπάμαι που ακόμη και σήμερα αισθάνομαι ότι πρέπει να πολεμήσουμε για τα αυτονόητα. Για τη ζωή, για την ελευθερία, για την ισοτιμία, για τη συναδέλφωση. Ιδέες που διεκδικούμε από την αρχαιότητα. Θα έπρεπε να τα είχαμε καταφέρει καλύτερα».
Στην παράσταση θα παίζουν και δύο Λένες ακόμη. Η Δροσάκη και η Παπαληγούρα, αμφότερες κάτοχοι του βραβείου Μελίνα Μερκούρη. Η πρώτη, κορίτσι από την Πάτρα και σταθερή συνεργάτιδα της ομάδας bijoux de kant, πιστεύει ότι «κάθε γυναίκα κρύβει μια Λυσιστράτη μέσα της, αρκεί να βρει το θάρρος, το σθένος και την αντοχή να τη φανερώσει» και συμφωνεί με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό πως η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο: «Ναι. Η εσωτερική ομορφιά είναι αυτή που μπορεί να εκπέμψει την ελπίδα και να φέρει την αλλαγή». Είναι όντως μαγικό θέατρο η Επίδαυρος ή μας αρέσει να δημιουργούμε μυθολογίες; «Οχι, είναι όντως μαγικό. Αν πάει κανείς στην Επίδαυρο –μόνο τότε –μπορεί να αντιληφθεί ότι αυτό το μέρος κουβαλάει τον μύθο που του αναλογεί». Οσον αφορά τους κριτικούς θεάτρου: «Εχω παρατηρήσει ότι τώρα πια «βαφτίζονται» κριτικοί θεάτρου άνθρωποι που δεν είναι αυτό το επάγγελμά τους. Και μην ξεχνάμε πως η θεατρική κριτική πρέπει να είναι επάγγελμα, με την έννοια των σπουδών και της πληρότητας γνώσεων».
Η Λένα Παπαληγούρα τοποθετείται αναφορικά με το ζήτημα του ιδεολογικού διχασμού. «Με ενοχλεί και με ανησυχεί βαθύτατα. Κάθε φορά που η Ελλάδα διατήρησε την κοινωνική συνοχή της, άνθησε, όταν δεν την υπηρέτησε, βρέθηκε μπροστά σε δεινά. Η ακρίβεια αυτής της θέσης δεν περιορίζεται στη νεότερη Ελλάδα, αλλά ισχύει ακόμη και στην αρχαία. Η μάστιγα του διχασμού κυνηγάει την Ελλάδα από την εποχή της Λυσιστράτης –γιατί τι άλλο είναι ο Πελοποννησιακός Πόλεμος αν όχι ο πρώτος ελληνικός εμφύλιος;…». Νιώθουν, άραγε, αυτές οι γυναίκες πιο τυχερές από τη γενιά των μαμάδων τους ή τους φαίνεται πως προοδεύουμε μεν, αλλά γίνονται παράλληλα όλα και πιο περίπλοκα; «Νομίζω ότι κάθε γενιά έχει τις τύχες και τις ατυχίες της. Ενδεχομένως ορισμένα πράγματα ήταν απλούστερα για τις μαμάδες μας, αλλά σίγουρα κάποια άλλα ήταν πιο περίπλοκα. Νιώθω τις γυναίκες της δικής μου γενιάς πιο ανεξάρτητες, ίσως πιο δυναμικές, αλλά ενδεχομένως πιο καχύποπτες, πιο απαισιόδοξες, πιο φοβισμένες, πιο απομονωμένες. Ολα αυτά, όμως, διαφέρουν τόσο πολύ από άνθρωπο σε άνθρωπο και εξαρτώνται σε τόσο μεγάλο βαθμό από τα βιώματα του καθενός, που δεν ξέρω αν έχει νόημα να προσπαθούμε να βγάλουμε συνολικά συμπεράσματα».

Η γυναικεία επαναστατικότητα της Λυσιστράτης
Η μεγάλη αθηναϊκή εκστρατεία στη Σικελία (αρχές Αυγούστου του 415 – μέσα Σεπτεμβρίου του 413 π.Χ.) ήταν καταστροφική για την Αθήνα. Το φθινόπωρο του 413 π.Χ. το δεύτερο εκστρατευτικό σώμα των Αθηναίων στη Σικελία συνετρίβη. Η πόλη έχασε σχεδόν ολόκληρο τον στόλο της, τους πιο θαρραλέους στρατιώτες της και τους πιο ικανούς στρατηγούς της. Οσοι γλίτωσαν από τον θάνατο στο πεδίο της μάχης πουλήθηκαν ως δούλοι ή δεινοπαθούσαν στα λατομεία των Συρακουσών. Την ίδια ώρα, οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοί τους εισέβαλαν στην Αττική και οχύρωσαν τη Δεκέλεια, στερώντας από την Αθήνα την ύπαιθρό της. Η εισαγωγή σιτηρών και κτηνοτροφικών προϊόντων από την Εύβοια θα πραγματοποιείται στο εξής μόνο με πλοία.

Τα μεταλλεία του Λαυρίου έκλεισαν και οι δούλοι που εργάζονταν σ’ αυτά δραπέτευσαν. Ωστόσο, η Αθήνα, με ελάχιστους πια συμμάχους, συνέχισε τον πόλεμο.

Σ’ αυτή την πολυτάραχη περίοδο διδάχτηκε στα Λήναια, το 411 π.Χ., η κωμωδία «Λυσιστράτη», από τον Καλλίστρατο. Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα ο Αριστοφάνης απευθύνει μια ύστατη – εν μέρει φαρσική, εν μέρει τραγική – έκκληση για ειρήνη, γράφοντας το πιο αντιπολεμικό έργο του και ταυτόχρονα παραδίδει στην παγκόσμια λογοτεχνία ένα από τα ισχυρότερα σύμβολα γυναικείας επαναστατικότητας: Ενώ ο Πελοποννησιακός Πόλεμος μαίνεται κρατώντας τους άνδρες μακριά από τα σπίτια τους, η Λυσιστράτη πείθει τις γυναίκες της Αθήνας και της Σπάρτης να κάνουν αποχή από τα «συζυγικά τους καθήκοντα», με στόχο την κατάπαυση των εχθροπραξιών μεταξύ των δύο πόλεων. Ταυτόχρονα, οι γυναίκες προχωρούν σε κατάληψη του ταμείου δημοσίων πόρων, από τους οποίους χρηματοδοτούνται οι πολεμικές επιχειρήσεις. Η δράση των γυναικών έχει άμεσα αποτελέσματα και το στρατόπεδο των ανδρών αντιδρά με όλους τους δυνατούς τρόπους. Επειτα από υπαναχωρήσεις, διαπληκτισμούς και διαπραγματεύσεις, η ειρήνη επιτυγχάνεται και το γεγονός γιορτάζεται με ένα βακχικό γλέντι.

«Λυσιστράτη»: Σκηνοθεσία: Μιχαήλ Μαρμαρινός. Μετάφραση: Δημήτρης Δημητριάδης. Φεστιβάλ Αθηνών & Επιδαύρου, 05-06/08, Επίδαυρος. 12/08, Ανδρος. 20/08, Καβάλα. 23/08, Δίον. 28/08, Αρχαία Ολυμπία. 30-31/08, Πάτρα. 04/09, Παπάγου. 09/09, Θεσσαλονίκη. 12/09, Ελευσίνα. 16/09, Βύρωνας. 19/09, Ηλιούπολη. 21/09, Νέα Σμύρνη. 24/09, Ηρώδειο.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 31 Ιουλίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ