«Κάνω μια μεγάλη έρευνα για τα Δεκεμβριανά του 1944. Εχω να διαβάσω περίπου 7.000 σελίδες από τα Βρετανικά Αρχεία» είπε στο «Βήμα» ο 65χρονος Πέτρος Στ. Μακρής-Στάικος, δικηγόρος Αθηνών «εν αδρανεία» πλέον, ο οποίος τα τελευταία 20 χρόνια έχει αφιερωθεί στην ιστορική έρευνα και στη συγγραφή. Τα βιβλία του «Κίτσος Μαλτέζος» (2000), «Βρετανική πολιτική και αντιστασιακά κινήματα στην Ελλάδα –Η απόρρητη έκθεση του ταγματάρχη David J. Wallace» (2009), και «»O άγγλος πρόξενος» –Ο υποπλοίαρχος Noël C. Rees και οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες: Ελλάδα – Μέση Ανατολή (1939-1944)» που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Ωκεανίδα διαβάστηκαν ευρέως και πυροδότησαν αντεγκλήσεις μεταξύ των ιστορικών.
Ο ίδιος μάλιστα είπε ότι δεν αντιλαμβάνεται τον όρο «αναθεωρητισμός» που μετέρχονται οι αριστερών πεποιθήσεων ιστορικοί. «»Αναθεωρητισμός» ήταν το απολύτως μονομερές κύμα της «αριστερής» ιστοριογραφίας που επεκράτησε στη Μεταπολίτευση» εξήγησε. «Στο πρώτο μου βιβλίο με βοήθησε πάρα πολύ ο Κώστας Φιλίνης, που μου μίλησε με τρομακτική ειλικρίνεια» θυμήθηκε ο ίδιος, ενώ «στην παρουσίαση του ίδιου βιβλίου ο Γρηγόρης Φαράκος ζήτησε συγγνώμη εκ μέρους της Αριστεράς» για τη δολοφονία του «Κόκκινου Τσάρου».
Στον τοίχο πίσω του κρέμονταν τα μπαρουτοκαπνισμένα άρματα του καπετάνιου Δημητρίου Μακρή –ήταν ένας από τους αρχηγούς κατά την Εξοδο του Μεσολογγίου το 1826 -, του οποίου είναι υπερήφανος τρισεγγονός. Ο παππούς του Πάνος Μακρής υπήρξε υποστράτηγος και ήταν βενιζελικός. «Τον πατέρα μου Στάμο, επειδή είχε καταταγεί στον ΕΔΕΣ του Ν. Ζέρβα στη διάρκεια της Αντίστασης, τον πιάσανε αργότερα αιχμάλωτο οι κομμουνιστές. Και επειδή ήταν ο μεγαλύτερος γαιοκτήμονας της Αιτωλοακαρνανίας, τον κλείσανε σ’ ένα δωμάτιο στην περιοχή του Αγίου Βλασίου –περνούσαν ύστερα όλοι οι ΕΛΑΣίτες και, ημιθανή από την ελονοσία, τον φτύνανε. Μετά του έδωσαν άδεια και γύρισε σε κακό χάλι στην Αθήνα. Ξέρετε πότε μου τα είπε αυτά; Περίπου έναν χρόνο πριν από τον θάνατό του. Πιο πριν κουβέντα. Στο σπίτι μου δεν μιλούσε κανένας για εκείνη την περίοδο. Ηθελαν να ξεχάσουν, πιστεύω» εξομολογήθηκε ο ίδιος. Και σε άλλα σπίτια όμως ακόμη και «κεντρώοι άνθρωποι, βενιζελικοί και δημοκρατικοί που δεν υπήρξαν ποτέ τους βασιλόφρονες ως τότε έγιναν φανατικοί βασιλόφρονες αμέσως μετά τον Δεκέμβριο ακριβώς λόγω των γεγονότων εκείνων, από απέχθεια προς τους κομμουνιστές» συνέχισε.
Τα Δεκεμβριανά και ο επακόλουθος εμφύλιος πόλεμος τραυμάτισαν την ήδη πληγωμένη και κατακερματισμένη από την Κατοχή ελληνική κοινωνία. Με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 70 χρόνων από τα καθοριστικά εκείνα γεγονότα ο Πέτρος Στ. Μακρής-Στάικος αποφάσισε να μεταφράσει και να δημοσιεύσει «τέσσερα άγνωστα κατά το πλείστον κείμενα που φωτίζουν κρίσιμες πτυχές της σύγκρουσης», επιλεγμένα από μια πλειάδα άλλων που ήδη επεξεργάζεται με σκοπό την έκδοση μιας εκτεταμένης μελέτης για τα Δεκεμβριανά. Στο βιβλίο «Ο «Δεκέμβρης» του 1944» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ικαρος περιλαμβάνονται ένα υπόμνημα του συνταγματάρχη Στίβενς που βασίζεται «στην πρόληψη και την εξουδετέρωση ενός πραξικοπήματος από το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ» με τη λήξη της Κατοχής, η ιστορία της 23ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας που αποκαλύπτει πολλά αναφορικά με τις βρετανικές στρατιωτικές δραστηριότητες στην Ελλάδα της εποχής, το χρονικό του αντιναυάρχου Δημητρίου Οικονόμου «για την πορεία θανάτου στην οποία εξανάγκασε το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ τους ομήρους του» –μεταξύ αυτών και η Λέλα, η χήρα του Μεταξά –και, τέλος, τα πρακτικά της Διάσκεψης για την Ανακωχή (στο βρετανικό Γενικό Στρατηγείο, από τις 8 ως τις 11 Ιανουαρίου του 1945) που οδήγησε αργότερα στη Συμφωνία της Βάρκιζας. «Η ιστορία, βεβαίως, είναι ακριβό σπορ. Δαπάνησα 15.000 λίρες γι’ αυτή την έρευνα. Γιατί; Γιατί πρέπει να γραφτεί κάποτε όλη η αλήθεια, αυτό μ’ ενδιαφέρει» υπογράμμισε.
Ο ίδιος θεωρεί ότι «η αλήθεια δεν έχει αποτυπωθεί από κανέναν ως σήμερα» στη σχετική βιβλιογραφία, ούτε από ξένους ούτε από έλληνες ιστορικούς. «Υπάρχει, βεβαίως, ο σεβαστός μου Τζον Ιατρίδης και το βιβλίο του «Εξέγερση στην Αθήνα: O ελληνικός κομμουνιστικός Δεύτερος Γύρος, 1944-1945» του 1972, όπου υποστηρίζει –σήμερα ο ίδιος το θεωρεί ξεπερασμένο –ότι ούτε η μία πλευρά ήθελε τα «Δεκεμβριανά» ούτε η άλλη. Εγραψε μάλιστα ότι επρόκειτο περί «φάρσας» ακριβώς επειδή δεν τα ήθελε κανείς, ότι δηλαδή από λάθος εκτιμήσεις και των δύο πλευρών ξέσπασε το πράγμα. Εγώ αυτά δεν τα πιστεύω» τόνισε όλο νόημα. «Εχουμε το παράδειγμα του Φαράκου ο οποίος στο τελευταίο του μεγάλο βιβλίο «Σχέσεις ΚΚΕ και Διεθνούς Κομμουνιστικού Κέντρου» για την επίμαχη περίοδο γράφει ότι το ΚΚΕ το κατείχε «σύνδρομο εξουσίας», ότι δεν είχε αποβάλει τον «επαναστατικό χαρακτήρα» του, ότι η συμμετοχή του σε μια αστική κυβέρνηση ήταν αδύνατη και ότι επομένως, αργά η γρήγορα, θα γινόταν ό,τι εν τέλει έγινε» είπε ο ίδιος.

«Επιπλέον ο Φαράκος κάνει εκεί μια μεγάλη αποκάλυψη που έχει περάσει απαρατήρητη και συνδέεται με την εντυπωσιακή ανυπακοή του Γ. Σιάντου στον Στάλιν (παππού), την οποία μάλιστα τονίζει ο ίδιος. Θα έχετε ίσως ακούσει για το τηλεγράφημα του Γκεόργκι Δημητρόφ προς τον Σιάντο – με την άποψη του Στάλιν για τον «άκαιρο» χαρακτήρα των όσων έκαναν οι έλληνες κομμουνιστές. Επισήμως, μέσω Μακεδονίας και Λ. Στρίγκου, το τηλεγράφημα έφθασε στα χέρια του Σιάντου στις 16 Δεκεμβρίου 1944. Αυτό όμως πλαστογραφήθηκε και εμφανίστηκε ως μεταγενέστερο (μέσα Ιανουαρίου του 1945). Υποτίθεται ότι ο Στρίγκος το έλαβε διαστρεβλωμένο και γι’ αυτό δεν το διαβίβασε έγκαιρα στην Αθήνα. Οταν άρχισαν τα Δεκεμβριανά, κι αυτό που σας λέω δεν είναι γνωστό, ο Ρ. Λίπερ, ο βρετανός πρεσβευτής στην Αθήνα, έστειλε ένα επείγον τηλεγράφημα στο Λονδίνο με το οποίο ζητούσε να υπάρξει κάποιο διάβημα προς τη Σοβιετική Ενωση ούτως ώστε, όχι απαραιτήτως φανερά αλλά πάντως αποτελεσματικά, να σταματήσουν αυτό που εγώ αποκαλώ κομμουνιστική ανταρσία. Κάπως έτσι έφθασε, κατά την ταπεινή μου άποψη, το τηλεγράφημα στις 16 Δεκεμβρίου»
συμπλήρωσε ο Πέτρος Στ. Μακρής-Στάικος.
Είναι γνωστό, όπως είπε ο ίδιος, ότι «ως το καλοκαίρι του 1943 δεν υπάρχει καμία επαφή του ΚΚΕ με τη Σοβιετική Ενωση. Τότε είναι που ο Αντρέας Τζήμας πηγαίνει στη Γιουγκοσλαβία ούτως ώστε μέσω των ασυρμάτων εκεί να τους ενημερώσει για τα σχέδιά τους. Η συμφωνία της Μόσχας όμως ανάμεσα στον Τσόρτσιλ και στον Στάλιν για το διαμοίρασμα των Βαλκανίων και τις σφαίρες επιρροής είναι ήδη σαφής. Ο πρώτος μάλιστα σε τηλεγράφημα του Δεκεμβρίου του 1944 λέει ότι «o Στάλιν μάς έχει φερθεί άψογα ως σήμερα». Η Σοβιετική Ενωση απλώς δεν εκτιμούσε τους έλληνες κομμουνιστές, εκτιμούσε τον Τίτο και τους Βούλγαρους. Οταν λ.χ. έφθασε η σοβιετική αποστολή στην Ελλάδα, κάποιος σοβιετικός αξιωματικός ρώτησε χαρακτηριστικά τον Κρις Γούντχαουζ «πότε θα απαλλαγείτε απ’ αυτόν τον όχλο;» αναφερόμενος στον ΕΛΑΣ, δεν είναι καθόλου αστείο αυτό».
Η όλη υπόθεση είναι «τυλιγμένη σε μύθο, κακά τα ψέματα, και επιπλέον τα αναπάντητα ερωτήματα είναι αμείλικτα» ανέφερε ο ίδιος. «Το ΚΚΕ, που υποτίθεται αναγκάστηκε να τα κάνει αυτά λόγω του βρετανικού ιμπεριαλισμού και των κυβερνητικών δυνάμεων, αυτό αποφάσισε σε πρώτη φάση να κλιμακώσει την οξύτητα και να φανατίσει τον κόσμο, από εκεί ξεκίνησαν όλα» όσα οδήγησαν στα Δεκεμβριανά, όπως «η περιφορά των ανοιχτών φερέτρων που άρχισαν τον Νοέμβριο στο κέντρο της Αθήνας –μια μέρα αποκαλύφθηκε ότι μέσα στα φέρετρα ήταν Χίτες και όχι αριστεροί, δολοφονημένοι από τους Χίτες». Οι δε νεκροί, «σύμφωνα με την «Ελεύθερη Ελλάδα» της 5ης Δεκεμβρίου, το επίσημο φύλλο του ΕΑΜ, ήταν 11 και είχαν ονοματεπώνυμο. Ούτε 50 ήταν ούτε 100» είπε ο Πέτρος Στ. Μακρής-Στάικος.
«Ενα άλλο μύθευμα ήταν ότι η οικονομική βοήθεια των Βρετανών προς την Ελλάδα υπήρξε το «δόλωμα» για την υποταγή της. Από τα βρετανικά αρχεία προκύπτει ότι οι Βρετανοί ήθελαν την ανόρθωση της Ελλάδας, ήταν συνείδηση ότι αν η Ελλάδα δεν σωζόταν οικονομικά ήταν τελειωμένη».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ