16 Απριλίου 1914. Στο Ναύπλιο αρχίζει η συνεδρίαση του Δικαστηρίου Εφετών με 110 μάρτυρες, τέσσερις συνηγόρους και 12 κατηγορουμένους, μεταξύ των οποίων ο παιδαγωγός και δηλωμένος δημοτικιστής Αλέξανδρος Δελμούζος και ο επιφανής γιατρός του Βόλου Δημήτριος Σαράτσης.
Κατηγορούνται διότι «προσεπάθησαν διά ζώσης, διά διδασκαλίας και δι’ εντύπων φυλλαδίων να ελκύσωσι προσήλυτους εις λεγόμενα θρησκευτικά δόγματα, τουτέστι την αθεΐαν […] διδάσκοντες ότι δεν υπάρχει Θεός, ότι η θρησκεία αποτελεί την άρνησιν της σκέψεως, ότι προ παντός πρέπει να εκριζωθή η ρίζα του κακού, η θρησκεία, ότι ο άνθρωπος εδημιουργήθη υπό πιθήκων, ότι ο Θεός είναι ένα αγκούρι, ότι η πατρίς είναι πόρνη και στρίγγλα μητρυιά και η θρησκεία μαστρωπός» και «εξέφραζον δημοσία τοιαύτας αρχάς, δόξας και φρονήματα τα οποία αντιβαίνουσιν εν γένει εις τας βάσεις της θρησκείας και της ηθικής».
Η κατηγορία βασίζεται σε ένα επεισόδιο ανάμεσα σε μια φιλόλογο του Ανώτερου Παρθεναγωγείου Βόλου, του οποίου διευθυντής ήταν ο Δελμούζος, και στον επίσκοπο Δημητριάδος, του οποίου το χέρι δεν ασπάστηκε η καθηγήτρια, σε μια μαρτυρία για δήθεν υβριστική αναφορά του Δελμούζου στο πρόσωπο του Χριστού, αλλά και στις φήμες για σκανδαλώδη συμβάντα στο Παρθεναγωγείο, όπως λ.χ. ότι οι μαθήτριες έπαιξαν χιονοπόλεμο με τον τριαντάχρονο διευθυντή, πήγαιναν εκδρομές στα βουνά και «εφαίνοντο τα πόδια των», «δεν πήγαιναν γραμμή στον δρόμο, όπως τ’ άλλα σχολεία», έπαιρναν μέρος σε μαθήματα τεχνητής αναπνοής, δεν έκαναν καθημερινή προσευχή.
Τρία χρόνια νωρίτερα το επεισόδιο με τον μητροπολίτη στις 10 Φεβρουαρίου 1911 δίνει αφορμή για μια εκστρατεία ηθικού πανικού, ενορχηστρωμένη από τον Δημοσθένη Κούρτοβικ, εκδότη της τοπικής εφημερίδας «Κήρυξ» και καταδικασμένο για υποθέσεις εκβιασμού και εξύβρισης μέσω του Τύπου. Τον Μάρτιο του 1911 οργανώνεται συλλαλητήριο στον Βόλο, ο βουλευτής Βόλου Μπουφίδης φέρνει το θέμα στη Βουλή και το δημοτικό συμβούλιο του Δήμου Παγασών (Βόλου) αποφασίζει τηνάμεση διακοπήτης λειτουργίας του Παρθεναγωγείου, του οποίου την ίδρυση είχε αποφασίσει στις 24 Σεπτεμβρίου 1908.
Στα τριάμισι χρόνια της λειτουργίας του, που κάλυψε το κενό της γυμνασιακής μόρφωσης των κοριτσιών του Βόλου, διδάχθηκαν συστηματικά για πρώτη φορά στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση η νεοελληνική λογοτεχνία, τα αρχαία από μετάφραση, η γλωσσική έκφραση στη δημοτική, παράλληλα και ανεξάρτητα από την καθαρεύουσα, μαζί με φυσιογνωστικά μαθήματα, μαθηματικά, γαλλικά, οικοκυρικά, μουσική και, βεβαίως, θρησκευτικά. Βασικές αρχές της παιδαγωγικής του Παρθεναγωγείου ήταν η έμφαση στο νόημα και όχι στην αποστήθιση, η διδασκαλία χωρίς βιβλία και η καλλιέργεια της αυτενέργειας των παιδιών, με τον δάσκαλο να παίζει σταδιακά ρόλο συμβούλου.
Τα στενογραφημένα πρακτικά της δίκης του Ναυπλίου προσφέρουν μια συναρπαστική εικόνα της συναρμογής σε συμβολικό επίπεδο της γλώσσας με ζητήματα έθνους και εθνικότητας, θρησκείας, κοινωνικής τάξης και φύλου και μαρτυρούν έτσι τη διαμόρφωση της ιδεολογίας που αντιπαρατέθηκε στον δημοτικισμό.
Σύμφωνα με τη χαρακτηριστική δήλωση του επισκόπου, «εις την συνείδησιν όλου του κόσμου μαλλιαρισμός, αναρχισμός, σοσιαλισμός, αθεϊσμός, μασονία είνε έν και το αυτό», ενώ ένας άλλος μάρτυρας κατηγορίας συνάπτει τον αθεϊσμό με τη «χορτοφαγίαν» και τον «μαλλιαρισμόν» και άλλος επισημαίνει ότι ο κόσμος θεωρούσε τον Δελμούζο «άθεον επειδή ήτο μαλλιαρός –εκεί τα συσχετίζουν όλα». Το γεγονός ότι συγκατηγορούμενοι του Δελμούζου είναι μέλη του Εργατικού Κέντρου Βόλου συμπλέκει αυτόματα την επιλογή του γλωσσικού ιδιώματος με τις ιδέες του συνδικαλισμού και των εργατικών διεκδικήσεων αλλά και τη μαρξιστική θεωρία και τη θεωρία του Δαρβίνου (απ’ όπου οι αναφορές στην προέλευση του ανθρώπου από τον πίθηκο ή τη γέννησή του «όπως το σκουλήκι εις το τουλουμοτύρι»…).
Οι αναφορές σε εβραίους, μασόνους και ρούβλια αλλά και στις σπουδές του Δελμούζου στη Γερμανία («τα εκ Γερμανίας δεν κάνουν δι’ ημάς» διακηρύσσει ο εισαγγελέας) συνθέτουν την ξενοφοβική και ρατσιστική διάσταση της ιδεολογίας, ενώ η ελληνικότητα της, ακόμη «αλύτρωτης», Μακεδονίας κάνει κι αυτή την εμφάνισή της στη δίκη.
Αναπόσπαστη ψηφίδα η διάσταση του φύλου: οι μαθήτριες έχουν «ανάγκην ρυθμίσεως των αφυπνιζομένων ορμών των», όπως ακριβώς η ζωντανή γλώσσα που «δεν γνωρίζει ουδένα χαλινόν εν τω τυπικώ», η δε οικειότητά τους με τον «μεμνηστευμένον μόνον, όχι όμως και υπανδρευμένον» Δελμούζο οδηγεί στην απώλεια της «συστολής και αιδημοσύνης, η οποία παντού και πάντοτε απετέλεσε την βάσιν και την εγγύησιν της γυναικείας αρετής».
Ακόμη και το γεγονός ότι οι μαθήτριες πηγαίνουν με ενθουσιασμό στο σχολείο αποτελεί τεκμήριο της πλύσης εγκεφάλου που υφίστανται: για τον πατέρα μιας μαθήτριας είναι περίεργο ότι το παιδί του «έφευγε σαν τρελλό κάθε πρωί, ενώ πρώτα δεν του άρεσε το άλλο σχολείο».
Η δίκη του Ναυπλίου προδιαγράφει την πόλωση του γλωσσικού ζητήματος, που θα συμπλέκεται πλέον όλο και πιο στενά με τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις της νεότερης Ελλάδας. Εχουν προηγηθεί οι συγκρούσεις των Ευαγγελιακών και των Ορεστειακών στις αρχές του 20ού αιώνα, ενώ με το άρθρο 107 στο Σύνταγμα του 1911 η κυβέρνηση Βενιζέλου προσπαθεί να εξισορροπήσει τις αντικρουόμενες πεποιθήσεις της αστικής τάξης καθιερώνοντας ως επίσημη γλώσσα του κράτους «εκείνη εις την οποίαν συντάσσονται το πολίτευμα και της ελληνικής νομοθεσίας τα κείμενα».
Τα γεγονότα του Βόλου, που έγιναν γνωστά ως «αθεϊκά», οδήγησαν έτσι σε μια εμβληματική δημόσια διατύπωση της συσχέτισης των γλωσσικών στάσεων με τον πατριωτισμό, τον εκσυγχρονισμό και την εθνικότητα, στην οποία ο «αμείλικτος διωγμός του τελικού νυ» ή τα «ερυθροβαφή» σύμβολα του Εργατικού Κέντρου αρκούν για να χαρακτηρίσουν κάποιον άθεο, αναρχικό, σοσιαλιστή ή προοδευτικό.
Η πανηγυρική αθώωση των κατηγορουμένων στις 28 Απριλίου 1914 προηγείται ακριβώς δύο μήνες από τη δολοφονία του αρχιδούκα Φερδινάνδου στο Σαράγεβο: ο ταραγμένος εικοστός αιώνας έχει μόλις αρχίσει.
Ο κ. Διονύσης Γούτσος είναι αναπληρωτής καθηγητής στον Τομέα Γλωσσολογίας του Τμήματος Φιλολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ