Η «ιλιγγιώδης» ταχύτητα με την οποία κινείται ο κρατικός μηχανισμός για την προστασία του πληθυσμού από την αιθαλομίχλη γίνεται παροιμιώδης. Εξαγγελίες για μέτρα επί μέτρων πριν από ενάμιση μήνα και έκτοτε ουδέν νεώτερον. Αντίθετα σε… εγρήγορση βρίσκονται τα μέτρα εκείνα που αναγκάζουν τους πολίτες να καίνε ό,τι βρουν για να ζεσταθούν.
Η Κοινή Υπουργική Απόφαση (ΚΥΑ) γιατην αντιμετώπιση έκτακτων επεισοδίων από αιωρούμενα σωματίδια,η οποία υπογράφηκε από τον υπουργό Περιβάλλοντος κ.Γιάννη Μανιάτηστις 5 Νοεμβρίου, ακόμη «γυρίζει» από υπουργείο σε υπουργείο προκειμένου να μπουν και οι υπογραφές των συναρμόδιων υπουργών. Αλλά ούτε η πολυσυζητημένη απόφαση για την παροχή δωρεάν ρεύματος στις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού τις περιόδους που η αιθαλομίχλη χτυπά κόκκινο έχει ετοιμαστεί.
Την ίδια στιγμή, επιστημονική μελέτη του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), την οποία παρουσιάζει «Το Βήμα», ανιχνεύει 19 καρκινογόνεςουσίες (πολυαρωματικούς υδρογονάνθρακες) στα αιωρούμενα σωματίδια και προσδιορίζει, στον πληθυσμό των Θεσσαλονικέων, τον κίνδυνο καρκινογένεσης από την έκθεση σε αυτές, από 2 ως 6 περιπτώσεις ανά εκατομμύριο, ανάλογα με την ηλικιακή ομάδα.
Παιδιά, η ευπαθής ομάδα
Στα παιδιά, ο κίνδυνος εμφανίζεται αυξημένος εξαιτίας διαφορών στη φυσιολογία τους και στη δραστηριότητά τους, όπως και στους κατοίκους περιοχών που εκτίθενται σε σωματίδια προερχόμενα από καύση βιομάζας. Γι’ αυτό ενώ στους ενηλίκους ο εκτιμώμενος κίνδυνος καρκινογένεσης είναι περίπου δύο περιπτώσεις ανά εκατομμύριο πληθυσμού, στα παιδιά φθάνει τις έξι ανά εκατομμύριο.
Οπως προκύπτει από τις μετρήσεις των επιστημόνων του Εργαστηρίου Περιβαλλοντικής Μηχανικής στο ΑΠΘ, υπό την επίβλεψη του αναπληρωτή καθηγητή Περιβαλλοντικής Μηχανικής κ.Δημοσθένη Σαρηγιάννη, η τοξικότητα των αιωρούμενων σωματιδίων είναι ορισμένες φορές ως και τέσσερις φορές πάνω από το ανώτερο επιτρεπτό όριο που προτείνει η ευρωπαϊκή οδηγία 2004/107/EC και οφείλεται στην παρουσία πολυαρωματικών υδρογονανθράκων. «Οι καρκινογόνες ιδιότητες των ουσιών αυτών αποδίδονται στην ικανότητά τους να προσβάλλουν το μακρομόριο του DNA και να επιφέρουν μεταλλάξεις» εξηγεί ο κ. Σαρηγιάννης.
Η τοξικότητα του πολυαρωματικού μείγματος εκφράζεται με την ισοδύναμη τοξικότητά τους σε σχέση με το βενζο-α-πυρένιο, το οποίο έχει ταξινομηθεί ως πιστοποιημένο καρκινογόνο από τη Διεθνή Επιτροπή Ερευνας για τον Καρκίνο. Ειδικότερα, προκειμένου να καταλήξουν στα συμπεράσματά τους οι ερευνητές έλαβαν δείγματα αιωρούμενων σωματιδίων από δύο αστικές περιοχές απαλλαγμένες από κυκλοφοριακή ρύπανση (το Επταπύργιο και τη Σταυρούπολη) και από σημεία της Εγνατίας τα οποία χαρακτηρίζονται από έντονη κυκλοφοριακή ροή.
Πιο επικίνδυνα από τα καυσαέρια
Τα αποτελέσματα κατέρριψαν τον… αστικό μύθο που λέει ότι οι ρύποι των αυτοκινήτων είναι οι πιο επικίνδυνοι για την υγεία. Οπως προέκυψε από την επεξεργασία των στοιχείων, στη Θεσσαλονίκη κατά την περυσινή χειμερινή περίοδο η τοξικότητα των σωματιδίων ήταν υψηλότερη στους σταθμούς αστικού υποβάθρου, όπου οι μετρούμενες συγκεντρώσεις σωματιδίων, τις ημέρες έντονης ρύπανσης, προέρχονταν κυρίως από την καύση βιομάζας (σε ποσοστό άνω του 70%).
Αντίθετα, κοντά σε δρόμους με μεγάλη κίνηση οχημάτων, όπου οι συγκεντρώσεις σωματιδίων είναι χαμηλότερες και η συμβολή της καύσης βιομάζας είναι μικρή (περίπου 18%), η έκθεση σε τοξικές ουσίες είναι χαμηλότερη, αποδεικνύοντας, όπως αναφέρει ο κ. Σαρηγιάννης, πως «τα σωματίδια που προέρχονται από βιομάζα δεν είναι λιγότερο τοξικά από τα αντίστοιχα κυκλοφοριακής προέλευσης».
Σύμφωνα με τον ίδιο, όταν ο ανθρώπινος οργανισμός εκτίθεται σε σωματίδια που περιλαμβάνουν πολυαρωματικούς υδρογονάνθρακες, ένα μεγάλο τμήμα (πιθανώς μεγαλύτερο του 80%) των εισπνεόμενων ενώσεων αναμένεται να εναποτεθεί στο επιθήλιο, δηλαδή τη «φόδρα» που ντύνει τους πνεύμονες, και να απορροφηθεί άμεσα από το αίμα. Επιπλέον, μικρό μέρος απορροφάται και μεταβολίζεται στην τραχεία και στους βρόγχους. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μεταανάλυση δεδομένων του ευρωπαϊκού ερευνητικού προγράμματος ESCAPE, το οποίο παρακολούθησαν 312.944 άτομα σε 17 χώρες για 13 χρόνια, έδειξε στατιστικά σημαντική συσχέτιση ανάμεσα σε μορφές καρκίνου του πνεύμονα και έκθεσης σε σωματίδα PM10 (με διάμετρο 10 εκατομμυριοστά του μέτρου) και PM2,5 (με διάμετρο 2,5 εκατομμυριοστά του μέτρου).
Λύση
Να καίμε, σωστά, λιγότερα ξύλα
Η ενδεδειγμένη λύση, όπως υποστηρίζει ο καθηγητής κ. Δ. Σαρηγιάννης, για την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας στην Ελλάδα, άρα και της σωματιδιακής ρύπανσης, είναι η στήριξη δράσεων εξοικονόμησης ενέργειας και ενεργειακής αναβάθμισης σπιτιών και δημόσιων κτιρίων. Μια άλλη πρόταση αποτελεί η χρήση ηλεκτρικών συσκευών και αντλιών θερμότητας, αν και επιβαρύνει την ηλεκτροπαραγωγική απαίτηση της χώρας.
Σημαντικά αποτελέσματα μπορεί να έχει και η διευκόλυνση της σύνδεσης στο δίκτυο φυσικού αερίου των κτιρίων στις μεγάλες πόλεις. Oπως έδειξε η περίπτωση της πόλης Λόνσεστον της Αυστραλίας, όταν προωθήθηκε η χρήση φυσικού αερίου αντί για καύση ξυλείας για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες θέρμανσης του πληθυσμού παρατηρήθηκε, σύμφωνα με τον καθηγητή, σημαντική μείωση της θνησιμότητας από καρδιαγγειακά και αναπνευστικά νοσήματα.
«Η καύση βιομάζας, αν δεν μπορεί να αποφευχθεί, καλό θα είναι να μετριαστεί, και να γίνεται μόνο όταν υπάρχει πραγματική ανάγκη θέρμανσης και έλλειψη εναλλακτικών λύσεων» αναφέρει ο καθηγητής. Η καύση θα πρέπει να γίνεται σε σωστά σχεδιασμένες και καλά συντηρημένες εστίες (κατά προτίμηση κλειστού τύπου), με χρήση στεγνής και καθαρής φυσικής ξυλείας. Σε αυτή την περίπτωση, σύμφωνα με τον κ. Σαρηγιάννη, είναι σημαντικό να αερίζονται καλά οι εσωτερικοί χώροι όπου βρίσκονται οι εστίες καύσης, «έτσι ώστε να περιορίζεται η απευθείας έκθεση του πληθυσμού σε λεπτά και υπέρλεπτα αιωρούμενα σωματίδια».
Λύση
Να καίμε, σωστά, λιγότερα ξύλα
Η ενδεδειγμένη λύση, όπως υποστηρίζει ο καθηγητής κ. Δ. Σαρηγιάννης, για την αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας στην Ελλάδα, άρα και της σωματιδιακής ρύπανσης, είναι η στήριξη δράσεων εξοικονόμησης ενέργειας και ενεργειακής αναβάθμισης σπιτιών και δημόσιων κτιρίων. Μια άλλη πρόταση αποτελεί η χρήση ηλεκτρικών συσκευών και αντλιών θερμότητας, αν και επιβαρύνει την ηλεκτροπαραγωγική απαίτηση της χώρας.
Σημαντικά αποτελέσματα μπορεί να έχει και η διευκόλυνση της σύνδεσης στο δίκτυο φυσικού αερίου των κτιρίων στις μεγάλες πόλεις. Oπως έδειξε η περίπτωση της πόλης Λόνσεστον της Αυστραλίας, όταν προωθήθηκε η χρήση φυσικού αερίου αντί για καύση ξυλείας για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες θέρμανσης του πληθυσμού παρατηρήθηκε, σύμφωνα με τον καθηγητή, σημαντική μείωση της θνησιμότητας από καρδιαγγειακά και αναπνευστικά νοσήματα.
«Η καύση βιομάζας, αν δεν μπορεί να αποφευχθεί, καλό θα είναι να μετριαστεί, και να γίνεται μόνο όταν υπάρχει πραγματική ανάγκη θέρμανσης και έλλειψη εναλλακτικών λύσεων» αναφέρει ο καθηγητής. Η καύση θα πρέπει να γίνεται σε σωστά σχεδιασμένες και καλά συντηρημένες εστίες (κατά προτίμηση κλειστού τύπου), με χρήση στεγνής και καθαρής φυσικής ξυλείας. Σε αυτή την περίπτωση, σύμφωνα με τον κ. Σαρηγιάννη, είναι σημαντικό να αερίζονται καλά οι εσωτερικοί χώροι όπου βρίσκονται οι εστίες καύσης, «έτσι ώστε να περιορίζεται η απευθείας έκθεση του πληθυσμού σε λεπτά και υπέρλεπτα αιωρούμενα σωματίδια».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ