«Απολογισμό» της χρονιάς που πέρασε και …αυτοκριτική κάνει ο πρώην υφυπουργός Παιδείας κ. Γ. Πανάρετος, σε άρθρο που δημοσίευσε στην προσωπική του ιστοσελίδα.
«Τα δύσκολα θέματα που άνοιξα χρειάζονταν περισσότερο χρόνο ή μεγαλύτερη αποφασιστικότητα (όχι μόνο δική μου)» αναφέρει ο κ. Πανάρετος και παραθέτει τις παρακάτω σκέψεις σε σχέση με όσα δεν κατόρθωσε να ολοκληρώσει στο υπουργείο Παιδείας.
« – Δεν μπόρεσα να ολοκληρώσω την οριστική επίλυση του προβλήματος των επαγγελματικών δικαιωμάτων με την δημιουργία ενιαίων επαγγελματικών φορέων. Αυτό δεν οφείλεται στις συντεχνιακές αντιδράσεις, τις οποίες και αγνόησα. Οφείλεται στην δυσκολία του εγχειρήματος. Το ότι το πρόβλημα δεν είχε λυθεί επί 30 χρόνια δεν μπορεί να αποτελέσει δικαιολογία.
– Δεν κατάφερα να αλλάξω σημαντικά την κατάσταση στα πανεπιστήμια (κυρίως) και στα ΤΕΙ (δευτερευόντως). Και πάλι, αυτό δεν οφείλεται στις αντιδράσεις. Νομίζω ότι έπρεπε να προχωρήσουμε σε ριζικότερες αλλαγές και με ταχύτερο ρυθμό. Οι διεθνείς οργανισμοί υποστηρίζουν ότι οι μεταρρυθμίσεις στα πανεπιστήμια απαιτούν 20 χρόνια. Εμείς δεν είχαμε στην διάθεσή μας παραπάνω από δύο. Δεν έπεισα όμως γι’ αυτό εκείνους που έπρεπε.
– Οι αλλαγές στην υποβολή και την αξιολόγηση των ερευνητικών προγραμμάτων δεν ήταν επαρκείς. Επρεπε να είχα προχωρήσει και σε αλλαγές του σχεδιασμού των ερευνητικών προτεραιοτήτων. Το ότι ήταν δύσκολο γιατί δεν υπήρχε καμιά υποδομή, και πάλι δεν μπορεί να αποτελέσει δικαιολογία.
– Δεν ολοκλήρωσα τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν στις εισαγωγικές εξετάσεις. Οι αλλαγές στις μετεγγραφές, όσο δύσκολες και αν ήταν πολιτικά και όσο καλές για τα ιδρύματα, δεν επαρκούν. Είναι βέβαια χρήσιμες για την διασφάλιση της κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά δεν λύνουν το πρόβλημα των νέων παιδιών με το άγχος που δημιουργούν και το κόστος που προκαλούν στις οικογένειές τους».
«Πολλοί, αν και διαφωνούσαν με κάποιες από τις πολιτικές που ακολούθησα, έδειξαν ενδιαφέρον για τον «ανορθόδοξο» τρόπο άσκησης πολιτικής» συνεχίζει ο κ. Πανάρετος και αναφέρει την διατύπωση των πολιτικών του απόψεων μέσω της ιστοσελίδας του, τη διαφάνεια με την ανάρτηση όλων των αποφάσεων του στο Διαδίκτυο, τις ανοικτές διαδικασίες κλπ.
Μεταξύ των μεθόδων του δε αναφέρει το «πλήρες διαζύγιο με οποιαδήποτε μορφή «πολιτικής εξυπηρέτησης» (το λένε και ρουσφέτι στην καθομιλουμένη)» και το ότι ήταν «υπουργός χωρίς αστυνομικούς ασφαλείας, χωρίς διευθυντή πολιτικού γραφείου και χωρίς «έμπιστους» μετακλητούς υπαλλήλους προερχόμενους από προσωπικές γνωριμίες».
«Οσοι είχαν εμπλοκή σε κυβερνητικές θέσεις δεν μπορούν να πουν απλά ότι αποχωρούν» αναφέρει. «Ιδιαίτερα όταν δεν έχουν κανένα προσωπικό όφελος από την εμπλοκή αυτή, ούτε προσβλέπουν σε κάτι τέτοιο. Αντίθετα, έχουν υποχρέωση σε όσους πίστεψαν στις ίδιες αρχές και αξίες με τις οποίες πολιτεύτηκαν και, δικαιολογημένα, περιμένουν από αυτούς να τοποθετούνται».
Τέλος αναφέρει σχολιάζοντας την κατάσταση της χώρας μας σήμερα ότι «το κράτος ακολούθησε τις βολικές «ομοιόμορφες» διαδικασίες για όλα, με μόρια και με ισοπεδωτικά δήθεν αντικειμενικά κριτήρια που οδήγησαν να επιλέγονται οι γενικοί διευθυντές με βάση την συμμετοχή τους σε σεμινάρια και οι καθηγητές πανεπιστημίου με καταγραφή του αριθμού εργασιών. Οι πολίτες έχουν συμφέρον να το κάνουν. Οι εκφραστές του κράτους μέχρι σήμερα δεν έδειξαν να έχουν το ίδιο συμφέρον. Αν οι πολίτες πάρουν τέτοιες πρωτοβουλίες θα βοηθήσουν -ενδεχομένως θα υποχρεώσουν- και το κράτος να ακολουθήσει και να αναμορφωθεί.
Αν αυτό γίνει, μπορεί η κρίση που περνάμε να οδηγήσει και σε κάτι σημαντικό. Να βελτιωθούν οι συνθήκες για τους πραγματικά ικανούς- είτε είναι σήμερα μέσα στο σύστημα και ασφυκτιούν είτε είναι αποκλεισμένοι από αυτό γιατί δεν τους επιτρέπεται να έχουν και αυτοί τις ευκαιρίες που δικαιούνται»
Ολοκληρώνει δε το άρθρο του με τη φράση «Δεν αναφέρθηκα στα εσωκομματικά του ΠαΣοΚ στο πλαίσιο που γίνεται μέχρι σήμερα η συζήτηση. Θεωρώ όμως ότι τα παραπάνω μπορούν να είναι χρήσιμα στον προβληματισμό που αναπτύσσεται στην κοινωνία (και όχι μόνο στο ΠαΣοΚ) πέρα από χρονοδιαγράμματα, πρόσωπα και στρατηγικές».