Η συνάντηση στο Μέγαρο Μαξίμου μόλις είχε τελειώσει. Ο τότε αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Μπους είχε μπει στην τεθωρακισμένη Λίνκολν για να πάει στο ξενοδοχείο του και ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε μείνει στο γραφείο του με λιγοστούς στενούς συνεργάτες να συζητήσουν την πρόταση Μπους για το Κυπριακό. Ο Μπους πρότεινε μια τετραμερή συνάντηση Ελλάδας, Τουρκίας και των δύο κυπριακών κοινοτήτων και μετέφερε τη «δέσμευση» της Αγκυρας πως «είναι αποφασισμένη να λύσει εκεί και τότε το Κυπριακό». Είκοσι λεπτά αργότερα ένας ψηλός νέος με διακριτική αστυνομική προστασία περπατούσε με ταχύ βήμα από την Ηρώδου Αττικού προς το διαμέρισμά του επί της οδού Μουρούζη. Οι δύο δημοσιογράφοι προσπαθούσαν με κόπο να τον ακολουθήσουν καθώς τους έκανε ένα άτυπο briefing για το τι διημείφθη πίσω από τις βαριές, δρύινες πόρτες του πρωθυπουργικού γραφείου. Ο Αντώνης Σαμαράς σταμάτησε για ένα λεπτό και με αποφασιστικό ύφος είπε: «Εμένα πάντως δεν θα μου φορτώσει κανείς καμία Ζυρίχη». Το ζεστό εκείνο μεσημέρι του Ιουνίου του 1991 χώριζαν 30 και κάτι χρόνια από τη συμφωνία της Ζυρίχης αλλά «το σύνδρομο της Ζυρίχης», ο φόβος του στίγματος λόγω του χειρισμού του Κυπριακού, ακολουθούσε και ακολουθεί ακόμη τους έλληνες πολιτικούς.
Το Κυπριακό αποτελεί μια μεγάλη αντίφαση. Από τη μια είναι ένα πρόβλημα που «δεν πουλάει», από την άλλη έχει αποδειχθεί το μοναδικό ζήτημα που στιγματίζει πολιτικούς (Καραμανλής), τους αναγκάζει να ζητούν δημόσια συγνώμη (Ανδρέας Παπανδρέου) ή τους φέρνει σε απόγνωση (Αλέξανδρος Παπάγος, Γεώργιος Παπανδρέου). Δεν υπάρχει μεταπολεμικός πρωθυπουργός στην Ελλάδα που να μη «σφραγίστηκε» με τον ένα ή τον άλλο τρόπο από τους χειρισμούς του στο Κυπριακό.
Ο πρώτος πρωθυπουργός που αναγκάστηκε να ασχοληθεί με το Κυπριακό ήταν ο Νικόλαος Πλαστήρας, όταν τον επισκέφθηκε τον Μάρτιο του 1951 ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, επικεφαλής κυπριακής αντιπροσωπείας, για να πιέσει την Αθήνα να συναινέσει στην έναρξη της εκστρατείας εναντίον των Βρετανών και υπέρ της Ενωσης. Ο μεν Πλαστήρας φέρεται να του δήλωσε «εγώ, παπά μου, δεν τα βάζω με τους Εγγλέζους», ο δε Μακάριος ανακάλυψε την τέχνη της δημιουργίας λόμπι στους πολιτικούς και δημοσιογραφικούς κύκλους της Αθήνας.
Ο διάδοχός του Αλέξανδρος Παπάγος δεν ήθελε και εκείνος να ανακινήσει το ζήτημα, παρά τις θυελλώδεις διαδηλώσεις φοιτητών στους δρόμους της Αθήνας και τα επικριτικά δημοσιεύματα του Τύπου. Ο Μακάριος πίεζε για μια ελληνική προσφυγή στον ΟΗΕ αφήνοντας μάλιστα να εννοηθεί πως σε περίπτωση που η Αθήνα δεν συναινούσε, θα προσέφευγε ο ίδιος στη Μόσχα ή σε άλλες χώρες του ανατολικού μπλοκ. Ο Παπάγος άλλαξε γνώμη όταν ένιωσε προσωπικά προσβεβλημένος από τον βρετανό πρωθυπουργό Αντονι Ιντεν, ο οποίος ανάρρωνε από μια βαριά ασθένεια στην Αθήνα και τον δέχθηκε στην κατοικία του βρετανού πρεσβευτή στην οδό Λουκιανού. Ο έλληνας ηγέτης ζήτησε από τον Ιντεν να κάνει κάποια παραχώρηση στο Κυπριακό ώστε να ικανοποιηθεί η ελληνική κοινή γνώμη και εκείνος απάντησε σκαιότατα: «Η αυτοκρατορία δεν είναι προς πώληση». Ο Παπάγος, παρά τις αντιρρήσεις στελεχών του, προχώρησε στην προσφυγή στον ΟΗΕ που δεν έφερε το ποθητό αποτέλεσμα, οδήγησε τις ελληνοβρετανικές σχέσεις σε κρίση και κλιμάκωσε τον ένοπλο αγώνα στην Κύπρο.
Ο Παπάγος ήταν ο άνθρωπος που σύρθηκε ουσιαστικά στην ανακήρυξη του Κυπριακού σε υπ’ αριθμόν 1 προτεραιότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Ετοιμοθάνατος στο σπίτι του στην Εκάλη επληροφορείτο τον Σεπτέμβριο του 1955 την απόφαση των Βρετανών να προχωρήσουν σε τριμερή διάσκεψη για το μέλλον της Κύπρου, συμπεριλαμβάνοντας και την Τουρκία που ως τότε δεν ήταν σοβαρός «παίκτης» στη σκακιέρα του Κυπριακού.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήλθε στην εξουσία με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις σε κρίση λόγω του πογκρόμ εναντίον του ελληνικού πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης και το Κυπριακό σε έξαρση. Εκθεση της CIA, δέκα ημέρες προτού ορκισθεί πρωθυπουργός, ανέφερε πως «ο κ. Καραμανλής εξακολουθεί να ελπίζει ότι οι ΗΠΑ μπορούν να βοηθήσουν την Ελλάδα να βρει τρόπους για να μπει το Κυπριακό στο ράφι με έντιμο τρόπο, ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει τα εσωτερικά οικονομικά προβλήματα. Δημοσίως θα ανακοινώσει ότι η πολιτική της Ελλάδας στο Κυπριακό θα συνεχισθεί αλλά θα αλλάξουν μόνοι οι μέθοδοι για την υλοποίησή της».
Πληροφορίες που είδαν το φως της δημοσιότητας αργότερα εμφάνιζαν τον Καραμανλή να έχει υπογράψει αναλόγου περιεχομένου μνημόνιο προτού γίνει πρωθυπουργός, ύστερα από συνεργασία με τον Παναγιώτη Πιπινέλη. Ο Καραμανλής κατηγορήθηκε από την αντιπολίτευση και μερίδα του Τύπου για «ενδοτική» στάση στο Κυπριακό με αποκορύφωμα τη συμφωνία Λονδίνου – Ζυρίχης. Ο Αγγελος Βλάχος περιγράφει με γλαφυρό τρόπο τις δυσκολίες που συνάντησε τότε ο έλληνας πρωθυπουργός στην προσπάθειά του να πείσει τον Μακάριο να δεχθεί τη συμφωνία. Ο Αρχιεπίσκοπος, κατά τον Βλάχο, αρνιόταν ως την τελευταία στιγμή να υπογράψει τη συμφωνία επαναλαμβάνοντας επίμονα τη φράση: «Αν πρέπει να απαντήσω τώρα, η απάντηση είναι ΟΧΙ» (If it is now, it is no). Οταν τελικά υπέγραψε, συνάντησε τον Καραμανλή σε μια μικρή δεξίωση που γινόταν στο ξενοδοχείο Claridge’s και του είπε: «Φανταζόσασταν ποτέ πως δεν θα υπογράψω;». Ο Καραμανλής του απάντησε ενοχλημένος «τότε γιατί όλα αυτά;» και ο κύπριος ηγέτης είπε απλώς «είχα τους λόγους μου». Ο μεν Μακάριος κατάφερε να κρατήσει απόσταση από τη συμφωνία που υπέγραψε, ο δε Καραμανλής εισέπραξε όλο το πολιτικό κόστος και τη συνέχιση του στερεότυπου του «ενδοτικού». Ο πρέσβης κ. Πέτρος Μολυβιάτης υπογραμμίζει ακόμη και σήμερα πως «ο Καραμανλής ήταν ο μόνος πολιτικός ο οποίος έλυσε το Κυπριακό… Ούτε πριν ούτε μετά τον Καραμανλή μπόρεσε να λύσει κανείς το Κυπριακό».
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ Δεν τόλμησε την κατάλληλη στιγμή
Γεγονός είναι πως ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο οποίος διεδέχθη τον Καραμανλή, θα μείνει στην ιστορία ως ο ηγέτης που δεν τόλμησε να λύσει το Κυπριακό την κατάλληλη στιγμή. Η αδυναμία του να επιβάλει το σχέδιο Ατσεσον στον Μακάριο και στη Λευκωσία παραμένει ένα από τα κρισιμότερα «τι θα είχε συμβεί αν…;» ερωτήματα στην ιστορία του Κυπριακού. Παράλληλα όμως ήταν ο άνθρωπος που έστειλε την ελληνική μεραρχία στην Κύπρο, ανατρέποντας τη στρατιωτική ισορροπία στο νησί.
Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος επιχείρησε να λύσει το Κυπριακό με τη μέθοδο της διπλής ένωσης στην ελληνοτουρκική συνάντηση κορυφής στον Εβρο, τον Σεπτέμβριο του 1967. Ο πρέσβης Βύρων Θεοδωρόπουλος, ο οποίος ήταν εκεί, θυμάται το απαράμιλλο φιάσκο και τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Κόλλια να λέει στον τούρκο πρωθυπουργό Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ: «Η Τουρκία είναι μια χώρα μεγαλύτερη και από τη Γαλλία. Η Κύπρος είναι τόση δα, δώστε την μας να τελειώνουμε!». Ο Ντεμιρέλ κοίταζε τους έλληνες συνομιλητές του «με απορία, σαν να έλεγε «τι είναι αυτό πάλι;»» και έναν – δύο μήνες αργότερα ανάγκασε τον Παπαδόπουλο να αποσύρει την ελληνική μεραρχία υπό την πίεση του αμερικανού μεσολαβητή Σάιρους Βανς. Το επεισόδιο αυτό προκάλεσε τους πρώτους σοβαρούς τριγμούς στο δικτατορικό καθεστώς καθώς πολλοί αξιωματικοί στράφηκαν εναντίον του Παπαδόπουλου και συμμάχησαν με τον Δημήτρη Ιωαννίδη, ο οποίος είχε σκληρές απόψεις για το Κυπριακό που οδήγησαν στην καταστροφική κρίση του Ιουλίου του 1974. Ακολούθησαν ο δεύτερος Αττίλας, με τον Καραμανλή εξοργισμένο με τους Αμερικανούς αλλά χωρίς περιθώρια στρατιωτικής αντίδρασης, και η περίοδος της δομικής αντιπολίτευσης του Ανδρέα Παπανδρέου που έβαλε το Κυπριακό στην κορυφή της πολιτικής ημερήσιας διάταξης. Ο ίδιος αναγκάστηκε όμως να πει το δικό του mea culpa όταν επιχείρησε να «βάλει το Κυπριακό στο ράφι», στην περίφημη συνάντηση του Νταβός με τον Τουργκούτ Οζάλ, το 1987. Οι αντιδράσεις του Τύπου και ενός ισχυρού λόμπι εντός του ΠαΣοΚ τον ανάγκασαν να αλλάξει στάση παγώνοντας ουσιαστικά την ελληνοτουρκική προσέγγιση. Οσο για τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, πίστεψε στη δυνατότητα λύσης του προβλήματος με συνομιλητές τους Οζάλ και Μεσούτ Γιλμάζ, για να δοκιμάσει το πικρό ποτήρι της τουρκικής αδιαλλαξίας στη συνάντηση του Παρισιού, τον Δεκέμβριο του 1991.