«Για ποια ταινία συναντηθήκαμε;» με ρωτά ο Ντάρεν Αρονόφσκι μετά την «καλημέρα» που μου λέει στα ελληνικά μόλις του συστήνομαι και ενώ του έχω πει ότι έχουμε ξανασυναντηθεί στο παρελθόν και πάλι στη Βενετία, για άλλη ταινία. Οταν του απαντώ ότι είχαμε συναντηθεί για την «Πηγή της ζωής» (2006), κουνά αποδοκιμαστικά το κεφάλι ρωτώντας με αν τη μίσησα. Πριν προλάβω να του πω ότι ποτέ δεν μίσησα κάποια ταινία του, ο νεοϋορκέζος σκηνοθέτης αρχίζει να αναπολεί «τη χειρότερη μέρα της ζωής μου», την ημέρα μετά την επίσημη προβολή της «Πηγής της ζωής» στο Φεστιβάλ της Βενετίας. «Δεν άρεσε σε κανέναν – ούτε στο «Hollywood Reporter» ούτε στο «Screen Daily» ούτε στο «Variety». Οταν διάβασα τις κριτικές του, μόνο που δεν με πήραν τα κλάματα από τη θλίψη μου…».
Σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσες να πεις ότι ο Ντ. Αρονόφσκι είχε τα ίδια συναισθήματα μετά την προβολή της τελευταίας ταινίας του «Η φάλαινα» στη Βενετία, που υπήρξε η αφορμή αυτής της νέας συνάντησης. Σε αυτή την ταινία που ήδη συζητιέται έντονα για τις επόμενες βραβεύσεις των Οσκαρ, ένας πλήρως μεταμορφωμένος Μπρένταν Φρέιζερ υποδύεται τον Τσάρλι, καθηγητή Δημιουργικής Γραφής μέσω Διαδικτύου, ο οποίος έχει παρατήσει εντελώς τον εαυτό του και έχει μετατραπεί σε ανθρώπινο κήτος 300 κιλών – ένα είδος αυτοτιμωρίας για μια αμαρτία του παρελθόντος του. Η διάρκεια της ιστορίας της «Φάλαινας» είναι λίγες ημέρες κατά τη διάρκεια των οποίων θα συναντήσουμε κάποια πρόσωπα στη ζωή του Τσάρλι, μια ασιάτισσα φίλη του (Χονγκ Τσάου), την οργισμένη μαζί του κόρη του (Σάντι Σινκ), την πρώην γυναίκα του (Σαμάνθα Μόρτον) και έναν (αθώο άραγε;) νεαρό που πουλά Βίβλους (Τάι Σίμπκινς). Μέρες βασανιστικές και επίπονες αλλά συγχρόνως αποκαλυπτικές, βουτηγμένες σε μια λανθάνουσα θρησκευτικότητα, μέσω της οποίας η ταινία στο φινάλε κυριολεκτικά απογειώνεται. Και εμείς μαζί της.
Μικρή ταινία, μεγάλη καρδιά
«Η «Φάλαινα» είναι μια μικρή ταινία με μεγάλη καρδιά» θα πει ο Nτάρεν Αρονόφσκι, δημιουργός ταινιών που συνηθίζουν να φέρνουν τόσο τους ηθοποιούς τους όσο και τους αποδέκτες στα όριά τους· ταινιών όπως το «Ρέκβιεμ για ένα όνειρο», ο «Μαύρος κύκνος», ο «Παλαιστής», ο «Νόε» και η «Μητέρα!». Στο σαλόνι του ξενοδοχείου «Hungaria» ο 53χρονος Αρονόφσκι κάθεται δίπλα στον Σάμιουελ Ντ. Χάντερ, ουσιαστικά τον «πατέρα» της «Φάλαινας», καθώς σε δικό του θεατρικό έργο βασίστηκε το σενάριο της ταινίας που ο ίδιος έγραψε. «Είμαι υπερήφανος για τη δουλειά που κάναμε και ιδιαίτερα η δουλειά των ηθοποιών είναι καταπληκτική πέρα από πάσα αμφιβολία» είπε ο Αρονόφσκι. «Γνωρίζοντας πόσο όμορφες ήταν οι λέξεις του κειμένου του Σαμ, θέλησα, έντιμα αλλά με το δικό μου στυλ, να τις περάσω στον κόσμο. Η αγωνία πάντα υπάρχει, αλλά σε αυτή την περίπτωση η πίεση που νιώσαμε δεν ήταν μεγάλη διότι, όπως είπα, η «Φάλαινα», ως παραγωγή, ήταν πάρα πολύ μικρή».
Ο Ντάρεν Αρονόφσκι παραδέχεται (και οι ταινίες του το αποδεικνύουν από μόνες τους) ότι τον ελκύουν οι χαρακτήρες που «ενώ δεν έχω καμία απολύτως σχέση μαζί τους, νιώθω ότι τους καταλαβαίνω. Πείτε το ένστικτο ή ένα συναίσθημα που προέρχεται από τα σωθικά μου. Πάντως αυτό ακριβώς συμβαίνει και μόνο τότε νιώθω έτοιμος να γυρίσω μια ταινία, να πω την ιστορία αυτών των χαρακτήρων. Και, όντως, νιώθω ότι καταλαβαίνω απολύτως τον Τσάρλι, όπως όλους τους υπόλοιπους χαρακτήρες, με τους οποίους επίσης δεν έχω κανέναν σύνδεσμο».
Η ματιά του συγγραφέα
«Αυτό που έχω εδώ και χρόνια καταλάβει είναι ότι το χιούμορ και το σκοτάδι πάνε χέρι-χέρι στη ζωή» θα απαντήσει ο Σάμιουελ Ντ. Χάντερ στην επισήμανση ότι ο Τσάρλι, παρά την αφόρητη κατάστασή του, δεν χάνει ποτέ το χιούμορ του· έχει πάντα κάτι πνευματώδες και εύστροφο να πει, είναι αρκετά έξυπνος για να ξέρει πώς να σπάσει τον πάγο. «Πηγαίνεις σε κηδείες και ακούς ανθρώπους να γελούν, να λένε παλιές ιστορίες και να ξεκαρδίζονται στα γέλια» είπε ο συγγραφέας. «Το χιούμορ και το δράμα πάνε μαζί, δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά και ίσως το στοιχείο που μας κάνει όλους τόσο ανθρώπινους είναι η ικανότητά μας να τα κρατάμε ενωμένα».
Ο Σ. Χάντερ έγραψε το θεατρικό έργο πριν από 12 χρόνια και γεύτηκε την επιτυχία που έκανε σε όλα τα ανεβάσματά του στο σανίδι πριν ο Αρονόφσκι αναλάβει να το μετατρέψει σε ταινία. «Στόχος μου ήταν να θυμίζω πάντα στο κοινό ότι αυτό που βλέπουν είναι αληθινοί άνθρωποι, επομένως δεν χρειαζόταν να είναι όλα εντελώς κατάμαυρα ακριβώς επειδή και στη ζωή δεν είναι πάντα όλα εντελώς κατάμαυρα. Οι ήρωες του έργου όπως όλοι άνθρωποι είναι τρισδιάστατοι».
Οταν ο Χάντερ συναντήθηκε με τον Αρονόφσκι, δεν είχε ιδέα από συγγραφή σεναρίων · «είμαι παιδί του off Broadway θεάτρου» είπε χαρακτηριστικά. Στην ουσία δεν ήξερε τι θα του ζητούσε ο σκηνοθέτης, καθώς μια ταινία διαφέρει πολύ από ένα θεατρικό έργο. «Δεν τις εξέφρασα τότε, όμως μέσα μου είχα κάποιες ανησυχίες για το πώς η «Φάλαινα» θα μεταφερόταν στο σινεμά – για παράδειγμα, ενώ γνωρίζω ότι το σινεμά είναι πιο «ανοιχτό» μέσο, δεν ήθελα το έργο μου να ανοίξει και να ξεφύγει από τον περιορισμένο, μικρό χώρο του σπιτιού του Τσάρλι. Καθότι δεν είμαι άνθρωπος του κινηματογράφου, μπορούσα να φανταστώ ότι θα ήταν πολύ δύσκολο να γυριστεί μια ταινία μέσα σε ένα διαμέρισμα, όμως την ίδια ώρα έλεγα μέσα μου «γιατί όχι;»».
Στον Χάντερ αρέσει να σπάζει τους κανόνες ακόμα και στο θέατρο, ένα μέσο που ξέρει καλά. Στο τελευταίο έργο του οι ηθοποιοί δεν σηκώνονται από το κάθισμά τους για τα πρώτα 80-90 λεπτά· κάτι που υποτίθεται ότι δεν πρέπει να συμβαίνει στο θέατρο. «Κατάλαβα ότι ο Ντάρεν ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για να γυρίσει την ταινία όταν είδα ότι και εκείνος δεν ήθελε να ανοίξει το έργο σε εξωτερικούς χώρους παρά να παραμείνει κλεισμένο μέσα στο διαμέρισμα». Οχι βεβαίως ότι δεν υπήρξαν διαμάχες, ακόμα και για τη μοναδική σκηνή που λαμβάνει χώρα εκτός διαμερίσματος, στην είσοδο, ανάμεσα στη Χονγκ Τσάου και στον Τάι Σίμπκινς. «Σήμερα δεν θυμάμαι καν αν ήμουν υπέρ του να γυριστεί έξω ή όχι…» είπε ο Χάντερ ικανοποιημένος καθώς είναι από το συνολικό αποτέλεσμα.
Η σημασία του ηθοποιού
Μιλώντας για τον κλειστό χώρο του έργου ο Ντάρεν Αρονόφσκι αναφέρεται για λίγο στον μεγάλο του μέντορα, τον αμερικανό σκηνοθέτη Στιούαρτ Ρόζενμπεργκ, δημιουργό ταινιών όπως οι «Λιουκ Τζάκσον, ο μεγάλος δραπέτης» και «Μπρουμπέικερ». «Ο Ρόζενμπεργκ έλεγε ότι για κάθε σκηνή υπάρχει μια μόνο θέση όπου θα πρέπει να μπει η κάμερα και αυτή τη θέση την ορίζει το θέμα. Ο κλειστός χώρος ήταν μια μεγάλη πρόκληση διότι έπρεπε να σκέφτομαι διαρκώς πού θα πρέπει να τοποθετηθεί η κάμερα μέσα σε αυτό το μικρό διαμέρισμα».
Ομως για τον Αρονόφσκι μια από τις μεγαλύτερες (αν όχι και η μεγαλύτερη) προκλήσεις της «Φάλαινας» ήταν η επιλογή του κατάλληλου ηθοποιού για τον ρόλο του Τσάρλι. Είπε ότι επί 10 χρόνια αναζητούσε τον ηθοποιό που θα ένιωθε ότι ταιριάζει στον ρόλο και ότι συνάντησε πάρα πολλούς, ενετελώς διαφορετικούς μεταξύ τους ηθοποιούς. «Είδα όλα τα μεγέθη, όλα τα βάρη, όλες τις παραλλαγές και στην κυριολεξία έφερα στο μυαλό μου κάθε κινηματογραφικό αστέρα στον πλανήτη για αυτόν τον ρόλο». Ωστόσο τίποτα δεν τον ενθουσίαζε, τίποτα δεν του δημιουργούσε το πάθος που περίμενε να έχει. «Και ίσως αυτός να ήταν τελικά ο λόγος που δεν προχωρούσα με το σχέδιο, το άφηνα πάντα στην άκρη, δεν ένιωθα ικανός για να το φέρω εις πέρας χωρίς τον κατάλληλο ηθοποιό στη διάθεσή μου».
Οποτε κάποια στιγμή, εντελώς τυχαία, ο σκηνοθέτης είδε τον Μπρένταν Φρέιζερ στο τρέιλερ μιας βραζιλιάνικης ταινίας (δεν την ονόμασε) «και ένα λαμπάκι άναψε στο μυαλό μου. Και δεν ήξερα τίποτα για τις ταινίες του Μπρένταν – δεν είχα δει σχεδόν καμία τους εκτός από τη «Μούμια» και κάποιες άλλες». Ο Αρονόφσκι πίστευε πάντα ότι αν ο ήρωας του Τσάρλι είχε μέσα του μια ποιότητα σούπερ σταρ, αυτό θα βοηθούσε τόσο τον ήρωα όσο και την ταινία. «Ο Μπρένταν υπήρξε μεγάλος κινηματογραφικός αστέρας και εξακολουθεί να είναι· έχει αυτή την ενέργεια, τη φωτιά όπως θέλετε πείτε τη, μέσα του».
Η καλή χημεία αλλά και η πανδημία
Ο Ντ. Αρονόφσκι κάλεσε τον Μπ. Φρέιζερ για μια συνάντηση στα γραφεία του στην Τσαϊνατάουν της Νέας Υόρκης και βλέποντάς τον κατάλαβε ότι ήταν η ιδανική περίπτωση για τον ρόλο του Τσάρλι. Αν και αρχικώς ο Σάμιουελ Χάντερ δεν ήταν και τόσο σύμφωνος για αυτή την επιλογή, μια οντισιόν στο St Marks Theatre της Νέας Υόρκης τον έπεισε ότι ο Φρέιζερ ήταν γεννημένος για τον ρόλο. Επίσης, ο Αρονόφσκι επέλεξε τη Σέιντι Σινκ για τον ρόλο της κόρης του Τσάρλι έχοντας δει την ηθοποιό στη δημοφιλή σειρά «Stranger things».
«Οταν κάναμε την πρώτη οντισιόν, νιώσαμε ανατριχίλα από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό» είπε. «Μας ήταν αρκετό για να προχωρήσουμε». Αλλά ενώ όλα ήταν έτοιμα για γύρισμα, ξαφνικά «έσκασε» η COVID-19. Η παραγωγή σταμάτησε για αρκετό καιρό πριν αποφασιστεί να αρχίσουν τα γυρίσματα εν μέσω πανδημίας. Εν τέλει ακόμα και η περιπέτεια των γυρισμάτων της «Φάλαινας» ήταν ενδιαφέρουσα για τον Αρονόφσκι διότι δεν είχε δουλέψει ποτέ υπό τις τόσο περιορισμένες συνθήκες που επέβαλε αυτή η πανδημία. «Η «Φάλαινα» γυρίστηκε μέσα στην παράνοια της COVID-19, όταν πολύς κόσμος ήταν άνεργος και επιθυμούσε διακαώς να ξαναδουλέψει» είπε. «Θέλαμε να νιώσουμε ξανά αυτή την αίσθηση της οικογένειας που κάθε ταινία σου δίνει όταν τη γυρίζεις. Δεν ήθελα να κάνω μια μεγάλη ταινία διότι θα ήταν ανεύθυνο εκ μέρους μου να θέσω σε κίνδυνο τη ζωή πολλών ανθρώπων. Πέντε ηθοποιοί, ένα δωμάτιο, πάρα πολύ μικρό συνεργείο και μια τοποθεσία λίγο έξω από τη Νέα Υόρκη. Ευτυχώς κανείς δεν αρρώστησε και η ταινία γυρίστηκε μέσα σε καλές συνθήκες γρήγορα και ακριβώς όπως την ήθελα».