Πώς άρχισε η περιπέτειά σας με τη γραφή;
«Εντελώς συμπτωματικά θα έλεγα. Οταν τέλειωσα τη θητεία μου στο Ναυτικό, Ιούλιο του ’95, σε μια από αυτές τις ατελείωτες καλοκαιρινές ημέρες, κάθισα κι έγραψα κάποιες σκέψεις σε ένα χαρτί. Από βαρεμάρα πιο πολύ. Οι σκέψεις έγιναν παράγραφος, η παράγραφος κεφάλαιο, το κεφάλαιο βιβλίο κι έτσι άρχισαν όλα. Μπορώ να πω πως η περιπέτεια ξεκίνησε από την πλήξη εκείνης της περιόδου».
Γιατί επιλέξατε τα βιβλία σας να απευθύνονται στο παιδικό και νεανικό κοινό;
«Ισως γιατί ως παιδί ή έφηβος αργότερα είχα μια σχετικά ακύμαντη πορεία, χωρίς εξάρσεις ή συγκρούσεις. Καλά χρόνια, αλλά μοναχικά. Κάποια πράγματα τα ξαναζώ διαφορετικά μέσα από τα βιβλία».
Είναι οι έφηβοι ένα δύσκολο κοινό;
«Είναι ένα ειδικό κοινό, με τις δυσκολίες του. Υπάρχει φόρτος μαθημάτων, έλλειψη υπομονής και συγκέντρωσης, ανεπαρκής αναγνωστική εμπειρία. Είναι ένα κοινό που βρίσκεται «στην πρίζα». Οταν όμως βρουν ένα βιβλίο να τους αρέσει, πωρώνονται».
Θέλετε τα βιβλία σας να έχουν διδακτικό χαρακτήρα;
«Ολα τα βιβλία έχουν διδακτικό χαρακτήρα, με την έννοια της επιμόρφωσης. Βλέπεις άλλους χαρακτήρες, ζεις άλλες καταστάσεις. Ο διδακτισμός όμως είναι κάτι άλλο, ένας αόρατος ενήλικος που σε δασκαλεύει. Συνεπώς δεν είναι κάτι καλό. Οχι, το αποφεύγω πάντα».
Ποια είναι η πιο άβολη ερώτηση που σας έχει κάνει ένας έφηβος;
«Προτρέπω τους εφήβους να μου κάνουν άβολες ερωτήσεις. Εντάξει, ίσως όχι και τόσο άβολες. Κάποτε με είχε ρωτήσει μαθητής αν είχα υπάρξει εγώ ποτέ θύτης. Και ναι, είχα υπάρξει, χωρίς να το καταλαβαίνω. Δεν είναι κακό να παραδέχεσαι τα λάθη σου».
Στο τελευταίο σας μυθιστόρημα, «Τη νύχτα που έσβησαν τ’ αστέρια» (εκδ. Καστανιώτη), μια έφηβη εξαφανίζεται και με αυτή την αφορμή εννέα αφηγητές ξετυλίγουν τις σκέψεις τους. Στο βιβλίο δεν εξιδανικεύετε τα παιδιά. Θίγετε θέματα όπως ο ρατσισμός, ο ανταγωνισμός μεταξύ τους, το bullying, η βία. Στρέφετε έναν καθρέφτη επάνω τους;
«Τοποθετώ έναν καθρέφτη απέναντι σε όλους μας. Οποιος θέλει και μπορεί κοιτάζεται σ’ αυτόν. Ομως αυτό που προσπαθώ να δώσω είναι μια ιστορία σκληρή, ωμή ίσως, σίγουρα χωρίς εξωραϊσμούς».
Το βιβλίο χωρίς να είναι καταθλιπτικό πραγματεύεται δύσκολα θέματα. Δεν φοβάστε μήπως η θεματολογία αυτή σας αποκλείσει από τις σχολικές αίθουσες;
«Αν είναι να αποκλειστεί, ας αποκλειστεί. Ξέρω, είναι δύσκολο να μπει σε σχολεία, όμως δεν είναι αυτό το ζητούμενο. Δεν πρέπει να γράφει κανείς έχοντας το μυαλό του σε ένα υποτιθέμενο μάθημα. Θα μου στοίχιζε πολύ περισσότερο αν δεν το έγραφα».
Πώς νιώσατε ακούγοντας λίγες ήμερες μετά την έκδοσή του την είδηση για τη δολοφονία της φοιτήτριας στη Ρόδο;
«Αβολα, είναι άλλωστε η τέταρτη φορά που μου συμβαίνει κάτι παρόμοιο με βιβλίο μου. Με ρωτάνε πώς γίνεται να «προβλέπω» κάποια πράγματα. Αναρωτιέμαι πώς γίνεται να μη βλέπουν εκείνοι ορισμένες ενδείξεις. Δεν μαντεύω το μέλλον, απλώς πάρα πολλοί δεν δίνουν καμία σημασία σε κάποια φαινόμενα, μέχρι που αυτά γιγαντώνονται».
Η Βουλή των Εφήβων πώς σας φαίνεται;
«Καλών προθέσεων ίσως, αλλά παρωχημένη, καθόλου νεανική, όχι αυθόρμητη. Για τα παιδιά που συμμετέχουν είναι ίσως σημαντικό, αλλά μιλάνε πράγματι έτσι; Σαν να διαβάζουν έκθεση ιδεών; Δεν έχω παρακολουθήσει πολύ, μπορεί και να είμαι άδικος, αλλά μου φαίνεται πως ο λόγος είναι ξύλινος».
Στο βιβλίο σας «Το Ημερολόγιο ενός δειλού» (εκδ. Καστανιώτη) θίγεται το θέμα του bullying. Δεν είναι ένα φαινόμενο που υπήρχε πάντα;
«Πάντα υπήρχε, κι εγώ υπήρξα θύμα κοροϊδίας. Η κοροϊδία όμως έχει γίνει πλέον διαπόμπευση, έχει μεγαλώσει η ένταση, η αγριότητα του φαινομένου. Πάντως δεν είναι όλες οι πράξεις bullying, υπάρχουν και οι απλά κακές πράξεις από ανοησία».
Πού κινείται σήμερα το παιδικό/εφηβικό βιβλίο;
«Η ελληνική παραγωγή, κειμενικά, κινείται σε μέσα επίπεδα και παρακάτω. Υπάρχουν φυσικά και πολύ καλά βιβλία. Ομως η νοοτροπία τού να βγαίνουν βιβλία με συγκεκριμένη θεματολογία, λέξεις-κλειδιά, χωρίς λογοτεχνική επιμέλεια, χωρίς τόλμη, κάνει κακό. Διώχνει δυνητικούς αναγνώστες. Η κουβέντα είναι τεράστια».
Eχετε τιμηθεί πολλές φορές, μεταξύ άλλων δύο φορές με το Κρατικό Βραβείο Παιδικής Λογοτεχνίας, ενώ τρία μυθιστορήματά σας έχουν συμπεριληφθεί στους ετήσιους καταλόγους White Ravens, της Διεθνούς Βιβλιοθήκης Νεότητας Μονάχου, με τα διακόσια καλύτερα βιβλία παγκοσμίως. Ποια είναι η αξία ενός βραβείου για εσάς;
«Τα θεωρώ σημαντικά, όχι μόνο από πλευράς ικανοποίησης μιας κάποιας ματαιοδοξίας, αλλά επειδή ένα βραβείο σου βάζει ορισμένα ποιοτικά όρια, κάτω από τα οποία δεν πρέπει να πέσεις. Βέβαια είναι στο χέρι σου να τηρήσεις αυτά τα όρια».
Ο έφηβος εαυτός σας μοιάζει με τους σημερινούς εφήβους;
«Στον πυρήνα, ναι. Ανασφάλειες, φόβοι, κόμπλεξ υπήρχαν και θα υπάρχουν σε όλους τους εφήβους. Η τεχνολογία όμως έχει δημιουργήσει μια εντελώς διαφορετική γενιά, πιο γρήγορη, πιο ανυπόμονη. Πλέον μιλάμε για προ Internet και μετά Internet εποχή. Θεωρώ τυχερό τον εαυτό μου που μπορώ κάπως να παρακολουθήσω και να κατανοήσω αυτή τη γενιά».