Ένα μεγάλο ερωτηματικό αιωρείται τα τελευταία 24ωρα στην πολιτική ζωή της χώρας, και είναι παραπλήσιο με τις προσεχείς εκλογές. Όχι, δεν αφορά στο πότε τελικά θα αποφασίσει να τις πραγματοποιήσει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης. Ούτε αν ο προγραμματισμός θα επηρεαστεί είτε από το επείγον του νομοθετικού έργου της κυβέρνησης είτε από τις εξελίξεις αναφορικά με το σκάνδαλο των υποκλοπών.
Πολύ περισσότερο αν αυτός ο προγραμματισμός θα είναι σε συνάρτηση με το τι εν τέλει θα αποφασίσει ο πρόεδρος Ερντογάν σχετικά με τις δικές του εκλογές.
Το ερώτημα που απασχολεί μια ορισμένη μερίδα της ελληνικής πολιτικής τάξης είναι αν στις προσεχείς εκλογές θα είναι… υποψήφιος ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής. Και πιο συγκεκριμένα, αν έχει αποφασίσει, όπως ευρέως διακινείται, να μην είναι μέλος του Κοινοβουλίου που θα προκύψει από τις προσεχείς εκλογές.
Φαντάζει για αστείο, πολλοί ενδεχομένως να διέκριναν ήδη μία δόση σαρκασμού στα προαναφερόμενα, αλλά δεν είναι. Η πιο υπερτιμημένη φιγούρα του πολιτικού μας προσωπικού τα τελευταία 25 χρόνια, ο άνθρωπος που έκανε τη σιωπή, την αποχή και την απόσυρση τρόπο ζωής και πολιτικής συμπεριφοράς, εξακολουθεί με τον ίδιο τρόπο να συντηρεί τον μύθο που τον έφερε να κυβερνά τη χώρα για 5½ χρόνια.
Και ιδού τώρα, στο παρά πέντε της κρίσιμης, εκ των πραγμάτων, προσεχούς εκλογικής αναμέτρησης, αποτελεί έναν διόλου ευκαταφρόνητο παράγοντα – ή τουλάχιστον έτσι υποστηρίζεται από εκείνους που ομνύουν στο όνομά του. Κρίσιμο για τη σταθερότητα της παρατάξεως από την οποία προέρχεται. Και δευτερευόντως για το υπόλοιπο πολιτικό σύστημα. Αλλά για τελείως διαφορετικούς λόγους.
Η εξήγηση είναι σχετικά απλή: αν επιλέξει να αποχωρήσει με μια λιτή, τυπική δήλωση, είναι προφανές ότι δεν δημιουργεί κανένα πρόβλημα στη Νέα Δημοκρατία, και προσωπικά στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Λύνει έτσι και τα χέρια του δεύτερου, να τον καταχωρίσει στον κατάλογο των εν δυνάμει υποψηφίων για το προεδρικό αξίωμα, κατά την εκλογή του 2024.
Αν ακολουθήσει όμως την άλλη μέθοδο, ήτοι την έκφραση ανησυχιών για τη δημοκρατική πορεία της χώρας και την ανάγκη προστασίας των θεσμών, επιλέξει δηλαδή να εμφανιστεί ως αυτόκλητος «ανησυχών» για το μέλλον της Δημοκρατίας, μοιραία στοιχίζεται στους «απέναντι», στην αντιπολιτευτική επιχειρηματολογία του ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν είμαι σε θέση να εκτιμήσω τι ακριβώς θα κάνει. Αλλωστε με την ομιλία του προ μηνών στην Κρήτη για τις υποκλοπές, εξέπληξε αρκετούς, αλλά όχι όλους – όπως εγώ, που θεωρώ ότι έχει ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με την αξιωματική αντιπολίτευση. Και πως η στάση του, υπαγορεύεται αποκλειστικά από ανεξόφλητα γραμμάτια προς τον κ. Αλ. Τσίπρα.
Ας μην ξεχνάμε ότι η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ τον προστάτευσε ωσάν να επρόκειτο για «πατριάρχη» της δικής της παράταξης, αποφεύγοντας συστηματικά να θίξει τις βαριές, προσωπικές του ευθύνες στη χρεοκοπία της χώρας.
Κυκλοφορεί, ότι το μυστήριο θα λυθεί σύντομα, σε μια συνάντηση, που θα έχει μαζί του ο Πρωθυπουργός. Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά της, ουδείς μπορεί να παραβλέψει μια πραγματικότητα: ότι είτε είναι στη Βουλή είτε όχι, μηδενικό είναι το αποτύπωμα που αφήνει εδώ και χρόνια στην πολιτική ζωή της χώρας. Και στερεί και τη θέση κάποιου που ενδεχομένως θα ήθελε να προσφέρει…