Οι αυξήσεις των τιμών στον ενεργειακό τομέα σε ολόκληρη την Ευρώπη το φθινόπωρο του περασμένου έτους σηματοδότησαν την αρχή αυτού που σήμερα γνωρίζουμε ως κρίση κόστους ζωής. Η κρίση κόστους ζωής είναι η τρίτη κατά σειρά κρίση της τελευταίας δεκαπενταετίας, μετά την κρίση χρέους και την πανδημική κρίση.
Η ενεργειακή συνιστώσα της κρίσης έγινε πιο οξεία με την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022. Ωστόσο, οι αυξήσεις των τιμών δεν περιορίστηκαν στον ενεργειακό τομέα, αλλά βλέπουμε να εξαπλώνονται και σε άλλους τομείς, με τα τρόφιμα να είναι ένας από τους πιο γρήγορα επηρεασμένους τομείς. Ο τομέας της στέγασης έχει δει επίσης τις τιμές να εκτοξεύονται, θέτοντας εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες σε μια δύσκολη, αν όχι αδύνατη κατάσταση.
Την ίδια στιγμή ένας τεράστιος μύθος καλλιεργείται – και στη χώρα μας – που θέλει την ενοχοποίηση των αυξήσεων των μισθών, ως βασικό υπαίτιο εκτίναξης του πληθωρισμού. Οι μισθοί δεν είναι η αιτία του πληθωρισμού. Αντί να επιτεθούμε τυφλά στον πληθωρισμό με περιοριστική νομισματική πολιτική, πρέπει να επανεξετάσουμε την ιεραρχία των στόχων της οικονομικής πολιτικής. Η τρέχουσα κρίση κόστους διαβίωσης, η οποία ακολουθεί μετά την υγειονομική κρίση που υπογράμμισε τη σημασία των εργαζομένων πρώτης γραμμής, επισημαίνει την ανάγκη επανεξισορρόπησης της δομής των μισθών. Γιατί ο πληθωρισμός δεν μπορεί να γίνει κατανοητός χωρίς να αναλυθεί η ισορροπία δυνάμεων μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών. Οταν η ζυγαριά στρέφεται εναντίον των εργαζομένων, οι μισθοί λαμβάνουν λιγότερο από την προστιθέμενη αξία σε σχέση με την απόδοση του κεφαλαίου. Αυτό ακριβώς συνέβη στην Ευρώπη από τη δεκαετία του 1980.
Σε προηγούμενο άρθρο μου έφερα ως παράδειγμα καλής πρακτικής το παράδειγμα της Ισπανίας, όπου στις αρχές του έτους ανακοινώθηκε η μεγαλύτερη Εθνική Κοινωνική Συμφωνία για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας των εργαζομένων. Ηταν η πρώτη μεγάλη συμφωνία των τελευταίων τουλάχιστον 20 ετών, η οποία αντικατόπτριζε μια προσπάθεια για ανάκαμψη και σαφή βελτίωση των εργατικών δικαιωμάτων, για επαναρρύθμιση της αγοράς εργασίας, γιατί και στην Ισπανία με νόμους απορρύθμισαν το εργατικό συλλογικό δίκαιο, όπως στην Ελλάδα έγινε σε εφαρμογή του μνημονίου.
Αν θέλουμε λοιπόν διόρθωση πορείας, πρέπει να οδηγηθούμε σε μια Εθνική Κοινωνική και Αναπτυξιακή Συμφωνία, ένα σύγχρονο κοινωνικό συμβόλαιο υποχρεώσεων και δικαιωμάτων.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι εργαζόμενοι και τα συνδικάτα τους σε όλη την Ευρώπη διεκδικούν ένα σχέδιο για την αντιμετώπιση της κρίσης του κόστους ζωής και την οικοδόμηση μιας οικονομίας που να προσφέρει οφέλη για τους εργαζομένους.
Γι’ αυτό τώρα και στην Ελλάδα, περισσότερο από κάθε άλλη στιγμή, είναι απαραίτητη η αύξηση του κατώτατου μισθού σε επίπεδα που προβλέπουν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί (60% του διάμεσου ή μέσου μισθού), η επαναφορά της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας για προσδιορισμό του κατώτερου μισθού, δηλαδή με διαπραγματεύσεις ΓΣΕΕ – εργοδοτικών οργανώσεων (ΣΕΒ – ΓΣΕΒΕΕ -ΕΣΕΕ – ΣΕΤΕ – ΣΒΕ).
Αποκατάσταση του ατομικού και συλλογικού δικαίου με καθολική ισχύ των συλλογικών συμβάσεων, αποκατάσταση της μετενέργειας και της «συρροής» και «ξεπάγωμα» των τριετιών που έχει οδηγήσει σε κατακρήμνιση το ήδη γλίσχρο εισόδημα των αμειβομένων με τον κατώτερο μισθό.
Η προτροπή μας προς την κυβέρνηση – αν πραγματικά θέλει «καλύτερους μισθούς για όλους» – αλλά και δική μας αυτοχρέωση αγώνα είναι: «Κάν’ το όπως οι Ισπανοί!».
Ο κ. Γιάννης Παναγόπουλος είναι πρόεδρος της ΓΣΕΕ.