Η σχέση γέλιου, γελοίου και πολιτικής έχει μπει σε μια νέα φάση εδώ και πάνω από μια δεκαετία. Αν κάποτε η πολιτική φοβόταν να προκαλέσει το γέλιο και τη σάτιρα, αν προσποιούνταν ή πράγματι ενσάρκωνε την πιο σοβαρή εκδοχή του δημόσιου βίου, τα τελευταία χρόνια έχει γίνει συνειδητός παραγωγός γέλιου μεταφέροντας διάφορα μηνύματα. Το γιατί συνέβη αυτό είναι μια πολύ καλή ερώτηση, δύσκολο να απαντηθεί, εάν δεν καταφύγουμε σε μια σειρά εξηγήσεων που όλες λίγο-πολύ περιστρέφονται γύρω από τον ρόλο των μίντια.
Διαβάστε επίσης:
Το γελοίο και η πολιτική– Το Βήμα / Νέες Εποχές
Το γελοίο ως εργαλείο ισχύος– Βιθέντε Ορντόνιεθ Ρόιγκ
Από τη σάτιρα στην καρικατούρα– Βαγγέλης Ραπτόπουλος
Όσο περισσότερο η πολιτική γίνεται αντικείμενο διαμεσολάβησης, όσο περισσότερο εκτίθεται στα φώτα της δημοσιότητας το πολιτικό προσωπικό, όσο περισσότερο διαντιδρά ο πολιτικός με το κοινό στα social media, όσο περισσότερο η πολιτική συγχέεται εσκεμμένα ή κατά λάθος με τη διασκέδαση, τόσο περισσότερο το γέλιο που παράγεται με βάση το πολιτικό αυξάνεται.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης μαθαίνει πια για τα πολιτικά πράγματα όχι από τα δελτία ειδήσεων αλλά από σατιρικά σόου (τηλεοπτικά ή διαδικτυακά) που ουσιαστικά υποκαθιστούν τις κλασικές δημοσιογραφικές εκπομπές ως προς τον ενημερωτικό τους ρόλο. Εκεί κατά βάση η πολιτική έχει γίνει ένα γελοίο θέαμα και μόνο τότε κεντρίζει το ενδιαφέρον, μόνο όταν παράγει το αστείο ηθελημένα ή άθελά της.
Ας θυμηθούμε το γεγονός ότι την περίοδο της οικονομικής κρίσης το «Αλ Τσαντίρι Νιουζ» αποτελούσε το βασικό σημείο αναφοράς γνωρίζοντας δυσθεώρητα νούμερα τηλεθέασης και συμβάλλοντας σίγουρα στην εθνολαϊκιστική κατανόηση των όσων συνέβησαν (όλες άλλωστε οι δημοφιλείς σατιρικές εκπομπές της ελληνικής τηλεόρασης, από τη Μαλβίνα μέχρι τους «Ράδιο Αρβύλα» το ίδιο ιδεολογικό πλαίσιο, λίγο-πολύ, ενδυνάμωσαν από τη δεκαετία του 1990 και ύστερα).
Οι ΗΠΑ γνωρίζουν πολύ καλά τι σημαίνει η ένταξη της πολιτικής στη σφαίρα της διασκέδασης. Ίσως να είναι και οι πρώτοι διδάξαντες και δεν χρειάζεται να πάμε στον Ρόναλντ Ρέιγκαν για να το θυμηθούμε. Ενα από τα μεγάλα επικοινωνιακά ατού του Μπαράκ Ομπάμα, μια από τις εκδοχές της αντισυμβατικότητάς του, ήταν ότι κατάφερε να κάνει την πολιτική μια λιγότερο βαρετή υπόθεση. Ο τρόπος που συνειδητά τσαλάκωνε τον εαυτό του και χρησιμοποιούσε στον λόγο του αστεία τον έκανε αγαπητό ακόμη και σε όσους διαφωνούσαν με την πολιτική ή το χρώμα του.
Ο Ομπάμα έβαλε το αστείο στην πολιτική και αντιλήφθηκε με τρόπο παραδειγματικό ότι η εποχή της οικειότητας που καλλιεργούν τα σύγχρονα μίντια στο έπακρο δεν μπορεί να ταυτίζεται με τη βαρύγδουπη ηγεσία του παρελθόντος. Ο Πρόεδρος πρέπει να μπορεί να παίξει και τον ρόλο του διασκεδαστή στον εκδημοκρατισμένο κόσμο του θεάματος.
Το ίδιο όμως κατανοούσε και εκμεταλλεύτηκε με διαφορετικό ύφος ο διάδοχός του στην προεδρία Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος τα οξύμωρα συμπεριφορικά και φυσιογνωμικά του χαρακτηριστικά τα μετέτρεψε από μειονέκτημα σε πλεονέκτημα. Ακριβώς γιατί η αστεία τους διάσταση τον κατέτασσε αυτόματα (ανεξάρτητα από την οικονομική και κοινωνική του θέση) σε έναν χώρο συμβολικής αντισυστημικότητας.
Κάτι ανάλογο συνέβη στη Μεγάλη Βρετανία με τον Μπόρις Τζόνσον. Τα κωμικά χτενίσματα, οι άγαρμπες κινήσεις, οι ακραίες δηλώσεις ξαφνικά όχι μόνο παρήγαγαν γέλιο αλλά και πολιτικά γεγονότα, likes και dislikes, έβαζαν επιτέλους τη συντηρητική – μέχρι πρότινος – πολιτική ταυτότητα στον κόσμο του viral.
Μην ξεχνάμε ότι και στην Ελλάδα, εδώ και χρόνια, είχαμε τα πρώτα παραδείγματα οργανωμένης σύνθεσης γέλιου και πολιτικής στον χώρο της άλλοτε παραδοσιακής Δεξιάς. Μεταξύ άλλων, Γιώργος Καρατζαφέρης, Παναγιώτης Ψωμιάδης, Πάνος Καμμένος, συστηματικά εξέπεμψαν μηνύματα που χρησιμοποιούσαν αντί να αποκρύπτουν το γκροτέσκο της πολιτικής τους προσωπικότητας. Κι αν οι πρώτοι έβαλαν την όποια αντισυμβατικότητά τους τελικά στις υπηρεσίες του «συστήματος», ο Πάνος Καμμένος κατάφερε «για πλάκα» να γίνει σύμμαχος της αριστερής ριζοσπαστικής κυβέρνησης και να τα βάλει μαζί της με τις «μνημονιακές», «ξενόδουλες» δυνάμεις.
Όσο η πολιτική σάτιρα έχει συμβάλει τα μέγιστα στην κριτική αντιμετώπιση της πολιτικής εξουσίας και στον ευρύτερο εκδημοκρατισμό της δημόσιας σφαίρας, τόσο έχει βάλει νερό στο αυλάκι μιας ιδιόμορφης αντιπολιτικής. Έχει ευνοήσει, δηλαδή, την ανάδειξη ενός πολιτικού προσωπικού εύκολα προσαρμόσιμου στον κώδικα του χιούμορ ή του γελοίου, που όμως μέσα από αυτό περνά ιδέες και απόψεις ακραίες, συχνά αντιδημοκρατικές και αντιφιλελεύθερες, κάτω από τον μανδύα μιας πολιτικής «αντικανονικότητας». Η επιστροφή στην εποχή της πολιτικής «σοβαρότητας» στη σημερινή εποχή φαντάζει όνειρο απατηλό. Η συνειδητοποίηση όμως ότι το γέλιο έχει σχεδόν πάντα ιδεολογικό φορτίο που πρέπει να αναγνωριστεί και να αξιοποιηθεί είναι κάτι που πρέπει να απασχολήσει όλους τους πολιτικούς χώρους, ιδίως αυτούς που θέλουν να προασπίσουν τον δημοκρατικό και πλουραλιστικό χαρακτήρα της σύγχρονης κοινωνίας.
Ο κ. Βασίλης Βαμβακάς είναι αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνιολογίας της Επικοινωνίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.