Το γελοιοποιό γέλιο που διαποτίζει τις σχέσεις μεταξύ των υποκειμένων τα οποία συναποτελούν μια οποιαδήποτε ανθρώπινη κοινότητα είναι αυτό που ορίζουμε ως κατ’ εξοχήν πολιτικό. Γιατί όμως το γέλιο που γελοιοποιεί διαθέτει μια έντονα πολιτική όψη; Και πριν απ’ αυτό, τι είναι το πολιτικό; Αντιλαμβανόμαστε, μαζί με τον Πιερ Κλαστρ, ότι η ακτίνα δράσης του πολιτικού είναι τόσο ευρεία ώστε μπορεί να συμπεριλάβει κάθε είδους αυτόνομη δραστηριότητα διοίκησης.

Διαβάστε επίσης:

Το γελοίο και η πολιτική Το Βήμα / Νέες Εποχές

Το ιδεολογικό φορτίο του γελοίου – Βασίλης Βαμβακάς

Από τη σάτιρα στην καρικατούρα– Βαγγέλης Ραπτόπουλος

Πρέπει να υπογραμμίσουμε, ωστόσο, πως το πολιτικό είναι η επιρροή που ασκείται επί της διοίκησης ενός πολιτικού σώματος ή κράτους με στόχο τη συμμετοχή στην εξουσία. Επομένως, πώς εργαλειοποιείται το γελοίο, πώς μια κοροϊδία προς τον άλλον μετατρέπεται σε εργαλείο ισχύος και καταναγκασμού;

Αν δεχθούμε ότι η ειδική πολιτική διάκριση είναι η σμιτιανή διάκριση Freund-Feind ή φίλος-εχθρός, το κράτος είναι αυτό που θα προσδιορίσει ποιος είναι ο εχθρός ενάντια στον οποίο πρέπει να εγκαινιάσει μια διαμάχη και με ποιον τρόπο πρέπει να τον πολεμήσει. Ο εχθρός μπορεί να είναι εξωτερικός, αλλά και εσωτερικός: το κράτος, ως πολιτική μονάδα, διαθέτει τη δυνατότητα να υποδεικνύει για τον εαυτό του τον hostis· με άλλα λόγια, μπορεί να ανακηρύξει τον άλλον δημόσιο εχθρό εντός του κράτους, να τον διώξει, να τον περιορίσει, να τον θέσει εκτός νόμου, να τον εκτοπίσει κ.λπ.

Στο πολιτικό παιχνίδι, σ’ αυτήν τη διαλεκτική που οδηγεί στη λήψη αποφάσεων και στην κυριαρχία κάποιων ανθρώπων επί κάποιων άλλων, το γελοίο ορθώνεται ως ένας από τους αποτελεσματικότερους βοηθούς στην άσκηση της εξουσίας, υποδεικνύοντας μέσω ενός γέλιου βροντερού και παρατεταμένου τον άλλον, τον εχθρό με την οντική έννοια. Στον βαθμό που υπόκειται σε ένα δίκαιο το οποίο ρυθμίζει την τάξη και τη λειτουργία των εξουσιών του κράτους και τις σχέσεις του με τα άτομα, ο άνθρωπος ο οποίος δέχεται την επίθεση του γέλιου που γελοιοποιεί εκτίθεται στον κύφωνα της χλεύης, ενώ ταυτοχρόνως δυσφημείται με εργαλείο την κοροϊδία και την υποτίμηση.

Αυτή η χλεύη όχι μόνο γίνεται ανεκτή αλλά και προωθείται. Και τούτο διότι η δράση του γελοίου συνιστά ένα αποτελεσματικότατο μέσο συκοφαντίας, υποβάθμισης, εξευτελισμού και ταπείνωσης. Γελοιοποιώντας δημόσια, επιτυγχάνουμε έναν τριπλό στόχο: υποδεικνύουμε, απαξιώνουμε και βλάπτουμε. Oποιος υφίσταται την επίθεση αυτού του εκκωφαντικού γέλιου μένει στιγματισμένος ως άλλος, ως καθαρή ετερότητα, ως εκείνος για τον οποίο είναι δυνατό όχι μόνο να τον πολεμήσεις, αλλά και να τον μισήσεις.

[…]

Η έκθεση κάποιου στη γελοιότητα, έργο που μπορεί να είναι ενός αλλά επίσης και πολλών, διατηρεί ζωντανή και άθικτη την πολιτική κοινότητα. Ο καταναγκασμός που επιτελείται μέσω του γελοίου, βίαιος και – στην ουσία του – ποταπός, αποτελεί με τη σειρά του μέρος των θετικών διαθέσεων που εγκαθίστανται από την πολιτική εξουσία, η οποία επαγρυπνά έτσι ώστε οι σχέσεις μεταξύ των διαφόρων συλλογικοτήτων και ατόμων που συναποτελούν τον κοινωνικό πυρήνα να είναι ήρεμες και εγκάρδιες – φλεγματικές και όχι φλεβιτικές.

Μπορεί λοιπόν να φαίνεται ότι, εκθέτοντας κάποιον στη γελοιοποίηση, αποδίδεται σ’ αυτόν τον κάποιον σχεδόν μια τιμή. Είναι όμως αλήθεια πως υπάρχουν πράγματα που είναι πολύ διαφορετικά απ’ ό,τι φαίνονται. Σε αυτόν ο οποίος εκτίθεται στη γελοιοποίηση δεν παρέχεται καμία τιμή· αντίθετα, τιμωρείται με βουβή ωμότητα. Δεν πρέπει όμως κανείς να περνά ποτέ από την ωμότητα στη βαναυσότητα. Γιατί στη γελοιοποίηση υπάρχει μια κρυφή διδακτική αξίωση: κατά την πράξη της γελοιοποίησης επιδεικνύεται στον άλλον, σε αυτόν που είναι σαν όλους, το τι και το πώς: τι πρέπει να κάνει, αλλά και πώς πρέπει να το κάνει για να μη γίνει το αντικείμενο της απαξίωσης και της κοροϊδίας.

Oταν εκφεύγει κανείς του τι και του πώς, όταν αμελεί με θράσος και χωρίς ενδοιασμούς την τήρηση μιας υποχρέωσης ή μιας συμφωνίας που επιβάλλεται από το σύνολο των ατόμων τα οποία συγκροτούν μια κοινότητα ή ένα κράτος, προσφέρεται, στο βλέμμα και στο χέρι, η άμεση συνέπεια της προσβολής: οι πολλοί καταλήγουν να εξαπολύσουν το αγωνιώδες βάρος του καταγέλαστου πάνω σε κάποιον, ασκώντας του βία και εκθέτοντάς τον στο γελοίο.

[…]

Το γελοίο δεν καταστρέφει αμέσως: η δράση του είναι μακράς πνοής. Καθώς χρησιμοποιείται σαν πολιτικό εργαλείο καταναγκασμού, μπορεί να καταφέρει να γίνει τόσο αποτελεσματικό όσο η προπαγάνδα, η πίεση των mass media, η περιοδική και επίμονη φαλκίδευση των ιστορικών γεγονότων, η αστυνομική καταστολή, η πολιτιστική βιομηχανία, η διαφθορά της δικαστικής εξουσίας κ.λπ.

O κ. Βιθέντε Ορντόνιεθ Ρόιγκ είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο UNED της Μαδρίτης. Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο του «Το γελοίο ως πολιτικό εργαλείο» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2022).