Η ανάγκη διεξαγωγής δημοψηφίσματος για το πολιτειακό ήταν κοινός τόπος αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας. Η κατάργηση της μοναρχίας το καλοκαίρι του 1973 από τη χούντα του Παπαδόπουλου δεν μπορούσε να θεωρηθεί νόμιμη. Υπήρχε γενική συμφωνία των πολιτικών δυνάμεων ότι μόνο ο ελληνικός λαός ήταν αρμόδιος να αποφασίσει, διά της ψήφου του, για τη μορφή του πολιτεύματος. Ηταν κάτι που το είχε αποδεχθεί προκαταβολικά και ο έκπτωτος βασιλιάς Κωνσταντίνος Β΄.
Διαβάστε επίσης:
- Τρία χρόνια και δέκα μήνες – Του Γιάννη Πρετεντέρη
- Εθνική αναστοχαστική ενότητα – Του Ευάγγελου Βενιζέλου
- Τι φοβάται η δημοκρατία; – Του Ιωάννη Βαρβιτσιώτη
- Η υπέρβαση της μοναρχίας στην Ελλάδα – Του Σωτήρη Ριζά
- Η ανεύρετη εθνική ενότητα – Του Βασίλη Παναγιωτόπουλου
- Το τέλος του «βασιλέως» και το πολιτισμικό φαντασιακό μας – Της Ιωάννας Λαλιώτου
Το δημοψήφισμα αποφασίστηκε να διενεργηθεί στις 8 Δεκεμβρίου 1974, δηλαδή τρεις εβδομάδες μετά τις πρώτες μεταδιδακτορικές εκλογές. Το κυβερνών κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, κατόπιν απόφασης του αρχηγού του και πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, τήρησε ουδέτερη στάση. Αυτή η επιλογή του Καραμανλή ήταν συνέπεια της συνειδητής του προσπάθειας να αποφύγει την ταύτιση του όποιου αποτελέσματος με τη δική του θέση ως προς το πολιτειακό. Ηθελε έτσι να αποφευχθεί το ενδεχόμενο εκ των υστέρων αμφισβήτησης της πολιτειακής διευθέτησης, όταν πια ο ίδιος θα είχε αποσυρθεί από την ενεργό πολιτική.
Ολα τα υπόλοιπα κοινοβουλευτικά κόμματα (Ενωση Κέντρου – Νέες Δυνάμεις, ΠαΣοΚ, ΚΚΕ, ΚΚΕ Εσωτερικού και ΕΔΑ), τα οποία κάλυπταν το πολιτικό φάσμα από το Κέντρο έως την κομμουνιστική Αριστερά, τάχθηκαν αναφανδόν υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας. Οι οπαδοί της αντιβασιλικής παράταξης επικεντρώθηκαν στην επισήμανση των σφαλμάτων με τα οποία, όπως υποστήριζαν, βαρυνόταν διαχρονικά – και κυρίως από την περίοδο του Εθνικού Διχασμού και έπειτα – ο θρόνος και στην πιο πρόσφατη εποχή προσωπικά ο Κωνσταντίνος, με ιδιαίτερη έμφαση στην πολιτικά ταραγμένη περίοδο 1965-1967. Υπογράμμιζαν, επίσης, τον αναχρονισμό του κληρονομικού χαρακτήρα του βασιλικού θεσμού, τον οποίο περιέγραφαν ως ξενόφερτο και ασύμβατο με τις δημοκρατικές πεποιθήσεις του ελληνικού λαού.
Την υποστήριξη της μοναρχίας ανέλαβαν επιτροπές βασιλοφρόνων, οι οποίες δημιουργήθηκαν για τον σκοπό αυτόν ανά την επικράτεια. Από το Λονδίνο, ο Κωνσταντίνος απηύθυνε δύο μαγνητοσκοπημένα μηνύματα προς τον ελληνικό λαό, τα οποία αναμεταδόθηκαν στην Ελλάδα από την τηλεόραση. Σε αυτά, υπενθύμιζε ότι είχε βρεθεί στο εξωτερικό εξαιτίας της ανεπιτυχούς προσπάθειάς του τον Δεκέμβριο του 1967 να ανατρέψει τη δικτατορία. Δήλωνε τον σεβασμό του προς τη λαϊκή κυριαρχία και τις δημοκρατικές ελευθερίες. Ξεκαθάριζε, επίσης, ότι ήταν πρόθυμος να αποδεχθεί την κρίση του ελληνικού λαού. Τέλος, υποσχόταν ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στον θρόνο, θα τηρούσε τελείως αμερόληπτη στάση έναντι όλων των πολιτικών παρατάξεων.
Το δημοψήφισμα διενεργήθηκε με υποδειγματική τάξη. Το αποτέλεσμά του υπήρξε συντριπτικό (με ποσοστό 69,18%) υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας. Εκλεισε, έτσι, ένα μεγάλο κεφάλαιο της ιστορίας του ελληνικού κράτους. Ο βασιλικός θεσμός είχε συνδεθεί με την πορεία της Ελλάδας από την αναγνώριση της ελληνικής ανεξαρτησίας και για σχεδόν ενάμιση αιώνα, με μικρό διάλειμμα την περίοδο 1924-1935. Είχε όμως επίσης συνδυαστεί μετά το 1915 με εσωτερικούς διχασμούς, ρήξεις, μεγάλα λάθη και αστοχίες που τελικά οδήγησαν στην απονομιμοποίησή του στη συνείδηση της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού.
Ο κ. Αντώνης Κλάψης είναι επίκουρος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Το βιβλίο του «1974: Μεταπολίτευση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.