Οι γραμμές αυτές γράφονται ως μια φωνή ανησυχίας και προβληματισμού για την οδό που χωρεί όλο και περισσότερο η χρήση τής ελληνικής γλώσσας, η ποιότητα στην χρήση τής γλώσσας μας σε ευρύτερο επίπεδο.
Ολο και περισσότερο τα τελευταία ιδίως χρόνια παρατηρείται σε νέους ανθρώπους αλλά και σε μεγαλύτερους σε ηλικία μια διάχυτη ακηδία και εξ αυτής μια έντονη αδυναμία στην παραγωγή και πρόσληψη κειμένων τής γλώσσας μας. Ρηχά, λειψά και επιφανειακά προσλαμβάνονται κείμενα κάποιων γλωσσικών απαιτήσεων. Εμφανίζονται κενά στην κατανόησή τους, ιδίως αν ο γράφων/ομιλών χρησιμοποιεί απαιτητικό λεξιλόγιο και εκλεπτυσμένες δομές γλώσσας (γραμματικής και σύνταξης). Το ίδιο και ίσως περισσότερο συμβαίνει αυτό στην παραγωγή λόγου, δηλ. στην σύνταξη κειμένων, προφορικών ή γραπτών. Ελλείψεις λεξιλογίου, σωρευτικές επαναλήψεις, αμήχανες διατυπώσεις, ασάφειες, περιορισμένης δηλωτικότητας λεξικές επιλογές, προχειρότητα λόγου και οιονεί βιαστική και βεβιασμένη παραγωγή γλωσσικής επικοινωνίας. Γλώσσα-αγγαρεία, γλώσσα-ρουτίνας, γλώσσα-αδιαφορίας, γλώσσα-«ξεπέτα».
Φταίμε οι δάσκαλοι που δεν πείσαμε τους μαθητές/φοιτητές μας για τις απαιτήσεις και το «ήθος» κάθε γλωσσικής επικοινωνίας, που υπαγορεύει ειλικρινή και ουσιαστική γλωσσική συνάντηση με τον συνομιλητή ή αναγνώστη; Φταίμε που δεν τούς εμπνέουμε το ενδιαφέρον, την αξία και την υποχρέωση – γιατί όχι; – ενός προσεγμένου και κατά το δυνατόν επεξεργασμένου λόγου με σαφήνεια, πληρότητα και επάρκεια; Φταίμε ιδίως που μιλάμε κατά κανόνα για την χρήση τής γλώσσας ερήμην τής σκέψης∙ λες και υπάρχουν νοήματα χωρίς τις προτάσεις τής γλώσσας∙ λες και υπάρχει σκέψη χωρίς την αυστηρή εφαρμογή και αξιοποίηση τού μηχανισμού τής γλώσσας (σύνταξης και γραμματικής).
Τελικά (…«στην τελική» που ακούγεται ο πρόσφατος ξενισμός), έχουμε κατορθώσει το ακατόρθωτο: έχουμε ασυνείδητα αποκόψει την γλώσσα από τον λόγο ύπαρξής της, τον νου, από την πρωτοτυπική και οντολογική υπηρεσία της στις εκφραστικές ανάγκες τής νόησης. Γιατί «η γλώσσα για την γλώσσα» δεν υπάρχει – συγχωρήστε την «ὕβριν» στον γλωσσολόγο -, παρά μόνο ως σύνθημα τού παλαιότερου ρωσικού φορμαλισμού Krucenych, Chlebnikov, Sklovskij («η λέξη για την λέξη»).
Στην παραγωγή λόγου η φυσική πορεία είναι από την έννοια στην λέξη. Αντίστροφα, στην πρόσληψη λόγου η πορεία είναι από την λέξη στην έννοια και από την (συντακτική) πρόταση στο νόημα. Ετσι λειτουργεί η γλωσσική επικοινωνία. Εχω επανειλημμένως μιλήσει για το «λογισμικό τής γλώσσας», το οποίο ακριβώς υπάρχει στον άνθρωπο για να υπηρετεί το «λογισμικό τού νου»: τις έννοιες οι λέξεις, τα νοήματα οι προτάσεις, τις νοηματικές ενότητες οι προτασιακές ενότητες (παραγράφοι) και το νοηματικό όλον το κείμενο. Το «εννοιολόγιο» τής νόησης εκφράζεται με το λεξιλόγιο τής γλώσσας∙ οι νοητικές κατηγορίες τής νόησης δηλώνονται από τις γραμματικές κατηγορίες και υποκατηγορίες τής γλώσσας (αυτός είναι ο ρόλος τής γραμματικής)∙ τις εννοιολογικές και νοηματικές συνάψεις τής νοήσης δηλώνουν οι συντακτικές συνάψεις τής γλώσσας (αυτός είναι ο ρόλος τής σύνταξης/τού συντακτικού).
Επομένως, κάθε αγώνας για την γλώσσα (επιμονή στην ακρίβεια τού λόγου, προσπάθεια για σωστές επιλογές στο λεξιλόγιο, δημιουργική αξιοποίηση τής γραμματικής και τής σύνταξης, διασφάλιση λιτότητας και υψηλού βαθμού δηλωτικότητας, έμφαση στην άμεση κατανόηση των λεγομένων μας από τον συνομιλητή/αναγνώστη) είναι, τελικά, αγώνας για την σκέψη μας. Κάθε ποιότητα γλώσσας οδηγεί άμεσα και ευθύγραμμα σε ποιότητα σκέψης.
Αν έτσι έχουν όμως τα πράγματα, καταλαβαίνουμε πόση προσπάθεια, πόσον χρόνο, πόσον μόχθο, πόση επιμονή, πόση άσκηση πρέπει να αφιερώσουμε στην κατάκτηση τής μητρικής μας γλώσσας καθ’ όλα τα στάδια τής ζωής μας, γιατί η κατάκτηση τής γλώσσας (μη το ξεχνάμε) είναι «έργο ζωής». Εφόσον, βεβαίως, πρώτα συνειδητοποιήσουμε ότι η γλώσσα μας, κάθε γλώσσα αποτελεί κατεξοχήν αξία και δεν είναι ένα απλό εργαλείο και εφόσον πιστέψουμε περαιτέρω ότι επενδύοντας σε μια ποιοτική χρήση τής γλώσσας επενδύουμε κατά βάσιν στην νοητική μας ικανότητα.
Είναι καλό να θυμόμαστε πάντα και να έχουμε συνείδηση ότι ο ελληνικός πολιτισμός διέπρεψε, διατηρήθηκε και διαδόθηκε ως «πολιτισμός τού γραπτού λόγου», ως πολιτισμός εξαιρετικά σημαντικών γραπτών κειμένων. Η δύναμη τής γραφής και κατ’ επέκταση τού γραπτού λόγου αποτελεί την μεγαλύτερη καθημερινή πνευματική πρόκληση: η πειθαρχία τής (ιστορικής-ετυμολογικής) ορθογραφίας, η πιστή τήρηση των συμβατικών κανόνων τής γραμματικής και τής σύνταξης, οι δυνατότητες που προσφέρει η δημιουργική επιλογή τού λεξιλογίου, ακόμη και ο εκφραστικός πλούτος των σημασιολογικών αποχρώσεων τής στίξης (συντακτικής και σχολιαστικής). Ολα είναι μια πνευματική κατεξοχήν πρόκληση στο πλαίσιο τού γλωσσικού ήθους που πρέπει να διέπει την επικοινωνία μας.
Γιατί μπορεί να μην είναι προς θάνατον να γράφεις εξ’ ανάγκης (έτσι με την αχρείαστη απόστροφο στο εξ) ή «να *εισαγάγεις διαρκώς *κενά δαιμόνια» ή ακόμη «να *ενσκήπτεις στην λύση *βιωτικών προβλημάτων» όντας «*ανημέρωτος», αλλά δεν μπορεί να είσαι και ευτυχής όταν απαντούν στο γραπτό σου τέτοια γλωσσικά αστοχήματα που, αν μη τι άλλο, προδίδουν μια έλλειψη αίσθησης (ενίοτε και αναισθησία) για το τί Ελληνικά μιλάς και γράφεις.
Δεν κινδυνολογώ∙ άλλωστε ο ίδιος είμαι που υποστηρίζω δημόσια ότι η γλώσσα μας δεν κινδυνεύει ποτέ να χαθεί. Ωστόσο, δεν μπορώ να εγγυηθώ και ότι δεν κινδυνεύει η χρήση της να υποβαθμισθεί ακόμη περισσότερο ποιοτικά και να αλλοιωθεί πιθανόν, όταν επιπροσθέτως βάλλεται καταιγιστικά με πλήθος γλωσσικών ξενισμών συχνά υπό την δική μας μακάρια και μοιρολατρική ανοχή.
Η Πολιτεία διά τής σχολικής εκπαίδευσης, οι δάσκαλοι με αυξημένη ευαισθησία και επαρκέστερο γλωσσικό οπλισμό, οι γονείς με ουσιαστική έγνοια (που δεν πρέπει να εξαντλείται στην εκμάθηση… των Αγγλικών από τα παιδιά τους), οι πνευματικοί άνθρωποι μαχητικά με την πένα τους, οι επιστήμονες με όπλο την κατακτημένη συστηματικότητά τους, οι δημοσιογράφοι και οι άνθρωποι των ΜΜΕ με αίσθηση γλωσσικής ευθύνης, όλοι όπως και όσο μπορεί ο καθένας μας πρέπει να διαφυλάξουμε με «γλωσσικό πατριωτισμό» την ποιοτικά προσεγμένη χρήση τής μητρικής μας γλώσσας ως «κόρην οφθαλμού». Την γλώσσα και τα μάτια μας.
Υ.Γ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα γλωσσικής ακηδίας είναι λ.χ. ότι η δημόσια τηλεόραση (η ΕΡΤ συγκεκριμένα) δεν ευαισθητοποιήθηκε ακόμη να αξιοποιήσει αδαπάνως τις 60 ωριαίες εκπομπές-μαθήματα γλώσσας που με πολύ κόπο, έκταση χρόνου και γνώση των θεμάτων συνέθεσε ο γράφων (εκπομπή «σε προσκυνώ, γλώσσα») και που αγκάλιασαν προς τιμήν τους το κανάλι τής Βουλής και το ΡΙΚ. Δεν ενδιαφέρθηκε δηλ. ποτέ η ΕΡΤ ώστε αυτή η έτοιμη, έγκυρη και αναγνωρισμένης αξίας γλωσσική προσφορά να περάσει δωρεάν μέσα από την ΕΡΤflix και την ΕΡΤworld στο ευρύτερο ελληνικό κοινό και στην Ομογένεια. Δεν καταλαβαίνει η ΕΡΤ ότι «Oὐκ ἐπὶ σήριαλ μόνοις ζήσεται ὁ Ἕλλην τηλεθεατής»;
Ο κ. Γεώργιος Μπαμπινιώτης
είναι καθηγητής Γλωσσολογίας,
πρώην πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών.