Αν έχω καταλάβει καλά, ο Ερντογάν κινείται έχοντας στο μυαλό του δύο παραδοχές.

Πρώτον, ότι η Τουρκία είναι μια μεγάλη δύναμη την οποία κανείς δεν μπορεί να παρακάμψει.

Δεύτερον, ότι η Ελλάδα δημιουργεί προβλήματα επειδή δεν το αποδέχεται και το αμφισβητεί.

Εως τώρα καμία από τις δύο παραδοχές δεν επιβεβαιώνεται.

Αφενός ουδείς ενδιαφέρεται να ανακηρύξει τον κυρίαρχο ρόλο της Τουρκίας. Ο δυτικός κόσμος μάλιστα δεν έχει πρόβλημα και να τον παρακάμψει, ενίοτε απαξιωτικά.

Οπως, για παράδειγμα, με την άρση του εμπάργκο όπλων στην Κυπριακή Δημοκρατία ή τις διαπραγματεύσεις για τα F16.

Αφετέρου, η ευρεία εντύπωση στη διεθνή κοινότητα είναι ότι η Τουρκία δημιουργεί το πρόβλημα επειδή επιτίθεται εμμονικά στην Ελλάδα και συντηρεί μια αχρείαστη πηγή έντασης στη ΝΑ Μεσόγειο.

Κανείς δεν φαίνεται να πτοείται από την κομπογιαννίτικη διπλωματία των τουρκολιβυκών συμφώνων, ούτε να τρομάζει με την τουρκική ρητορική.

Φυσικά είναι άγνωστο τι θα καταφέρει η Τουρκία επιμένοντας σε αυτή την κατεύθυνση. Το διεθνές περιβάλλον είναι ρευστό και ευμετάβλητο.

Από την άλλη ο Ερντογάν αποδεικνύεται ο καλύτερος φίλος του Μητσοτάκη. Του έχει προσφέρει στο πιάτο έναν εξωτερικό εχθρό, απειλητικό και αποκρουστικό.

Με λίγη προσπάθεια ακόμη θα του χαρίσει και δεύτερη τετραετία.

Αναρωτιέμαι πόσο ανόητος θα πρέπει να είναι ο τούρκος πρόεδρος αν περίμενε πως ο Μητσοτάκης δεν θα του απαντούσε στον ΟΗΕ ή στην Πράγα όταν του άλειψε (κυριολεκτικά) με βούτυρο το ψωμί του.

Αλλά τελικά ίσως να είναι.

Ούτε στον Εβρο περίμενε ότι ο Μητσοτάκης θα σηκώσει το γάντι. Ούτε στις μεταναστευτικές ροές περίμενε ότι η Ελλάδα θα έβαζε φρένο.

Θα μου πείτε πως είναι άλλος ένας που υποτίμησε τον Μητσοτάκη και μετατρέπει ένα δικό του λάθος εκτίμησης σε προσωπική βεντέτα. Μπορεί.

Το ίδιο έκανε και ο Τσίπρας την περίοδο 2016-2019, όταν δεν υπήρχε «ούτε μία περίπτωση στο εκατομμύριο» να χάσει από τον Μητσοτάκη. Και τώρα όσο δεν αποκρούει ρητά το κατηγορητήριο του Ερντογάν κατά του Μητσοτάκη κινδυνεύει να χάσει ξανά.

Το υιοθετεί; Ενδεχομένως όχι ο ίδιος και ευθέως.

Αλλά αρκετά στελέχη και ευρωβουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ συντάσσονται απροκάλυπτα με τη ρητορική αμφισβήτησης των συνόρων στο όνομα της ελεύθερης μετανάστευσης που χρησιμοποιεί η τουρκική πλευρά.

Με διάφορα προσχήματα, «δικαιωματικά», «γεωπολιτικά» και άλλα, αντιτίθενται στην πολιτική αναχαίτισης των παράνομων μεταναστευτικών ροών, όπως αντιτίθενται στους εξοπλισμούς και στα αμυντικά σύμφωνα. Δηλαδή, σε ό,τι ενοχλεί την Τουρκία.

Και μην πείτε «αντιπολίτευση είναι», διότι και το ΠαΣοΚ είναι αντιπολίτευση αλλά καμία στιγμή δεν έχει συνταχθεί με τον Ερντογάν, ούτε υιοθέτησε την τουρκική ρητορική στο Μεταναστευτικό ή στην αμυντική πολιτική.

Θα κρίνει ο Ερντογάν τις επόμενες εκλογές; Η αλήθεια είναι πως ποτέ από το 1974 και μετά ένα εξωτερικό θέμα δεν έκρινε το εκλογικό αποτέλεσμα.

Δεν υπάρχει αμφιβολία όμως ότι η τουρκική πολιτική και φυσικά η ελληνική στάση δίνουν πόντους στην κυβέρνηση και αφαιρούν αέρα από όσους αποκλίνουν από το εθνικό μέτωπο που κατά κανόνα διαμορφώνει η κυβέρνηση.

Καλώς ή κακώς, αλλά έτσι συμβαίνει πάντα. Είναι το λεγόμενο «ανακλαστικό της σημαίας».

Συνεπώς τίποτα δεν μπορούμε να προδικάσουμε έως τις εκλογές. Κυρίως επειδή έχουμε να κάνουμε με τον Ερντογάν.

Κόστος
Πρέπει να πω ότι μου αρέσει να τηρούνται οι παραδόσεις. Και ο Παπαδημούλης τηρεί μια μακρά παράδοση μικροκομματισμού. Αλλοτε «κάρφωνε» στο Ευρωκοινοβούλιο όσους Πασόκους διαμαρτύρονταν για το Μακεδονικό. Και άλλοτε διαβεβαίωνε ότι η Κομισιόν θα υποχρεώσει την κυβέρνηση να επαναφέρει τη Θάνου στην Επιτροπή Ανταγωνισμού.
Η παράδοση τηρήθηκε όταν δημοσιοποίησε αυτοβούλως το πρόγραμμα μιας επιτροπής (στην οποία δεν μετέχει…) και η οποία θα έλθει στην Ελλάδα για τις παράνομες υποκλοπές. Ο ολλανδός πρόεδρος της επιτροπής διέψευσε τον Παπαδημούλη, τον επιτίμησε και τον κάλεσε δημόσια να ζητήσει συγγνώμη.
Λογικό. Αλλά τελικά δεν είναι η επιτροπή, ούτε η διάψευση. Είναι το κόστος του μικροκομματισμού. Πληρώνεται.

Θέμα εμπιστοσύνης

Δύο φορές (ΔΕΘ και AΝΤ1) μέσα σε ελάχιστες μέρες ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δήλωσε δημόσια ότι δεν εμπιστεύεται τις δημοσκοπήσεις.
Είναι αλήθεια πως ούτε οι δημοσκοπήσεις εμπιστεύονται ιδιαίτερα τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ και το κόμμα του.
Αν όμως το πρώτο αποτελεί προσωπική επιλογή, το δεύτερο είναι πολιτικό πρόβλημα.
Θέλω να πιστεύω πως η αντιπολίτευση καταλαβαίνει το πρόβλημα κι ας μην εμπιστεύεται τις δημοσκοπήσεις.
Διότι η ουσία είναι απλή.
Πόσος κόσμος στην Ελλάδα θεωρεί άραγε ότι τα σοβαρά ζητήματα της χώρας είναι το μετρό στα Εξάρχεια, η διαμόρφωση του λόφου Στρέφη, η ομάδα προστασίας των πανεπιστημίων, το Predator και τα κακόβουλα λογισμικά, οι καταγγελίες για τους πρόσφυγες-μετανάστες ή η «αστυνο-μοκρατία»;
Σίγουρα πάντως δεν είναι η πλειονότητα. Μεταξύ μας, ούτε καν μια σοβαρή μειονότητα.
Γιατί λοιπόν θα είχε καλύτερη τύχη στις δημοσκοπήσεις η παράταξη που προωθεί μια ατζέντα την οποία οι ίδιες δημοσκοπήσεις καταγράφουν ως βαριά μειοψηφική;
Ή, ακόμη κι αν θεωρήσουμε ότι οι δημοσκοπήσεις κάνουν λάθος, ποιος κανονικός άνθρωπος πιστεύει ότι δεν ισχύει η παραπάνω καταγραφή;
Και ποιος νομίζει αντιθέτως ότι ο μέσος Ελληνας προσδοκά με αδημονία να υποδεχθεί τους μετανάστες που στέλνει ο Ερντογάν;
Αυτό είναι το πρόβλημα και κανένα άλλο.
Η αιτία του βεβαίως είναι πιο περίπλοκη. Η αντιπολίτευση μοιάζει εγκλωβισμένη σε ένα ιδεολογικό, ακτιβιστικό και δημοσιογραφικό περιβάλλον που κινείται κυριολεκτικά εκτός κοινωνικής πλειονότητας.
Δεν την εκφράζει, δεν τη συμπαθεί, ενδεχομένως την αποστρέφεται και δεν την καταλαβαίνει.
Φταίει η ιδεοληψία, η παιδεία ή ο παραλογισμός; Δεν το εξετάζω. Ας δώσει ο καθένας την απάντησή του.
Αλλά το ερώτημα είναι προφανές. Για ποιον λόγο η πλειονότητα να εμπιστευτεί ένα πολιτικό ρεύμα το οποίο καταφανώς δεν την εμπιστεύεται και ενίοτε μειωτικά ή απαξιωτικά της γυρίζει την πλάτη;
Ομολογώ πως δεν έχω εύκολη απάντηση. Δεν έχουν ούτε οι δημοσκοπήσεις. Αλλά αυτές ούτως ή άλλως δεν τις εμπιστευόμαστε.