Είναι όλοι τους νέοι, τριαντάρηδες ή σαραντάρηδες, και έχουν κερδίσει τις εντυπώσεις με το έργο τους, συχνά καθιστώντας το γνωστό ακόμη και σε ανθρώπους που δεν ακολουθούν κατά πόδας τις εξελίξεις στον εικαστικό χώρο. Η νέα έκθεση, «In total light», που παρουσιάζεται στο κτίριο Δεληγιώργη, στην οδό Κανάρη 1, εκεί δηλαδή όπου στεγάζεται η γκαλερί Allouche Benias των Ερίκ Αλούς και Γιώργου Μπενιά, αποπειράται να ρίξει φως στις ανησυχίες 12 ελλήνων εικαστικών: Στέλιος Φαϊτάκης, Παναγιώτης Λουκάς, Μαλβίνα Παναγιωτίδη, Διονύσης Καβαλλιεράτος, Vassilis H., Φίλιππος Καβάκας, Ηλίας Καφούρος, Παύλος Τσάκωνας, Βασίλης Καρούκ, Διαμαντής Σωτηρόπουλος, Βασίλης Μαρκοσιάν, Complex Shadow (ATH Kids). Παράλληλα στο ισόγειο της γκαλερί παρουσιάζεται μια έκθεση μέσα στην έκθεση, με τίτλο «Life» και έργα του γνωστού street artist b. Ολοι τους αναζητούν τρόπους για να αφουγκραστούν τη δύσκολη πραγματικότητα που μας περιβάλλει ασφυκτικά και να τη μετουσιώσουν σε παρηγορητικά, παράφορα ή ακόμα και «παραβατικά» έργα τέχνης. Το BHΜΑgazino μίλησε σε πέντε από αυτούς.
Φίλιππος Καβάκας
Σε μάχη με την τεχνολογία και το surf
«Πολλές φορές στο βίντεο κόλλαγε η κασέτα και δεν βλέπαμε ολόκληρο το έργο. Ενώ με το μπλοκάκι, το έργο τελειώνει. Προσωπικά πιστεύω ότι η ιδέα οδηγεί τον καλλιτέχνη στο μέσο, και όχι το μέσο στην ιδέα». Ο 40χρονος Φίλιππος Καβάκας δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσει πολύ για τους λόγους που προτιμάει τα παραδοσιακά μέσα εικαστικής έκφρασης. Ιδίως τη ζωγραφική, την οποία επέλεξε από νωρίς, από όταν φοιτούσε στη Σχολή Καλών Τεχνών της Θεσσαλονίκης με καθηγητή του τον Μάκη Θεοφυλακτόπουλο. Μόνιμος κάτοικος Βερολίνου τα τελευταία 13 χρόνια, έχει δώσει το εκθεσιακό «παρών» στην Ελλάδα μέσα από συμμετοχές σε ομαδικές εκθέσεις στις γκαλερί Καππάτος και Can, μεταξύ άλλων, όπως και στο Ιδρυμα ΔΕΣΤΕ στη Νέα Ιωνία. Στους πίνακές του σταχυολογεί στοιχεία από τις εικαστικές του επιρροές οι οποίες δεν είναι και λίγες. «Τα πάντα Προ Χριστού. Πάρα πολλές από το 1880 και μετά και ασφαλώς Ιερώνυμος Μπος, Γκιστάβ Κουρμπέ, Τζουζέπε Αρτσιμπόλντο, Γκόγια».
Η συμμετοχή του στην έκθεση της γκαλερί Allouche Benias προέκυψε από ένα τυχαίο γεγονός, όταν γνώρισε τον Γιώργο Μπενιά και του έστειλε να δει τη δουλειά του. Το αποτέλεσμα είναι ότι στην «In total light» ο Καβάκας. συμμετέχει με τρεις πίνακες μεγάλων διαστάσεων («Landscapes», «Daily Change Of A Human Being», «PostPsychPersonalPrism») και ένα κεραμικό γλυπτό («GP Head»). Τους πίνακες τους έχει δημιουργήσει με μελάνι πάνω σε καμβά και μολονότι αυτή η τεχνική δημιουργεί την αίσθηση της τυπωμένης επιφάνειας, διαβεβαιώνει ότι είναι απ’ άκρη σε άκρη ζωγραφισμένοι με το χέρι. Το γλυπτό έχει τη μορφή ενός χαρακτήρα που επαναλαμβάνεται σε δύο από τους πίνακες. «Πρόκειται για ένα άβαταρ, ένα μυθικό τέρας που είναι κάτι ανάμεσα σε Bigfoot και πιθηκάνθρωπο ο οποίος βρίσκεται σε μάχη με την τεχνολογία». Ο Φίλιππος Καβάκας, από την πλευρά του, ρίχνεται επιπλέον στη μάχη της μουσικής surf ροκ με την μπάντα του, Telestons, που αυτόν τον καιρό ετοιμάζονται να κυκλοφορήσουν τον δεύτερο δίσκο τους σε βινύλιο μέσω της Ikaros Records.
b.
Οταν ο δρόμος
γίνεται τέχνη
Ο b. έχει την τιμητική του με μια ατομική έκθεση μέσα στην έκθεση η οποία υποδέχεται στο ισόγειο τους επισκέπτες. Ουράνια τόξα από σκουπίδια, ζώα που ξεδιψούν σε κίτρινες λίμνες και ένα καθ’ όλα μαγικό, ψυχεδελικό περιβάλλον με την οικεία ποπ αισθητική του καλλιτέχνη. «Η βασική ιδέα ήταν να νιώσει ο επισκέπτης ότι υπεισέρχεται σε ένα τεχνητό περιβάλλον όπου επιτοίχια έργα-εγκαταστάσεις, γλυπτά και πίνακες δημιουργούν την αίσθηση μιας δυστοπικής wonderland. Ο τίτλος της έκθεσης «Life» αναφέρεται στα ίχνη που αφήνει η ανθρώπινη ζωή στον πλανήτη και είναι ένα σαφές σχόλιο για την καταστροφή του περιβάλλοντος» εξηγεί στο BHΜΑgazino ο b. Ο καλλιτέχνης που αυτοπροσδιορίζεται ως street artist, ξεκίνησε να ζωγραφίζει γκραφίτι το 1996 και από τα μέσα των 00s έχει συμμετάσχει σε δεκάδες εκθέσεις, φεστιβάλ και πρότζεκτ σε Ελλάδα και εξωτερικό. Από τις ΗΠΑ (Μαϊάμι, Νέα Υόρκη και πιο πρόσφατα στο Λας Βέγκας) μέχρι την Οσάκα, το Ρίο Ντε Τζανέιρο, ή τη 13η Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας.
«Από την εποχή που ο Κιθ Χάρινγκ ζωγράφιζε τις φιγούρες του στα βαγόνια των τρένων της Νέας Υόρκης για να γίνει σύντομα ένας καλλιτέχνης σουπερστάρ με εκθέσεις στις μεγαλύτερες γκαλερί, το ερώτημα επανέρχεται σταθερά: «Μπορεί ένας street artist να δείχνει δουλειά του σε μια γκαλερί;». Αν έπρεπε να βάλουμε τα πάντα σε κουτάκια, για
παράδειγμα ότι ένας αρχιτέκτονας πρέπει να σχεδιάζει μόνο κτίρια και ένας σχεδιαστής μόδας μόνο ρούχα, τότε ναι, ένας street artist θα έπρεπε να ζωγραφίζει μόνο τοίχους στην πόλη. Ομως πιστεύω πως ένας δημιουργός πρέπει να αισθάνεται ελεύθερος να εκφραστεί με οποιοδήποτε μέσο και σε οποιονδήποτε χώρο επιθυμεί» δηλώνει.
Γεννημένος το 1982 και με σπουδές Αρχιτεκτονικής στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλίας, ο b. (www.thisismybworld.com) είναι αισιόδοξος για το μέλλον της εικαστικής σκηνής στην Ελλάδα: «Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σημαντικές προσπάθειες στον τομέα της σύγχρονης τέχνης στη χώρα, από την έλευση της documenta και το ΕΜΣΤ, μέχρι τις εκθέσεις μεγάλων ονομάτων όπως ο Τζορτζ Κόντο στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. Παράλληλα είδαμε πως η Art Athina προσέλκυσε αρκετές σημαντικές γκαλερί του εξωτερικού τη χρονιά που μας πέρασε. Και, για να έρθουμε στη δική μας περίπτωση, η Allouche Benias Gallery ήρθε από τη Νέα Υόρκη με σκοπό να «εισαγάγει» διεθνείς καλλιτέχνες αλλά συγχρόνως και να αναδείξει τους έλληνες εικαστικούς. Οσο για το κοινό της τέχνης, από τα παραπάνω συνεπάγεται πως υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον από τον κόσμο για τη σύγχρονη τέχνη, το οποίο δεν περιορίζεται πλέον σε έναν μικρόκοσμο φίλων και γνωστών».
Μαλβίνα Παναγιωτίδη
Αστερισμοί από κερί
Η 33χρονη Μαλβίνα Παναγιωτίδη είναι ιδιαίτερα δραστήρια στον εικαστικό χώρο από τότε που αποφοίτησε από το Τμήμα Αρχιτεκτονικής του Πανεπιστημίου της Θεσσαλίας και ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές σπουδές της στο Πανεπιστήμιο Τεχνών (Universität der Künste) του Βερολίνου. «Ενας καθηγητής μου μού είχε πει ότι χρειάζομαι την αρχιτεκτονική για να λειτουργώ σαν εικαστικός και τα εικαστικά για να λειτουργώ σαν αρχιτέκτονας» θα πει στο BHΜΑgazino. Εκείνη ακολούθησε την παιγνιώδη συμβουλή και άρχισε να δίνει σχήμα σε έργα από κερί ή και ενίοτε από πηλό τα οποία σε ορισμένες περιπτώσεις ήταν μικρογραφίες κτιρίων ή επιμέρους αρχιτεκτονικών στοιχείων. «Μου αρέσει να δουλεύω με υλικά που λόγω της ευθραυστότητάς τους δεν αφήνουν τον θεατή να εφησυχάσει. Υπάρχει πάντα μια μεταβολή και μια εγρήγορση, χαρακτηριστικά που δεν τα συνδέουμε συχνά με τη γλυπτική», εξηγεί γιατί επιλέγει ευμετάβλητα υλικά για τη δουλειά της. Αυτό ακριβώς το στοιχείο της έκπληξης αλλά και η γοητεία που ασκούν τα καλοδουλεμένα γλυπτά τα οποία ενίοτε καίγονται από το φυτίλι τους έχει βάλει τη δουλειά της σε εκθέσεις όπως η «Equilibrists» στο Μουσείο Μπενάκη, μια συνεργασία του New Museum με το Ιδρυμα ΔΕΣΤΕ ή ο «Υπνος» στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση όπου μαζί με τον Παναγιώτη Λουκά παρουσίασαν μια γλυπτική εγκατάσταση από πηλό, γυαλί, πολυουρεθάνη, ξύλο.
Στην έκθεση «In total light» συμμετέχει με μια εγκατάσταση τριών γλυπτών που σχετίζονται με τους αστερισμούς του Βοώτη, της Σαύρας και του Κρατήρος. «Σε αυτή την εγκατάσταση με ενδιαφέρει να διερευνήσω πώς ένας τυχαίος γεωμετρικός σχηματισμός όπως αυτός του καθενός από τους τρεις αστερισμούς αποκτά εδώ και χιλιετίες μια μυθολογική οντότητα, την υπόσταση ενός αντικειμένου ή ανθρωποκεντρικά χαρακτηριστικά χάρη στο όνομά του. Εξ ου λοιπόν και ενδεικτικά δημιουργώ έναν άνθρωπο, ένα ζώο και ένα αγγείο. Τόσο το κερί όσο και το γυαλί που έχω χρησιμοποιήσει ως υλικά για τα συγκεκριμένα γλυπτά εξαρτώνται άμεσα από τη ρευστότητα και τη θερμότητα και είναι σε θέση να μεταβληθούν κι αυτά σαν τους αστερισμούς. Με γοητεύει αυτό το παιχνίδι των μηχανισμών του φαντασιακού και των προβολών του σε ένα σύστημα που βρίσκεται έτη φωτός μακριά μας» καταλήγει.
Παναγιώτης Λουκάς
Η Ιστορία της Τέχνης περνάει από το υποσυνείδητο
Ο 43χρονος Παναγιώτης Λουκάς πιστεύει ότι η σημερινή είναι μια ενδιαφέρουσα εποχή για να ζει κανείς στην Ελλάδα. «Οχι επειδή η χώρα ως τόπος απέκτησε κάποιο ειδικό ενδιαφέρον, αλλά διότι δεν υπάρχει πλέον κάποιο μέρος με ειδικό ξεχωριστό βάρος όσον αφορά τα εικαστικά. Βρισκόμαστε όλοι παντού χωρίς να πηγαίνουμε πουθενά» θα πει στο BHΜΑgazino. Προς το παρόν ζει στην Αθήνα και είναι ζωγράφος, πιστός δηλαδή στην αρχαιότερη μορφή τέχνης σε μια εποχή που έχει την τάση να απορρίπτει όλες τις μορφές «χειρωναξίας» ως παρωχημένο μέσο έκφρασης. «Ολη η ζωγραφική μπορεί να είναι σύγχρονη όταν και όποτε γίνεται», θα πει και η αλήθεια είναι ότι προσδίδει στο μέσο μια σύγχρονη, φρέσκια οπτική χάρη στην απόλυτα προσωπική μυθολογία που δημιουργεί πάνω στους καμβάδες του. Στην έκθεση συμμετέχει με τρία έργα («I wear a coat of drums and dance upon your eyes», «Poor man’s kitchen», «Complicated solutions to simple problems») που έχουν δημιουργηθεί σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Ωστόσο περιλαμβάνουν κάποια κοινά στοιχεία που επανεμφανίζονται στη δουλειά του κατά καιρούς. Ενα από αυτά είναι η ονειρική διάσταση ή, αν θέλετε, η αποτύπωση μιας βραδινής ενόρασης ενός ανθρώπου που έχει αντίληψη του (μαύρου) χιούμορ αλλά και μια ραφιναρισμένη εποπτεία της Ιστορίας της Τέχνης. Εξάλλου, όπως λέει, φοίτησε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών «με δασκάλους του τον Χρόνη Μπότσογλου, τον Αριστοτέλη Τζάκο και τη βιβλιοθήκη σε μεγάλο βαθμό». Αυτή η επαφή του με την Ιστορία της Τέχνης, φιλτραρισμένη από τα προσωπικά του βιώματα, είναι εμφανής στα έργα που δημιουργεί: αλλόκοτα, ονειρικά τοπία που χάρη στη ζωντανή και επιδέξια παλέτα του δημιουργούν μια αίσθηση πανδαισίας. «Τα όνειρα είναι και αυτά ένα μέρος της καθημερινότητας, και ένα μεγάλο μέρος της καθημερινής ρουτίνας είναι περίεργο, αλλόκοτο. Και από τον Τζέιμς Ενσορ μέχρι τον Απόστολο Γεωργίου επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά η ίδια προσπάθεια: να μπορέσει κανείς να τα περιγράψει». Ο ίδιος το αποπειράται σε πίνακες μνημειακών διαστάσεων και αυτή είναι άλλη μια ιδιαιτερότητα του σαγηνευτικού έργου του. «Η κλίμακα στη ζωγραφική είναι ιδιότητα του έργου και όχι ένα ζήτημα μεγέθους. Ενα έργο μπορεί να είναι 2 επί 3 μέτρα για τον ίδιο λόγο που ο Ντοστογέφσκι χρειάζεται χίλιες σελίδες για να περιγράψει τις περιπέτειες ενός ηλιθίου. Αντίστοιχα ένα έργο μπορεί να είναι 30 επί 40 εκ., όπως ο Γκι ντε Μοπασάν χρειάζεται 5 σελίδες για να εξιστορήσει όλο το πέρασμα του από τη λογική στην παράνοια».
Στέλιος Φαϊτάκης
Ο έλληνας muralista
Ο Στέλιος Φαϊτάκης είναι η περίπτωση καλλιτέχνη που έχει διαδώσει την ελληνική τέχνη σε μεγάλο μέρος του κόσμου εκτός των συνόρων. Ξεκίνησε ως καλλιτέχνης γκραφίτι, πέρασε από τη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και το εργαστήριο της Ρένας Παπασπύρου και έκτοτε δημιούργησε ένα προσωπικό ιδίωμα που φέρνει κοντά την «προϋπηρεσία» του στον δρόμο ως street artist, τον θαυμασμό του για τη βυζαντινή αγιογραφία και την ταύτιση με το πολιτικό μήνυμα των μεξικανών muralistas, όπως ο Ντιέγκο Ριβέρα ή ο Χοσέ Κλεμέντε Ορόσκο. Στην έκθεση εγκαινιάζει τη σχέση με την γκαλερί που τον εκπροσωπεί πλέον στην Αθήνα και παρουσιάζει το έργο «Πρόταση Γάμου» (2018).
«Μέχρι τώρα, ως θεατής απολαμβάνω πολύ περισσότερο την αγιογραφία από τη «σύγχρονη τέχνη», χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει πως δεν υπάρχουν και ισάξια έργα τού σήμερα. Σε μια έκθεση σύγχρονης τέχνης πάω περισσότερο για να είμαι ενήμερος για το τι συμβαίνει στον καιρό μου. Σε μια έκθεση με καλά έργα βυζαντινής ζωγραφικής όμως εξακολουθώ να εκπλήσσομαι, να θαυμάζω τους παλιούς μάστορες, να συγκινούμαι έως και να συγκλονίζομαι, που είναι σε τελική ανάλυση και το σπουδαιότερο κριτήριο για να χαρακτηρίσουμε ένα έργο τέχνης «καλό» κατά τη γνώμη μου. Τα πολύπλοκα επεξηγηματικά κείμενα δίπλα σε ένα έργο, αν δεν έχει υπάρξει καταρχήν συγκίνηση, δεν έχουν καμία αξία. Χαίρομαι πολύ που η εργασία μου πήρε γρήγορα αυτόν τον δρόμο» εξηγεί ο 43χρονος Φαϊτάκης. Εναν δρόμο που τον έφτασε μέχρι τους «The New York Times» όπου δημοσιεύτηκε εκτενές άρθρο για τη δουλειά του.
Υπάρχει ένας άγραφος κανόνας, που λέει ότι για να μιλήσει ένας καλλιτέχνης μια διεθνή γλώσσα πρέπει να μη φοβηθεί να αντιμετωπίσει κατάματα την παράδοση του τόπου του. «Δεν υπάρχει κανένα «πρέπει» όσον αφορά την εργασία ενός καλλιτέχνη. Το αλφάβητό του ο καλλιτέχνης το επιλέγει ο ίδιος σύμφωνα με την ανάγκη του να εκφράσει αυτό που θέλει. Μπορεί όντως προσωπικά να με συγκινούν πολύ περισσότερο δουλειές που έχουν επαφή με τις ρίζες του τόπου του δημιουργού, αλλά δεν μπορεί αυτό να γίνει κανόνας και να επιβάλλεται – αυτό έχει μια απολυτότητα με την οποία δεν μπορώ να συμφωνήσω, παρότι ο ίδιος συνειδητά επιλέγω να το τηρώ. Ο καθένας κάνει αυτό που νιώθει και αυτό που έχει ανάγκη να εκφράσει, και στη συνέχεια οι θεατές το κρίνουν» δηλώνει. Οι τελευταίοι έχουν αποδεχθεί πλήρως το έργο του, μιας και επικοινωνούν αβίαστα με την αμεσότητά του. Eίτε είναι επισκέπτες του δανέζικου περίπτερου στην Μπιενάλε Βενετίας, το οποίο εκείνος ζωγράφισε το 2012, είτε ο αιρετικός Μαουρίτσιο Κατελάν που τον επέλεξε για την έκθεση «Shit and Die» στο υποβλητικό Palazzo Cavour στο Μιλάνο.
«Στην Ελλάδα υπάρχει ένα κοινό πολύ μικρό σε σχέση με άλλες τέχνες, όπως π.χ. το θέατρο ή η μουσική και κατά τη γνώμη μου ένα μεγάλο ποσοστό του σφάλματος βαραίνει την πλευρά μας. Το κοινό οφείλει από τη μία να προσπαθήσει για να έρθει κοντύτερα, όπως έχω δει να γίνεται στο εξωτερικό, αλλά το βασικό πρόβλημα κατά τη γνώμη μου είναι δικό μας και έχει να κάνει με το ότι τα έργα δεν τους έλκουν. Από συζητήσεις με όλων των ειδών τους ανθρώπους καταλαβαίνω πως η σύγχρονη τέχνη βιώνεται ως κάτι απόμακρο, ψυχρό, όχι ως κάτι οικείο και θερμό που έλκει τον θεατή κοντά του. Θα έλεγα πως είναι υποχρέωση του καλλιτέχνη να συγκινήσει το κοινό και να το φέρει κοντά του, και αυτό είναι σαν να έχει ξεχαστεί. Αν δεν το κάνει όμως, το κοινό απλά θα γυρίσει την πλάτη, θα ασχοληθεί με κάτι που το συγκινεί» συμπληρώνει.
INFO
«Life / In total light» στην γκαλερί Allouche Benias, Κανάρη 1, Κολωνάκι έως τις 7/3.